Categories: ΒΙΒΛΙΟ

Μεγάλες Προσδοκίες

Ο Δεκέμβρης ήταν ο αγαπημένος της μήνας. Τέλος του χρόνου και το σπίτι άρχιζε σιγά σιγά να ζεσταίνεται με χαλιά και χρώματα και κάτι μικρούλικα στολίδια που όσο και να μην τα παρατηρούσες κάτι έλεγαν από μόνα τους.  Γιατί η λεπτομέρεια μετράει. Το βάζο, το λουλούδι, η μπάλα όλο μαζί ένα γιορτάσι.

Περνούσε ένα γύρω το σαλόνι της και όλο και προσθαφαιρούσε αναμνήσεις. Αυτό στη γωνιά και τον χιονάνθρωπο στη μέση και τα αστεράκια τα μπλε στο παράθυρο. Νωρίς είχε ξεκινήσει και φέτος γιατί όπως  κάθε χρόνο οι δουλειές συσσωρεύονταν και οι ώρες για χάζεμα αραίωναν.

Ένα βαθύ μπολ sangria τα Χριστούγεννα κόκκινο κόκκινο με ανεκπλήρωτα όνειρα και φέτες φέτες οι σκέψεις να τις ρίξεις μέσα σαν το πορτοκάλι ή να τις διανθίσεις με λίγη κανέλα και γαρύφαλλο και μαύρη ζάχαρη. Και ύστερα ήταν και αυτό το θέμα της κουτάλας γιατί όσο προσθέτεις τόσο ανακατεύεις τόσο μονολογείς και εύχεσαι. Και όσο τα χρόνια περνάνε εύχεσαι όλο και πιο αχνά όλο και πιο συννεφιασμένα για μια υγεία, για μια αγάπη με μια θολούρα που δύσκολα αποτυπώνει εικόνες και συγκεκριμενοποιεί τους πόθους σου.   Γιατί και η υγεία φθείρεται σταδιακά και η αγάπη ξεθωριάζει όπως αναχωρούν φίλοι και γνωστοί για ένα υπερπέραν απρόσιτο και άδικο.

Έστρωσε και το τραπέζι, με τα ασημένια μαχαιροπίρουνα και το μπλε σερβίτσιο. Έβαλε και τα δυο λευκά τριαντάφυλλα του κήπου σε ένα βαζάκι με ένα στολίδι πλαστικό γκυ και άλλο λίγο έλατο από την αυλή,  τα έφερε μια γύρα και στάθηκε να τα θαυμάσει. Όλα εντάξει. Και εκείνη η μουστάρδα η γλυκιά που τους αρέσει. Πήγε να ανοίξει το σφικτό καπάκι.  Έφερε μια πετσετούλα το κτύπησε με το πιρούνι προσεκτικά από κάτω, άκουσε το πλαφ του ανοίγματος, αλλά το ξανάσφιξε πάλι προσεκτικά. Τίποτα δεν έπρεπε να τσιτώνει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Κάθισε στην κεντημένη από την μάνα της πολυθρόνα και κοίταξε το μεγάλο με τους τεράστιους αριθμούς μοντέρνο ρολόι της. Είχε πολλές ώρες μπροστά της και η γαλοπούλα θα ήταν σχεδόν έτοιμη πια. Σηκώθηκε πάλι με μια ανάλαφρη διάθεση και βρέθηκε στο παρελθόν: όλα έτοιμα και αυτή παιδούλα να πηγαινοέρχεται στην κουζίνα και να κλέβει κουραμπιέδες.

Πήρε ένα ποτήρι να δοκιμάσει τη sangria, έφτιαξε δύο φέτες με το pâté που είχε στολίσει πάνω στον δίσκο με τα τυριά. Ωραία ήταν. Άπλωσε την πιέτα της φούστας πάνω στις μαυροντυμένες γάμπες της. Ναι είχε ακόμη από αυτές. Το δυνατό της σημείο, έλεγε ο Μανώλης.

Άραγε θα αργούσαν και φέτος μάλλον ναι, άραγε το καρτερούσαν αυτό το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι; Ή θα προτιμούσαν να μείνουν στο κρεβάτι, στο χουχούλιασμα της μέρας. Μπερδεμένη ήταν και φέτος. Οι αντένες της δεν την γελούσαν. Συνονθύλευμα συγγενών και άλλοι με την γλύκα της αγάπης και άλλοι πάλι σφιχτοκουμπωμένοι  για να τσεκάρουν αν θα τα κατάφερνε και φέτος. Και όμως τα είχε καταφέρει, δεν είχε πεθάνει και φέτος. Ζούσε και μάλιστα μόνη με λίγη παραπάνω βοήθεια στα ψώνια και στα οικιακά. Έβαλε το μαξιλάρι στον καναπέ θα τον έπαιρνε για λίγο. Θα ήταν πιο φρέσκια, φρέσκια για τον Μανώλη της… Είχε καιρό, είχε πολύ καιρό, πολύ καιρό μπροστά της.

 Ο κλειδαράς άνοιξε με δυσκολία την πόρτα. Το κλειδί από πίσω και ο σύρτης τραβηγμένος. Η θεία δεν είχε απαντήσει στο απογευματινό της τηλέφωνο. Η «θεία» δεν είχε ανοίξει στην Αναστασία που της κρατούσε συντροφιά τα βράδια. Μέσα Σεπτεμβρίου, τα παράθυρα κλειστά και η ζέστη αφόρητη. Πλήρωσε τον κλειδαρά. Η τραπεζαρία έλαμπε αστραφτερή και τα λευκά κεριά αναμμένα. Υπερπαραγωγή και φέτος. «Merry Christmas, Miss Havisham», της ψιθύρισε τρυφερά και την έσπρωξε απαλά προς την κρεβατοκάμαρα.

Το βιβλίο της Εύας Μ. Μαθιουδάκη, Μικρά Πείσματα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.
Εύα Μαθιουδάκη