«Μάτωσε» η Αθήνα στη συναυλία του Matt Elliott

Η ανακοίνωση του sold out μια μέρα πριν τη συναυλία μίλησε ξεκάθαρα: τον αγαπάμε τον Ματ Έλιοτ. Και ας μας ρίχνει στο πάτωμα η καταχνιά των τραγουδιών του, μαζοχιστικά δεν μπορούμε να τον αγνοήσουμε. Με μια ακουστική κιθάρα και τη βαθιά φωνή του, στις μακροσκελείς του συνθέσεις καταφέρνει να φέρει ένα ετερόκλητο κοινό στα όρια μιας γλυκιάς απόγνωσης.

Όσοι είστε γνώριμοι με το χώρο του Tin Pan Alley και δεν δώσατε το «παρών», λογικά θα αναρωτιέστε πως δεν έπεσαν κορμιά από την υψηλή προσέλευση στο συγκεκριμένο μαγαζί. Newsflash: η διοργανώτρια Catch The Soap έχει απόλυτη συνείδηση των πράξεών της και έτσι, όχι μόνο το πρόγραμμα τηρήθηκε με αξιοζήλευτη ομαλότητα, μα είχαμε και την ανάλογη άπλα για να απολαύσουμε τη συναυλία, όχι μόνο να παρευρεθούμε.

21:35, η Μελεντίνη ανεβαίνει με τους συνεργάτες της επί σκηνής και για 35 λεπτά καταφέρνει να κρατήσει ένα ολόκληρο κοινό σε εκστατική σιωπή. Σεμνή στην παρουσία της, ντροπαλή ανάμεσα στα κομμάτια και πραγματική ιέρεια όταν ανοίγει το στόμα της για να τραγουδήσει, μας «πατάει» γλυκά, κάνοντάς μας να ψάχνουμε που αρχίζουν και που τελειώνουν οι μουσικοί της «διάλογοι» με άλλους καλλιτέχνες (ορκίζομαι πως σε στιγμές ήταν σαν να ακούω μια συνεργασία της Λίζα Τζέραρντ με την Ντιαμάντα Γκαλάς και guest φωνητικά της Μπγιόρκ, με «μαύρο» ατσάλι σε δόσεις) και πως στο καλό καταφέρνει να τους μπολιάζει με τόση άνεση, χωρίς να φαίνεται άχρωμη. Η συνοδεία του τσέλο και του φαγκότο έδωσαν μια χροιά dark cabaret, φέρνοντας στο μυαλό μέχρι και τις πιο καταθλιπτικές στιγμές των Tiger Lillies. Το κλείσιμο με το “Gone Are The Days” ήταν μια βελονιά στην ψυχή. Καθαρτικό μα επίπονο.

Διάλειμμα για τσιγάρο (το κάπνισμα απαγορευόταν εντός του χώρου, δύσκολο αν ξέρεις τι πρόκειται να ακολουθήσει) και επιστρέφουμε για να πάρουμε θέσεις. Ο πανύψηλος Άγγλος με μόνους bandmates την ακουστική του κιθάρα και μερικά πετάλια για λούπες κατεβαίνει τη σκάλα, κάθεται στο σκαμπό και χαμηλόφωνα λέει «Καλησπέρα». Τρακαρισμένος μεν μα ικανός καλλιτέχνης δε, ο Ματ Έλιοτ εξηγεί πως αν καταλήξεις μόνος σου στη ζωή, έχεις κάθε δικαίωμα να κλάψεις, μα εσύ φταις γι’ αυτό. Το “The Right To Cry” δεν είναι απλά στίχοι με τη συνοδεία μουσικής, μα σοφά λόγια μετουσιωμένα σε ένα δεκαεφτάλεπτο τραγούδι. Η πραγματική «ιδιοκτησία» του ανθρώπου αποκαλύπτεται στη μιζέρια του “Dust, Flesh and Bones”. Το “Zweigzwang” έρχεται να διαδεχτεί η διασκευή του “I Put A Spell On You”.

Ο πάτος του “The Kursk” ακούγεται για πρώτη φορά στην Αθήνα και το πεισιθάνατο κλίμα απλώνεται στο μικρό χώρο. Ένα ποτήρι πέφτει από τον εξώστη, σπάει. Πάλι καλά που ήταν ένα ποτήρι και όχι κάποιος υπερευαίσθητος παρευρισκόμενος, θα ήταν ένα λογικό σενάριο αν αναλογιστούμε τι ακριβώς παρακολουθούμε. Ο Έλιοτ έχει χαλαρώσει και ανοίγεται στις ερμηνείες του, έχει κάποια προβλήματα με τα samples του μα δεν πτοείται, ούτε αυτός μα ούτε και το κοινό. Ακολουθεί το χατζιδακικό “I Name This Ship Tragedy” και το αλύχτισμα του “Howling Song”. O Έλιοτ μπερδεύεται λίγο και ζητά συγνώμη· για να μας αποζημιώσει τραγουδά μια παρατεταμένη εκτέλεση του “Bang Bang” της Νάνσι Σινάτρα και κλείνει το κυρίως μέρος του σετ με το “Also Ran” από το ντεμπούτο του. Νεκρική σιγή από πλευράς κοινού, η οποία με το τέλος του κομματιού αντικαθίσταται από ένα βροντερό χειροκρότημα. Για «encore» (δεν έφυγε ποτέ από τη σκηνή) δύο διασκευές: η Μισιρλού υποδέχεται από ιαχές και το “From Russia With Love” κλείνει πανέμορφα τη βραδιά.

Μια νύχτα εκπληκτικής θλίψης και  μαγευτικής οδύνης. Το υποδειγματικό line up της συναυλίας, αθροιζόμενο με τις ανθρώπινες συνθήκες, τον εξαιρετικό ήχο και την άψογη συμπεριφορά του κοινού (δε θυμάμαι να υπήρξε άλλη συναυλία που να έχω παρευρεθεί τέτοια σιωπή, ακόμα και στο support) συνετέλεσαν στο να εξελιχθεί σε μια εμπειρία θλιμμένης αιθέριας ευφορίας. Για τέτοιες συναυλίες ζούμε.

Φοίβος Κρομμύδας

Share
Published by
Φοίβος Κρομμύδας