Αν γεννήθηκες μετά το 1990, θα σου έχουν προ πολλού ζαλίσει τον έρωτα με το ατέλειωτο πάρτι των 80s – και πόσο άτυχος είσαι που δεν το ‘ζησες. Μην τους αποπαίρνεις, δεν είναι πρωτόγνωρο, είναι μάλλον κανόνας: π.χ. και στα 90s η μανία αναδρομής σε τρεις δεκαετίες πίσω είχε φτάσει στα όρια του παροξυσμού – με υπερδοσολογία σε ταινίες του [παλιού/καλού] εγχώριου σινεμά των 60s στις αρχές της ιδιωτικής και αντίστοιχα πληθωρική τηλεοπτική παρουσία σταρ, ανθυποστάρ ή ακόμα και βρικολάκων της εποχής, ιδιαίτερα σκοτεινής για να μην ξεχνιόμαστε. Είναι μάλλον ανάγκη κάθε γενιάς που –λέει ότι- κυβερνά, να εξωραΐζει το παρελθόν της, άρα μην αποκλείετε και τα τρέχοντα teens να παρουσιάζονται το 2046 αγνά, άσπιλα, αμόλυντα και supercool. Σε κάθε περίπτωση, ούτε και στα 80s ήταν όλα μες στην τρελή χαρά , και ιδού μια 10άδα μάλλον ξεχασμένων τραγουδιών, που το επιβεβαιώνει:
Κρίστη Στασινοπούλου, Νυχτωδία
Μια επίμονα διακριτική παρουσία, που ωστόσο έχει κάνει σχεδόν τα πάντα, η Κρίστη Στασινοπούλου συστήθηκε στο κοινό ως Μαρία Μαγδαληνή μέσα από την επεισοδιακή πρώτη παράσταση του Jesus Christ Superstar στην Αθήνα, το 1978 (Θέατρο Καλουτά, με πολλούς φαν μέσα κι άλλους τόσους φανατικούς απ’ έξω). Παραμονές της Αλλαγής (sic) του ‘81 (τρεις Κυριακές πριν) συμμετείχε στους Α’ Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας, ένα λάιβ τάλεντ σόου χατζηδακικής έμπνευσης και υλοποίησης, που συγκέντρωσε ουσιαστικά την εθνική νέων μουσικών της εποχής –σε πρωτότυπες εννοείται συνθέσεις- που κρίθηκαν από επιτροπή αποτελούμενη μεταξύ άλλων από τους Τσαρούχη, Γκάτσο, Σαββόπουλο… Η Στασινοπούλου ερμήνευσε με καθηλωτικό τρόπο τη Νυχτωδία, ένα ποίημα της Σαπφούς σε απόδοση Άκου Δασκαλόπουλου [Να το φεγγάρι έγειρε / βασίλεψε κι η Πούλια / Είναι μεσάνυχτα / περνά περνά η ώρα / κι εγώ κοιμάμαι μόνη μου] και μουσική Μιχάλη Τερζή. Κι από τότε μέχρι και σήμερα, η πορεία πολυσυλλεκτική όσο λίγες, βάλε Αφούς Φαληρέα, Δήμο Μούτση, Φατμέ, Ζορζ Πιλαλί και Σιδηρόπουλο, μιούζικαλ και Γιουροβίζιον 1983, και βέβαια ο κοινός δρόμος με τον Στάθη Καλυβιώτη που άνοιξε καινούργια μονοπάτια σε νιού γουέιβ, πανκ (οι αξέχαστοι Σελάνα μαζί και με Κωστή Αναγνωστόπουλο και Βαγγέλη Βέκιο), τζαζ, έθνικ κι ακόμα περισσότερα υποείδη, διαρκή παρουσία σε φεστιβάλ παγκόσμιας μουσικής, άρα και χειροπιαστή εκτός συνόρων αναγνώριση.
Βαγγέλης Γερμανός, Μικρό
Νεο-μποέμ, μετα-χίπικα, ελιτίστικα,απολιτίκ, Berkeley ή και υπαρξιστικά [Τι να ‘ναι αυτό που με κουρντίζει; Για ποιο παιχνίδι τη ζωή μου προορίζει;], όσες ταμπέλες κι αν τους δώσεις Τα Μπαράκια του Βαγγέλη Γερμανού (1981) ήταν ένας από τους χαρακτηριστικότερους δίσκους της δεκαετίας και αγαπήθηκαν από ασυνήθιστα ευρύ ακροατήριο. Πέρα από την Μπανιέρα -υπερχίτ, τον διονυσιακό Κηπουρό, τον νεορεμπέτη Απόκληρο, και τις εξαίσιες μπαλάντες (Η Σημαδούρα, Το Γράμμα, Τροχιά, Μάσκες κ.ά.), στον δίσκο βρίσκονται και ορισμένα σαββοπουλικού τύπου σπαράγματα (λογικό, καθότι ο Νιόνιος παραγωγός), ένα από τα οποία και το δίλεπτο Μικρό, στο οποίο τον σιγοντάρει η πιτσιρίκα τότε κόρη του Ναταλία. Ένα τετράστιχο και μια γλυκόπικρη μελωδία, σαν καρτ-ποστάλ ηλιοβασιλέματος, ή στην αναμονή για το καράβι που έρχεται να σε μαζέψει για να σε πάει σπίτι σου, είτε από Σχοινούσα και Κουφονήσια, είτε από Μύκονο και Σαντορίνη.
Χρήστος Λεττονός, Σε θυμάμαι συχνά
Ιδιαίτερη περίπτωση, ο Χρήστος Λεττονός πρωτοτραγούδησε την Πρέβεζα κι ακόμα καλύτερα τους Ιδανικούς Αυτόχειρες του Καρυωτάκη στην Τετραλογία του Δήμου Μούτση (1975), έναν δίσκο που αρκούσε ακόμα κι αν ήσουν αδαής να σε κάνει ν’ αγαπήσεις 4 ποιητές μαζί (πλην του Κ.Κ. και τους Καβάφη, Σεφέρη, Ρίτσο). Ηθοποιός πέρα από τραγουδιστής, εξού και η έντονη θεατρικότητα στη φωνή, ο βορειοελλαδίτης Λεττονός πέρασε τη δεκαετία του ’70 τραγουδώντας σε μπουάτ, μπαρ και ταβέρνες της Αθήνας, καθώς και στο Λιόγερμα της Θεσσαλονίκης, συνεργαζόμενος πλην του Μούτση και με τον Γιάννη Σπανό (Μορμόλης), προσπαθώντας για χρόνια να κυκλοφορήσει κι έναν προσωπικό δίσκο. Τελικά τα κατάφερε το 1982, με την ανεξάρτητη εταιρεία Εναλλάξ: τα δυσεύρετα Στρατιωτικά είναι όπως μαρτυρεί κι ο τίτλος, μια παράθεση εικόνων και συναισθημάτων από την αναγκαστική θητεία (Κατάταξη, το Πρώτο Επισκεπτήριο, Η Πρώτη Έξοδος, Σκοπιά στη Φλώρινα κ.ά.), ενώ ανάμεσά τους ξεχωρίζει το ερωτικό Σε Θυμάμαι Συχνά, διασκευή του Chelsea Hotel του Λέοναρντ Κοέν σε στίχους Λάζαρου Ανδρέου, προαναγγελία, σύμφωνα με τον Λεττονό, «ενός μελλοντικού δίσκου με τραγούδια του [Κοέν]» (πηγή: Κώστας Πατσαλής, e-orfeas.gr). Ο δίσκος δεν έγινε ποτέ, ύστερα από λίγα χρόνια ο Χρήστος Λεττονός αποτραβήχτηκε από τα καλλιτεχνικά ασχολούμενος με την καλλιέργεια της γης, ενώ ο θάνατος τον βρήκε μόλις στα 48, από πυρκαγιά μέσα στο σπίτι του.
Μιχάλης Τόμπλερ, Οι Καλές Οικογένειες
Με μια μελοποίηση κι απόδοση ποιήματος του Ζακ Πρεβέρ (Les Belles Familles, 1949), ο Μιχάλης Τόμπλερ συμμετείχε στους 2ους και τελευταίους Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας το 1982. Οι στίχοι δεν είναι παρά μια ονομαστική παράθεση με τη σειρά, όλων των Λουδοβίκων της ιστορίας, από τον Α’ έως τον ΙΗ’, που απολήγει στο σκωπτικό τετράστιχο του τέλους [Κανένας, τίποτε δεν ακολουθεί /τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί/ανίκανοι να μετρήσουν/μέχρι τα είκοσι]. Αν κάποιοι θυμούνται τα μουσικά διαλείμματα των δύο κρατικών, που απλά γέμιζαν τα κενά του προγράμματος, ίσως σκάβοντας βαθιά ν’ ανακαλέσουν τη μορφή του τραγουδιστή με λουδοβίκεια περούκα μπροστά σ’ έναν καθρέφτη, αν το χω καλά στη μνήμη, γιατί δεν βρίσκεται διαθέσιμο. Κάπου μέσα μου τρόμαζα κάθε φορά που τον πετύχαινα. Το άσμα βρίσκεται μέσα στο μοναδικό σόλο άλμπουμ, με τίτλο Μούμπλε Μούμπλε (1986, Λαιστρυγόνα) που κυκλοφόρησε ο Μιχάλης Τόμπλερ, ο οποίος έχει να επιδείξει πολύ περισσότερο έργο στη μουσική εκπαίδευση.
Βασίλης Νικολαΐδης, Ελλάς
Δύο χρόνια μετά την καλλιτεχνικά άρτια Οδό Σανταρόζα, ο Βασίλης Νικολαΐδης κυκλοφόρησε τον 2ο δίσκο του το 1984, δίνοντας του έναν πολύ λιγότερο εστιασμένο τίτλο [Ελλάς]. Επίσης παιδί των Αγώνων της Κέρκυρας του ’81 και στην πορεία μέλος των Χάνομαι γιατί Ρεμβάζω, ο Νικολαΐδης παραλληλίστηκε αρχικά με τον Σαββόπουλο, όχι μόνο ως προς το τροβαδούρικο του πράγματος, τις απλές συνθέσεις/ενορχηστρώσεις που υποτάσσονται σε ιδιοφυείς στίχους, αλλά και ως προς το φιζίκ, όπως άλλωστε κι ο ίδιος σημείωνε [Μου λεν πως μοιάζω εκπληκτικά με τον Διονύση / και με ρωτάνε αν είμαι αναρχικός (από τους Αφορισμούς -1982)]. Κι αν η Οδός Σανταρόζα είναι γεμάτη εικόνες, από αστικές πλατείες και δικαστήρια μέχρι ερημικές παραλίες και μπουρδέλα, το Ελλάς είναι μερικά κλικ πιο φανερά σατιρικό, και συνολικά λιγότερο εύστοχο. Αξίζει ν’ αναφερθεί ένας στίχος από το ομώνυμο τραγούδι [Ελλάδα του Χικμέτ και του Εβρέν] που ακούγεται λογοκριμένος με μπιπ, για να πιάνουμε λίγο και το πραγματικό κλίμα της εποχής. Πάντως σε ομοιοκαταληξία με τον Εβρέν ακολουθεί το [Ελλάδα μες στο Γουέμπλεϊ /μηδέν-μηδέν], αναφορά στο ίσως πιο ηρωικό ταμπούρι όλων των εποχών της εθνικής ποδοσφαίρου, τον Μάρτιο του ’83 κόντρα στην Αγγλία, επί κόουτς Χρήστου Αρχοντίδη.
Χρίστος Δάλκος, Μελαγχολικές Κυριακές
Ίσως το τραγούδι αυτό να είναι και η πραγματική αφορμή για το κείμενο που διαβάζετε. Λυπητερές όσο δεν πάει, συντριμμένες και καταθλιπτικές, οι Μελαγχολικές Κυριακές του –κατά βάση εκπαιδευτικού και λογοτέχνη- Χρίστου Δάλκου 32 χρόνια μετά την πρώτη τους εκτέλεση εξακολουθούν να εντυπωσιάζουν. Ειδικά αν έτυχε να τις ακούσεις εκείνη τη μέρα, στη ζωντανή μετάδοση του 24ου Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης του 1985, πρώτα στο διαγωνιστικό πρόγραμμα κι ύστερα ακόμα μία φορά στο τέλος, θριαμβεύτριες εν μέσω αποδοκιμασιών. Κι ας μην τις ξανάκουσες ποτέ μετά μέχρι να έρθει το youtube, η οιμώζουσα ερμηνεία του δημιουργού τους παραμένει αλησμόνητη (δείτε και σχετικά σχόλια), ενώ είναι πολύ πιθανό να σου έρθει στο μυαλό και η σχεδόν ασάλευτη, ανέκφραστη φιγούρα του καθώς θρηνολογούσε πάνω στην ανατολίτικη μελωδία του, ένα συνολικό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να υποτεθεί ότι ίσως κάπου μέσα του να έκρυβε κι ένα σαρδόνιο χιούμορ. Κι όμως αυτό το βαθιά θλιμμένο τραγούδι πατά πάνω σε οικείες, πραγματικές κυριακάτικες εικόνες (Οταν γυρνάς από εκδρομή / με κουρασμένο το κορμί /και ξαπλώνεις), ειδικά στις πιο δύσκολες, τις βραδινές (Όταν ακούς στα σκοτεινά/φωνές απ’ τα ραδιόφωνα/και σωπαίνεις). Αξίζει η αντιπαραβολή με ένα άλλο σχετικό τραγούδι της ίδιας χρονιάς, Τις Κυριακές από Παιδί τις Σιχαινόμουνα, των Κατσιμιχαίων.
Γιάννης Παλαμίδας, Σινερομάντζα σε συνέχειες
Αλλόκοτη φωνή, σαν κάποιου παραπονιάρικου ξωτικού, αυτή του Γιάννη Παλαμίδα. Μέλος του τρίπτυχου που δημιούργησε το θρυλικό Σαμποτάζ (1981, μαζί με Λένα Πλάτωνος και Σαββίνα Γιαννάτου, αξέχαστη η ερμηνεία του στο Κοπερτί ), περισσότερο στράφηκε στη λογική του συμπαίχτη, προχωρώντας σε ένα σωρό συνεργασίες, φαινομενικά ετερόκλητες, από Μιχάλη Γρηγορίου, Δημήτρη Μαραγκόπουλο και Κωνσταντίνο Βήτα μέχρι Σταύρο Ξαρχάκο, Τζίμη Πανούση, Ελευθερία Αρβανιτάκη κ.ά., έχει ερμηνεύσει από Τζόαν Μπαέζ και Λέοναρντ Κοέν μέχρι Καζαντζίδη και Λευτέρη Μυτιληναίο, έχει δουλέψει στη διαφήμιση και τις ταινίες animation, όλα με όπλο αυτό το παράξενο λαρύγγι που φτάνει αβίαστα μέχρι πολύ ψηλά. Τα Σινερομάντζα (WEA) ήταν η 1η από τις μόλις 2 συνολικά σόλο δισκογραφικές απόπειρες, και κυκλοφόρησαν το 1986, όταν το είδος αυτό της πρώιμης σαπουνόπερας μέσω περιοδικών (Ρομάντζο, Φαντάζιο, Βεντέτα κ.ά.) γνώριζε ήδη την παρακμή του, υποσκελιζόμενο κι αυτό από την τηλεόραση. Το μπαρόκ στοιχείο της ερμηνείας, συνδυασμένο με ήχους συνθεσάιζερ πρωτόγονης electronica και κιθάρες τύπου Johnny Marr, δίνουν ένα ατμοσφαιρικό μίγμα [τυλίγω τα όνειρά μου σε σπιράλ/και σου τα στέλνω πάνω σε καρτ ποστάλ], τόσο μακριά όσο και κοντά στη γραμμή που ξεκίνησε από τους Apocalypsis, του techno-rock συγκροτήματος που έφτιαξαν στα τέλη 70s μαζί με τον Βασίλη Δερτιλή. Ακόμα νωρίτερα, έφηβος, ο Παλαμίδας τραγουδούσε live τα μπλουζ με τους Velvet Opera, «βγαίνοντας από ένα φέρετρο όρθιο, φτιαγμένο από νοβοπάν» (από άρθρο του στη Lifo το 2014).
Dreamer and the Full Moon, Dreaming in the Night
Στο βίντεο ακούγεται σαν επιλογή του ντι-τζέι Στιβ Ντούζου από τη βιντεοταινία Η Νάνσυ και τα Κόλπα της, σε σκηνή ντισκοτέκ με τον Γιάννη Βούρο να κορτάρει την Τάνια Καψάλη, προφανώς για να τη σπάσει στη Βάσια Παναγοπούλου –τη Νάνσυ του τίτλου. Μπορώ πάντως να βεβαιώσω ότι όντως το κομμάτι ήταν χιτάρα στη ντισκοτέκ του Ζούμπερι που πέρασα το καλοκαίρι του 1986, μαζί με κάμποσους ακόμα 12χρονους, που λόγω φτωχών αγγλικών ανεβάζαμε την ένταση της φωνής στον στίχο “I’m a crazy fool”, ο επόμενος ήταν ακατάληπτος και όλοι στο τέλος με μια φωνή “I’m dreaming in the night!”. Περιβόητοι για τις κουκούλες που φορούσαν για αρκετό καιρό σε λάιβ και αφίσες περιοδικών της εποχής, δίχως μεγάλη πρεμούρα να αποκαλυφτούν τα πρόσωπά τους, όπως πιθανά θα γινόταν σήμερα, οι Dreamer and the Full Moon είχαν κάνει ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία με τη Sandrina δυο χρόνια νωρίτερα (1984), τραγούδι που θεωρείται classic της italo disco και ακούστηκε αρκετά και παραέξω. Στο εξώφυλλο του 2ου και τελευταίου τους άλμπουμ, Never Give It Up (1986), που περιέχει και το Dreaming in the Night, έγιναν τα αποκαλυπτήρια των προσώπων τους και εκ των υστέρων μπορεί κανείς να αποδώσει στην παρουσία του Μάνου Ξυδού κοινούς δρόμους με τους Πυξ Λαξ, και προφανώς το αιώνιο ακορντεόν δίνει τον τόνο. Πάντως οι Dreamer δεν μοιάζουν το ίδιο με τους O.P.A. κι ας είχαν στην πρώτα 7μελή και στη συνέχεια 6μελή σύνθεσή τους τα δύο στελέχη τους, Γιώργο Γκικοδήμα και Γιάννη Ευσταθίου.
Ζανέτ Καπούγια, Θα στο πω
Οκ, μπαίνουμε λίγο πιο βαθιά στο κλίμα των βιντεοπαραγωγών, ξετρυπώνοντας τη μάλλον παράταιρη Ζανέτ Καπούγια στην ταινία I Love θρανίο (1988), σε σκηνοθεσία Απόστολου Τεγόπουλου. Ερμηνεύτρια από την Ουρουγουάη με βαθιά αισθαντική φωνή που μάγευε πολύ κόσμο στα τέλη 70s-αρχές 80s, στις τελευταίες χρυσές μέρες της νυχτερινής Πλάκας, είχε ήδη βρεθεί σε σχετική αφάνεια, οπότε και κατέφυγε στη VHS για το promo του 4ου solo άλμπουμ της, με τίτλο Θα Στο Πω (1987, Atlantis). Το ομώνυμο κομμάτι (στίχοι Σάσα Μανέτα, μουσική Μύριαμ Χαλκίτη) αρχίζει από το 05.00 του βίντεο, όπου η Ζανέτ εμφανίζεται να το τραγουδά μεταξύ των μαθητών-επιβατών του πούλμαν της σχολικής εκδρομής, έστω και με περασμένα –επιεικώς- τα 30, όπως συνέβαινε άλλωστε και με αρκετούς ηθοποιούς που υποδύονταν βλαστάρια των θηριοτροφείων της εποχής. Έχοντας τραγουδήσει Θεοδωράκη, Χατζηδάκι, αλλά και Άκη Πάνου, καθώς και τους πιο δικούς της Αταχουάλπα Γιουπάνκι, Κονσουέλο Βελάσκες, Άστορ Πιατσόλα κ.ά., η Καπούγια έκανε ένα comeback με δύο δίσκους στις αρχές των 90s (Έλα Τώρα & Τα Ερωτικά μου Μυστικά, σε μουσικές Χάρη Χαλκίτη και Αλέξανδρου Πάντσου αντίστοιχα), γνωρίζοντας μια κάποια επιτυχία, κυρίως με το τραγούδι Σε Θυμάμαι –από τον τελευταίο της δίσκο. Δηλαδή για κάποιο λόγο τα πασοκικά χρόνια δεν την πολυπήγαν! Παραμένει πάντως ιδιαίτερα δραστήρια μέχρι και σήμερα, με εμφανίσεις σε μικρούς χώρους, εκπαιδευτική δραστηριότητα, αλλά και ατομικές εικαστικές εκθέσεις.
Metro Decay, Σκιές
Οι –καθόλου λίγοι- φίλοι της Punk-New Wave ελληνικής σκηνής των 80s ίσως θεωρήσουν άτοπο ή και ιεροσυλία να συμπεριληφθούν σε κοινή λίστα με τους προαναφερθέντες ή κάποιους από αυτούς. Οπότε χρειάζεται ξεχωριστή μελέτη, εδώ απλά ενδιαφέρει το σκοτεινό κλίμα, το οποίο υιοθέτησαν, προσάρμοσαν και ανάδειξαν μια σειρά από νεανικές μπάντες στη διάρκεια της «φωτεινής» δεκαετίας. Ενδεικτικά και για το κλείσιμο οι Σκιές από το 7ιντσο single των Metro Decay (Creep Records, 1983).