Παρακολουθώ τα τελευταία χρόνια, όσο είναι δυνατόν, τη λογοτεχνία της περιφέρειας (που ενίοτε, και κακώς, αξιολογείται από το κέντρο και ως περιφερειακή, ελάσσων δηλαδή). Δίνοντας προτεραιότητα σε δημιουργούς της περιφέρειας όπου ζω –της Κρήτης– διαβάζω κάθε φορά με μεγάλο ενδιαφέρον τα διηγήματα της Νίκης Τρουλλινού – η Τρουλλινού είναι κυρίως διηγηματογράφος. Μόλις πήρα στα χέρια μου το τελευταίο βιβλίο της Με θέα στο Λεβάντε, διερωτήθηκα για το είδος των διηγημάτων με τέτοιο τίτλο.
Ο χαρακτηρισμός όμως αφηγήματα στη σελίδα τίτλου με έφερε εμπρός σε ένα διαφορετικό βιβλίο: αφηγήματα και όχι διηγήματα τροφοδοτημένα από ταξιδιωτικές εμπειρίες (ας αναλογιστούμε μια «παράδοση» από αντίστοιχους ειδολογικούς χαρακτηρισμούς από τους ίδιους τους δημιουργούς με γνωστότερο εκπρόσωπο τον Ιωάννου που ονομάζει πεζογραφήματα τα αφηγήματα / χρονογραφήματα / στοχαστικά δοκίμια των βιβλίων του). Στην περίπτωση της Τρουλλινού πρόκειται για ένα είδος μεικτό, που ακροβατεί ανάμεσα στην ταξιδιωτική εντύπωση και στο μικρό διήγημα, όχι κατ’ ανάγκη μυθοπλασία και όχι πάντα αυτόνομο αλλά εγκιβωτισμένο μέσα σε μεγαλύτερη αφήγηση.
Η Τρουλλινού λοιπόν σε αυτό το βιβλίο της αποφάσισε με αυτά τα αφηγήματά της να μας ανοίξει ένα παράθυρο με θέα στο Λεβάντε. Τι μπορεί να δει κανείς από ένα παράθυρο; Ασφαλώς όχι όλα, ένα κομμάτι αναμνήσεων και παρατηρήσεων που τις παρήγαγαν ανάλογα ταξίδια της συγγραφέως. Θέλησε λοιπόν να μας μεταφέρει τις εντυπώσεις, τα συναισθήματα και τις σκέψεις (αυτά τα δύο κυρίως) από ταξίδια της στη Συρία, το Λίβανο, το Ισραήλ, την Κύπρο, την Ανατολία, την Ιωνία και την Ινσταμπούλ. Θέλησε να μας μεταδώσει την γοητεία αλλά και την πληγή αυτών των τόπων με τη μακρά ιστορία. Γι’ αυτό νομίζω ότι η συγγραφέας επέλεξε αυτές τις περιοχές, αποφάσισε να αφηγηθεί το Λεβάντε, όπως εξάλλου μας το αναφέρει από τις πρώτες κιόλας σελίδες: «Στη Μέση Ανατολή μαθαίνεις πως είναι τα μάτια που κουβάλησαν πολιτισμό δέκα χιλιάδων χρόνων, γέννησαν θεούς και αλφάβητα, ανάστησαν γλώσσες και θρησκείες, σκάλισαν την πέτρα, διαφέντεψαν τη θάλασσα, έδωσαν, πήραν, σκότωσαν, σκοτώθηκαν, αλλά είναι ακόμα εδώ». («Πίσω στο μέλλον»).
Η ταξιδιωτική λογοτεχνία συνδέεται άρρηκτα με τη γεωγραφία κάθε είδους: ανθρωπογεωγραφία, φυσική γεωγραφία, οικονομική γεωγραφία κ.ο.κ. Το είδος έχει τη δυνατότητα και το προνόμιο ταυτόχρονα να κινείται σε δύο αλληλένδετα επίπεδα: τη γεωγραφία και την ιστορία. Το καίριο όμως σημείο του είναι ότι τέμνεται με συχνά μείζονα ζητήματα βιοπολιτικής. Τότε μεγαλώνει μαζί με το ενδιαφέρον και το διακύβευμα. Εύκολα μπορεί ένα κείμενο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας που έχει συνοδηγό την ιστορία, και μάλιστα την πιο πρόσφατη, να διολισθήσει σε πολιτικό κείμενο ή σε εύκολη ρητορεία ή ακόμη σε κλαυθμηρή παρελθοντολαγνεία και κούφιο ευχολόγιο. Εύκολα επίσης ένα ταξιδιωτικό κείμενο μπορεί να παραμείνει αποστεωμένη λογοτεχνικά περιγραφή τόπων και ανθρώπων ή να εκπέσει σε στείρο άθροισμα πληροφοριών και παράθεση ονομάτων.
Με ορθή αναλογία όμως η Τρουλλινού χειρίστηκε το υλικό των ταξιδιών της, ανάμνηση και πληροφορία, κατορθώνοντας να διαφύγει από τα ολισθήματα και να δημιουργήσει ό,τι ακριβώς υπόσχεται ο υπότιτλος: αφηγήματα. Τούτο οφείλεται, κατά τη γνώμη μου σε τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι η θήτευσή της στη διηγηματογραφία που της επέτρεψε να ελέγχει το υλικό της και να το αρθρώσει σε μικρά κεφάλαια-αφηγήσεις ιστοριών και περιστατικών που συμπλέκουν το προσωπικό βίωμα της συγγραφέως, την εμπειρία του ταξιδιού, με το συλλογικό, την Ιστορία και την μικροϊστορία. (Η Ιστορία μας περιγελά και μας γελά κατάμουτρα.-«Σπαράγματα με αύρα Βοσπόρου»). Οι τόποι που ανακαλεί στο βιβλίο της η Τρουλλινού είχαν ήδη υπάρξει αντικείμενα/θύματα της βιοπολιτικής. Καθώς οι αφηγήσεις της αντλούν υλικό από παλαιότερα ταξίδια και ορισμένοι τόποι της ταξιδιωτικής εκείνης εμπειρίας είχαν ήδη υποστεί ή/και υπέστησαν (και) αργότερα τις τραγικές αλλαγές που όλοι γνωρίζουμε το βιβλίο γίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ. Η αφήγηση λεπτομερειών, ανθρώπινων στιγμών που συχνά αποτελούν πύκνωση της Ιστορίας κάνει το βιβλίο έναν υφέρποντα πολιτικό στοχασμό. Αυτός ο στοχασμός εκτυλίσσεται με επίκεντρο το Λεβάντε, ως τόπο και ως κοιτίδα πολιτισμών. Υπεισέρχεται λοιπόν και η έννοια των πολιτισμικών ταυτοτήτων και της διάδρασής τους στην κεφαλαιώδους σημασίας για την ανθρώπινη ιστορία περιοχή του Λεβάντε.
Τα κεφάλαια του βιβλίου, οι αφηγήσεις των ταξιδιών, δομούνται άλλοτε σπειροειδώς άλλοτε ακτινωτά. Άλλοτε δηλαδή συστρέφονται γύρω από ένα θέμα-επεισόδιο (π.χ. «Χαμαμτζής στο Προκόπι», «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε» κ.ά) ξετυλίγοντάς το ως αφήγημα με τελική κορύφωση/λύση- άλλοτε εξακτινώνονται σε πολλά μικρά επεισόδια-εμπειρίες. Επεξεργάστηκε δηλαδή η Τρουλλινού μικρές ψηφίδες-ιστορίες, ενσταντανέ από τα ταξίδια της, δίνοντας την ευκαιρία στον αναγνώστη να ατενίσει από το παράθυρο τόσα όσα είναι απαραίτητα για να σχηματίσει μια πρώτη εικόνα για το Λεβάντε, να συμμετάσχει όσο είναι δυνατόν, στη γοητεία του ταξιδιού αλλά και να κρατήσει την αίσθηση της αφηγημένης ιστορίας. Το βιωματικό υπόστρωμα το οποίο η Τρουλλινού, ως έμπειρη διηγηματογράφος, ξέρει να χειρίζεται, αποτέλεσε ακριβώς ένα πεδίο όπου μπόρεσε να καταγράψει και να μεταδώσει το κλίμα της κάθε ιστορίας εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή του αναγνώστη και την ανάλογη συγκίνηση.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίον η Τρουλλινού καταθέτει μια σειρά ουσιαστικών ταξιδιωτικών αφηγημάτων συνδέεται με τα παραπάνω και αφορά τη γλώσσα και το ύφος της συγγραφέως. Ο αποδέκτης της αφήγησης είναι ένα αόρατο εσύ (μήπως είναι ο εαυτός, ο αναγνώστης, ο συνοδοιπόρος;) και σε αυτό το εσύ απευθύνονται συχνά ερωτήσεις που ψηλαφίζουν τη ζωή και τον ανθρώπινο μόχθο και πόνο, ίδιο μα και διαφορετικό σε όλα τα μέρη που περιγράφονται. Άλλοτε οι ερωτήσεις ακολουθώντας το νήμα της ιστορίας προς τα πίσω ή από το χτες στο σήμερα κινητοποιούν τη σκέψη. Η γλώσσα της Τρουλλινού είναι ρέουσα, ρυθμική. Φράσεις μεγάλες σαν ταξίδι, φράσεις σύντομες, κοφτές σαν γρήγορη αναπνοή στα επίμαχα αποσπάσματα.
Ο τρίτος λόγος για τον οποίον το εγχείρημα της Τρουλλινού αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι διασταυρώνει, προτείνει και καταγράφει δύο ταξίδια, το χωροχρονικό και το λογοτεχνικό, που κι αυτό με τη σειρά του προτείνει τα δικά του ταξίδια στα κείμενα. Εξαρχής η συγγραφέας μαρτυρεί ότι ο οδηγός της υπήρξε ο Σεφέρης. Σε αυτόν δίνει αναφορά, με αυτόν ανά χείρας ταξιδεύει, με αυτόν διαλέγεται. Το υλικό της είναι διαστρωματωμένο καθώς δεν χειρίζεται μόνο τις συγγραφικές της σημειώσεις αλλά ανακαλεί ρητά και υπόρρητα το αναγνωστικό της υπόβαθρο, δημιουργεί ένα σύνθετο διακείμενο με απαρχή τις συνεχείς αναφορές στο Σεφέρη και στον Τσίρκα έως την υπογειωμένη διακειμενικότητα που ο υποψιασμένος αναγνώστης ανακαλύπτει. Η προσκυνηματική επίσκεψη στις περιοχές που αποτελούν το σκηνικό χώρο των Ακυβέρνητων Πολιτειών δε γίνεται μόνο με τη φυσική παρουσία της συγγραφέως εκεί αλλά και με συντροφιά τα κείμενα, τις λέξεις που αποτύπωσαν μια εποχή κι έναν κόσμο. Εξοφλείται έτσι το χρέος που οφείλεται σε συγγραφείς που βίωσαν τους τόπους αυτούς ως προσωπική και συλλογική περιπέτεια. Η ματιά του συντοπίτη Καζαντζάκη (Ταξιδεύοντας: Ιταλία – Αίγυπτος – Σινά – Ιερουσαλήμ – Κύπρος – Ο Μοριάς), ο ζήλος του Ευρωπαίου Ουίλιαμ Νταλρίμπλ (Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου) που ανακαλύπτει τον πολυσήμαντο κόσμο της Ανατολής ακόμα και το ίχνος του Γιώργου Θεοτοκά (Ταξίδι στην Μέση Ανατολή και το Άγιον Όρος).
Εντέλει το βιβλίο γίνεται για τη συγγραφέα ένα ταξίδι επιστροφής στο παρελθόν που σημασιοδότησε και καθόρισε το παρόν, ένα ταξίδι όχι στο εκτός και στο άλλο αλλά στο εντός και στον εαυτό. Ακόμα όμως γίνεται για τον αναγνώστη μια πρόκληση για νοερά λογοτεχνικά ταξίδια από αυτά που άφθονα προτείνει η συγγραφέας στο βιβλίο της.