Ηταν ένας αυθεντικά λαϊκός άνθρωπος η Σωτηρία Μπέλλου. Κι αν ήταν λογοτέχνης θα λέγαμε ότι ανήκε στους «καταραμένους». Ομως δεν ήταν λογοτέχνης. Ηταν μια λαϊκή τραγουδίστρια (το λαϊκή είναι πάντα το πρόσημο). Και τι σημαίνει αυτό; Τι σημαίνει ο λαϊκός άνθρωπος Σωτηρία Μπέλλου; Σημαίνει ότι βάζει πάντα, ακόμα και στο θάλαμο του νοσοκομείου, ένα σεμεδάκι πάνω στην τηλεόραση, μ’ ένα λούτρινο από πάνω (η διαρκής συνομιλία με τις μνήμες και την παιδικότητα ενός λαϊκού ανθρώπου), ότι ακόμα κι εκεί δεν ξεχνάει τα πάθη της, και παίζει ζάρια ακόμα με τη νοσοκόμα στο «Σωτηρία», ότι έχει επιβάλλει να υπάρχει νυχθημερόν αναμμένο ένα καντήλι στον θάλαμο, ότι δεν ωραιοποιεί συμπεριφορές -και βεβαίως αυτή η μη ωραιοποίηση φέρνει πολλούς σε δύσκολη θέση-, σημαίνει, επίσης, ότι δεν έχει μάθει από συμβιβασμούς και διπλωματίες, σημαίνει ότι έχει πάθη όσο και αρχές, ότι δεν συγχωρεί με τίποτα όσους παραβαίνουν τις αρχές της. Ολα αυτά θα μπορούσαν να ήταν γραφικά, χαριτωμένα ή όχι, αν αυτός ο άνθρωπος που είχε διαμορφώσει όλο αυτό το αξιακό σύστημα δεν είχε και ένα σπουδαίο προσόν: τη φωνή της. Τη δωρική, την ακατέργαστη, τη ζυμωμένη με τα πάθη, τις φοβίες και τα όνειρά της, με την παντοτινή και ασυμβίβαστη παιδική πλευρά του εαυτού της.
Ολη αυτή τη φοβερή προσωπικότητα την αποτυπώνει η Σοφία Αδαμίδου στο κείμενό της, και την ερμηνεύει με τρόπο ξεχωριστό, ανατριχιαστικό κάποιες στιγμές, η Εφη Σταμούλη, ηθοποιός και πανεπιστημιακός, που έχει θητεύσει (ήταν από τα ιδρυτικά στελέχη) της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης στη Θεσσαλονίκη. Η παράσταση «Σωτηρία με λένε» που επικεντρώνεται στο βράδυ νοσηλείας της Σωτηρίας Μπέλλου στο νοσοκομείο «Σωτηρία», λίγες ώρες πριν την τραχειοτομή της, παρουσιάστηκε για δύο σεζόν στο ΚΘΒΕ, στη Θεσσαλονίκη. Και φέτος ήρθε στην Αθήνα, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Είνα μια παράσταση 70 λεπτών, που εστιάζει σ’ έναν άνθρωπο που νοσεί σοβαρά, αλλά και σ’ έναν άνθρωπο που έχει μνήμες, τρομακτικές, ασύλληπτες και πολλές εμπειρίες, πολλά πάθη, πολλά άλυτα θέματα, που ζει κόντρα με την εποχή του και με ό,τι αντέχει η εποχή του. Είναι η «σταρ», είναι το διαρκές παιδί που ζητάει πότε τον μπαμπά του και πότε τη μαμά του, και είναι και ο υπερήλικας άνθρωπος που παραληρεί. Που θυμάμαι, φαντασιώνεται, επικονωνεί με τα φαντάσματά του, ζητάει τις συγνώμες που δεν ζήτησε, παιδί και ενήλικας την ίδια στιγμή. Είναι εκείνη η ταινία της ζωής σ’ αυτές τις ώρες, καθώς λένε… Και είναι η τελευταία βραδιά που έχει φωνή αυτός ο άνθρωπος που έζησε από τη φωνή και εκφράστηκε με τη φωνή, και μοιάζει σαν όλα να θέλει να τα πει σ’ ένα βράδυ.
Ενα νέο κορίτσι, η Χριστίνα Χατζηβασιλείου ανέλαβε να σκηνοθετήσει, να επιμεληθεί δραματουργικά και μουσικά και να φέρει στη σκηνή μια γοητευτική όσο και ζόρικη παράσταση. Απαλύνοντας τις συναισθηματικές παγίδες του κειμένου, που σε κάποια σημεία φλέρταρε με το μελό, υπερβαίνοντας τη ρεαλιστικότητά του και δίνοντας, τελικά, την ψυχογραφία της Σωτηρίας Μπέλλου. Η Εφη Σταμούλη ισορροπεί θαυμαστά στο χιούμορ, την ατίθαση διάθεση του υπερήλικα και του χαρακτήρα της Μπέλλου -που προφανώς δεν ήταν διόλου εύκολος- και στην αγωνία ενός ανθρώπου που ξέρει ότι θα χάσει ό,τι καλύτερο διαθέτει: τη φωνή του. Αφού η ζωή της ήταν η φωνή της, όπως λέει σε μια στιγμή αναπάντεχης αδυναμίας ένας άνθρωπος, η Σωτηρία Μπέλλου, που έχει αντέξει τόσα… Είναι το τελευταίο βράδυ πριν την επέμβαση τραχειοτομής, και στην επίμονη και διαρκή ερώτηση της Μπέλλου «τι ώρα; [θα γίνει η επέμβαση], η νοσοκόμα απαντά σοφά: «το πρωί».
Η Σωτηρία Μπέλλου-Εφη Σταμούλη θυμάται τις στιγμές της, σκιαγραφεί υπαρκτούς ανθρώπους, τους χαρακτηρίζει, τους κρίνει και δεν χαρίζεται, γίνεται σκληρή και τρυφερή, μιλάει με τη γλώσσα των τραγουδιών της και των παθών της, σαρκάζει την αρρώστια της με τον ίδιο τρόπο που τη φοβάται.
Στη διάρκεια της παράστασης ακούγονται, ασφαλώς, κάποια, ελάχιστα από τα πολλά, τραγούδια που είπε η Σωτηρία Μπέλλου. Η παράσταση καταφέρνει να φέρει σε επαφή τον θεατή με τη φωνή, με την αίσθηση της φωνής της, μ’ αυτό το απόλυτο κι ευθύ -όπως υπήρξε και η ίδια.
Αλλες φορές θα χτυπάτε το πόδι ή το χέρι σας στο ρυθμό των τραγουδιών. Αλλες θα σιγοτραγουδάτε, άφωνα, μη χαλάσετε τη στιγμή. Και σίγουρα κάποιες στιγμές, κάμποσες, θα βουρκώσετε, κι άλλες τόσες θα γελάσετε. Γιατί φαίνεται ότι η Σωτηρία Μπέλλου ήταν ένα ακατάτακτο πλάσμα, που από τη μία ήθελε να γίνει παιδί κι από την άλλη έλεγε ότι αγαπάει τη λεμονιά της περισσότερο από τη μάνα της. Και την επόμενη στιγμή τη μάνα της επικαλούνταν. Είναι ένας άνθρωπος που επιζητούσε, κάποτε με λάθος τρόπο, αποδοχή και επιβράβευση από όσους υπήρχαν γύρω της: από τους γονείς της, τους έρωτές της, τους συνεργάτες της.
Δίπλα στην Εφη Σταμούλη, στο ρόλο της νοσοκόμας που πολλά υπομένει δίπλα σ’ έναν δύσκολο ασθενή, με βαρυγκόμια αλλά και τρυφερότητα είναι η Ελλη Χατζεϊπίδου. Πολύ εύστοχη.
Τα σκηνικά (τον αυθεντικό νοσοκομειακό εξοπλισμό του Σωτηρία παραχώρησε το νοσοκομείο) φέρνουν σε επαφή με τη λιτότητα και με τη σοφία του τέλους. Οσο για τα κοστούμια (σκηνικά-κοστούμια Όλγα Χατζηιακώβου), είναι συναφή με το περιβάλλον, με τους δύο ρόλους και με τη Σωτηρία Μπέλλου, φυσικά.
Είναι μια παράσταση-μονογραφία ενός λαϊκού ειδώλου, μιας μεγάλης φωνής, και ταυτοχρόνως είναι το ψυχογράφημα της Σωτηρίας Μπέλλου, είναι μια συνοπτική, αλλά πλήρης βιογραφία και μια παράσταση που τέρπει και συγκινεί. Σε σωστές δόσεις.