Υπάρχει καλύτερο DC Extended Universe και το θέλουμε. Και, πλέον, το έχουμε. Έχοντας περάσει τα τελευταία χρόνια τρέχοντας πίσω από την αντίπαλη Marvel και τις αλεξίσφαιρες κριτικά και εμπορικά υπερηρωικές ταινίες της, το σπίτι του Μπάτμαν και του Σούπερμαν κατάλαβε με απότομο τρόπο ότι για να ανταγωνιστεί με τους απέναντι θα πρέπει μάλλον να ψάξει στα μικρότερα γράμματα της μαρκίζας του και να συστήσει στο ευρύ κοινό ήρωες που δεν έχουν ταλαιπωρηθεί στα χέρια του Ζακ Σνάιντερ και του Ντέιβιντ Άγιερ.
Η μετά-Νόλαν εποχή ήταν δύσκολη για το κινηματογραφικό σκέλος της DC, όπως υπενθυμίζουν επώδυνα οι πολύ πρόσφατες αναμνήσεις του Batman v. Superman, του Justice League και του Suicide Squad, αλλά την τελευταία διετία άρχισε να διαφαίνεται ένα φως στο τούνελ χάρη στις εκπλήξεις του Wonder Woman και του Aquaman. Αυτό το φως γίνεται μια εκτυφλωτική πύρινη μπάλα με το Shazam!, μια απολαυστική περιπέτεια για όλες τις ηλικίες με ένα σενάριο τόσο σπινθηροβόλο όσο ο ήρωάς της και μια ακαταμάχητη, ακριβοθώρητη πλέον feelgood-ness που έλειπε όχι μόνο από την DC, αλλά από το μπλοκμπαστερικό σινεμά γενικά.
Στο Shazam!, ένα 12χρονο αγόρι μετατρέπεται σε ενήλικα σούπερ ήρωα – για να λειτουργήσει ικανοποιητικά ένα τέτοιο concept θα πρέπει να πάνε πολλά πράγματα πολύ καλά, και, προς έκπληξη όλων, αυτό συμβαίνει: ο Ζάκαρι Λέβι, γνωστός από τα τηλεοπτικά Chuck και The Marvelous Mrs. Maisel, διατηρεί μια τέλεια ισορροπία ανάμεσα στην παιδικότητα της ψυχής του χαρακτήρα του και του παντοδύναμου σώματός του σε μια ερμηνεία που οφείλει να τον κάνει σταρ, ο προερχόμενος από το συμπαθητικό θρίλερ Lights Out σκηνοθέτης Ντάνιελ Σάντμπεργκ ξεχνάει το σκοτάδι και τα ασφυκτικά οπτικά εφέ που έχουν συνδεθεί με το DCEU για χάρη ενός mood ανάμεσα στο Big, το Iron Giant, τα Goonies και μια μέρα της Λέσλι Νόουπ, και οι ιδέες της ανακάλυψης υπερδυνάμεων από δύο παιδιά δεν στερεύουν, τουλάχιστον μέχρι την άφιξη του κακού που υποδύεται ο ευλογημένος με τέτοια φωνή Μαρκ Στρονγκ (και πάλι, η τελική αναμέτρηση με τέρατα σε ένα λούνα παρκ δεν είναι τόσο αφόρητη και διεκπεραιωτική όσο στις περισσότερες αντίστοιχες ταινίες).
Αρκετά μεγάλο βάρος της κωμωδίας πέφτει στον Τζακ Ντίλαν Γκρέιζερ, το μικρό scene-stealer από Το Αυτό: Κεφάλαιο 1, που κλέβει κι εδώ την παράσταση υποδυόμενος τον καλύτερο φίλο που έχει κινητικές δυσκολίες, γρήγορη γλώσσα και μια εμμονή με τους υπερήρωες. Λόγω της σχετικής του αυτοαναφορικότητας, θα υπάρξουν εύκολες συγκρίσεις του Shazam! με το Deadpool, μόνο που αυτό εδώ ξέρει να ελέγχει το πόσο self-aware είναι χωρίς να υποκαθιστά την έλλειψη χαρακτήρα με εξυπνακίστικο, προκάτ χιούμορ. Ξεχάστε τους σταρ, τις ψυχολογικές προεκτάσεις και την edgy αισθητική. Η επόμενη μεγάλη στιγμή της DC είναι κρυμμένη στο σώμα μιας παιδικής ταινίας.
Πολύ πιο ζόρικα είναι τα πράγματα για τα παιδάκια στο Νεκρωταφίο Ζώων, τη νέα μεταφορά του κλασικού βιβλίου του Στίβεν Κινγκ με έναν τίτλο που τρελαίνει τον έλεγχο ορθογραφίας στο Word μας. Ένας από τους πιο τρομακτικούς τίτλους του έργου του διάσημου συγγραφέα, το Νεκρωταφίο Ζώων (σόρι που επιμένουμε με τον τίτλο, αλλά συγγενεύει σε έμπνευση με το Ace Ventura: Ντετέκτιβ Ζώον, και τώρα δεν μπορούμε να βγάλουμε από μυαλό μας την εικόνα του Τζιμ Κάρεϊ να χορεύει με tutu) ανανεώνεται ριζικά στη σημερινή εκδοχή του, με τα καλά και τα κακά μιας τέτοιας αποστολής στο σημερινό horror τοπίο.
Η ιστορία ενός γιατρού (Τζέισον Κλαρκ) που μετακομίζει με την οικογένειά του στην επαρχία και ανακαλύπτει ένα νεκροταφείο ζώων το οποίο έχει τη δύναμη να ξαναζωντανέψει όποιο πλάσμα θάβεται στο έδαφός του αποκτά μια αμφιλεγόμενη ανατροπή που αποκαλύφθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη στα τρέιλερ, και ξεφεύγει από την πεπατημένη στην εξερεύνηση της θλίψης και της επίδρασής της σε ένα γονιό. Από την άλλη, παρόλο που οι σκηνοθέτες Ντένις Κολς και Ντέιβιντ Γουιντμάγιερ δεν τσιγκουνεύονται τα jump scares και το gore (αν δεν αντέχετε σπονδυλικές στήλες να ξεχειλώνουν κορμιά ίσως θα πρέπει να ράψετε τα βλέφαρά σας), αυτό το ριμέικ του low-budget θρίλερ του 1989 συχνά παραπατάει εξαιτίας των αστείων ερμηνειών, των κενών λογικής (ναι, η λογική δεν είναι απαραίτητη σε ταινίες με δολοφονικές γάτες, αλλά λόγω του τολμηρού, σοβαρού θέματος της συγκεκριμένης θα βοηθούσε) και της έλλειψης μιας πραγματικά ενδιαφέρουσας πατρικής φιγούρας που οδηγείται σε ακραίες πράξεις. Παρόλα αυτά, η ταινία κορυφώνεται με εφιαλτική ένταση και… κακία που είναι σχεδόν ταμπού στην απεικόνιση της οικογένειας στη σύγχρονη ψυχαγωγία. Party of Five θα λέτε και θα κλαίτε.
Μια εντελώς διαφορετική ματιά στη λύπη δίνει Ο Δρόμος του Κεραυνού, το πιο πολυσυζητημένο και πραγματικά DIY indie των τελευταίων ετών. Δανειζόμενο τον τίτλο του από το Thunder Road του Μπρους Σπρίνγκστιν, το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Τζιμ Κάμινγκς είναι ουσιαστικά ένα one man show για τον πρωταγωνιστή, σκηνοθέτη, σεναριογράφο και μοντέρ του, που αποτελεί τέτοιο ανεμοστρόβιλο μπροστά και πίσω από την κάμερα που μας έχει αγχώσει ότι μπορεί να είχε μόνο αυτό το ένα όχι-και-τόσο magnum αλλά παρόλα αυτά opus μέσα του και να εξαφανιστεί για πάντα μετά την ολοκλήρωσή του.
Ένα κωμικό ψυχογράφημα ενός αστυνομικού που διαλύεται μετά το θάνατο της μητέρας του, το Thunder Road ξεκίνησε την πορεία του ως ταινία μικρού μήκους στο φεστιβάλ του Σάντανς. Η ολοκληρωμένη εκδοχή της βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ SXSW και βρήκε αποδοχή με ανορθόδοξο τρόπο στο κινηματογραφικό κύκλωμα της Γαλλίας, κάνοντας τον Κάμινγκς κάτι σαν γκουρού του μοντέρνου μοντέλου του self-distribution. Πέρα από το ενδιαφέρον παρασκήνιο της δημιουργίας και διανομής της, ωστόσο, η ταινία κάνει την ιδιοσυγκρασία του σαλεμένου ήρωά της -και κατ’ επέκταση της παράδοξης, κρυμμένης Αμερικής που επιχειρεί να σύρει στην επιφάνεια- παράσημο και προσγειώνεται σαν μικρό θαύμα στην καρδιά και το μυαλό.