Όπως ένα φυτό στρέφεται στο φως, έτσι και ο Μάρκος Δεληβοριάς γράφει μουσική. Είναι φυσική ανάγκη

Ο Μάρκος Δεληβοριάς έχει μια πολύχρονη πορεία στη δισκογραφία, κι έχει δοκιμάσει πολλά διαφορετικά πράγματα. Με αφορμή το νέο του δίσκο, In Search Of Love, ανακάλυψε και τη γοητεία που έχουν οι ζωντανές εμφανίσεις. Λιγό πριν εμφανιστεί στο θέατρο Φούρνος (Τετάρτη 9/3) με guest τον Μανώλη Φάμελλο, μιλάει στην Popaganda για την προσωπική του περιπέτεια στη χώρα του ήχου.

Τελικά τα βασικά θέματα στην τέχνη, κι ειδικά στο τραγούδι, παραμένουν διαχρονικά τα ίδια. Προφανώς υπάρχει κάποιος λόγος γι αυτό. Σίγουρα ένα από αυτά είναι η αναζήτηση της αγάπης. Ναι, σίγουρα. Δεν νομίζω πως υπάρχει κάτι άλλο. Αναφέρεσαι προφανώς στον τίτλο του καινούριου δίσκου, In Search Of Love. Είναι ένας δίσκος με δέκα κομμάτια αυτοβιογραφικά, που αναφέρονται στη σχέση μου με διάφορες πραγματικές γυναίκες. Κυριαρχούν δύο πρόσωπα. Είναι ενδιαφέρον ότι ο δίσκος παρακολούθησε τη ζωή μου καθώς αυτή εξελισσόταν. Έχει λειτουργήσει λίγο ντοκυμαντερίστικα. Γιατί ξεκίνησα να γράψω ένα δίσκο για σχέσεις του παρλεθόντος, και τελικά κατέληξα να γράψω περισσότερο για σχέσεις του παρόντος.

Το να μιλά κανείς για πολύ προσωπικά πράγματα, πόσο επώδυνο και πόσο λυτρωτικό είναι; Εξαρτάται από το πόσο πολύ απέχεις από μια συγκεκριμένη ήττα! Όταν έγραψα κάποια από αυτά τα κομμάτια, νόμιζα πως θα με έκαναν να κερδίσω μια συγκεκριμένη γυναίκα που είχα μόλις χάσει. Οπότε δεν ήταν επώδυνα τότε, ήταν πάνω στον αγώνα και τη διεκδίκηση. Τώρα ίσως είναι περισσότερο οδυνηρά. Μπορεί σε μερικά χρόνια να βλέπω μόνο την ομορφιά τους. Το σίγουρο είναι πως τα τραγούδια που έχουν έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, έχουν και μια ιδιαίτερη δύναμη. Είναι σαν κι αυτό που λέει ο John Lennon για το Help!, ότι ήταν ένα τραγούδι που το έγραψε γιατί το ένιωθε, ένιωθε την ανάγκη να ζητήσει βοήθεια για διάφορους λόγους, πειδή είχε χοντρύνει, επειδή είχε πιεστεί από τις υποχρεώσεις του, δεν ξέρω γιατί, αλλά ήταν πεσμένος και ήθελε να ζητήσει βοήθεια. Τα τραγούδια που δεν είναι αυτοβιογραφικά, αλλά είναι καθαρά προϊόν μυθοπλασίας, έχουν κι αυτά την ιδιαίτερη χάρη τους. Για τον songwriter μπορεί να είναι και πηγή ακόμα μεγαλύτερης υπερηφάνειας.

Ελπίζω ότι κάποια από τα τραγούδια σου, όπως η ΠαραΛία , είναι προϊόν μυθοπλασίας!Όχι, παιδεραστής δεν έχω υπάρξει! Αυτό είναι ένα τραγούδι μου που είχε τραγουδήσει ο Μανώλης Φάμελλος σε ένα δίσκο του 2004, το Pictures Of Her. Άλλωστε ήταν ένα χιουμοριστικό κομμάτι.

Μιλάμε εν όψει μιας ζωντανής σου εμφάνισης. Έχω την αίσθηση ότι με την πάροδο των ετών πυκνώνεις τα live. Ιδίως τον τελευταίο καιρό, έχω πάρα πολύ μεγάλη διάθεση για live, περνάω πολύ ωραία σε αυτά, γιατί έχω την τύχη να έχω μια καταπληκτική μπάντα από φίλους, αλλά και πολύ καλούς μουσικούς. Τον Πέτρο Μιχόπουλο στην ηλεκτρική κιθάρα, που είχε κάποτε τους Selefice, μια γνωστή metal μπάντα των mid 90s, το Δημήτρη Μπαλογιάννη που παίζει μπάσο στο γκρουπ μου και είναι εξαιρετικός τραγουδοποιός, και τον Alessandro Castagneri, έναν Ιταλό φίλο, από τους καλύτερους μουσικούς που έχω γνωρίσει, παίζει τύμπανα στη μπάντα, είναι εξαιρετικός μπασίστας, εξαιρετικός κιθαρίστας και πιανίστας, κι είχε βγάλει ένα δίσκο με δικά του τραγούδια στην Ιταλία με πολύ ενδιαφέρον. Εγώ συμπληρώνω το σχήμα παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας. Με τόσο ωραία μπάντα, μου κάνει κέφι να παίζω. Όσο πιο συχνά γίνεται θα παίζω.

Στο παρελθόν είχα λίγο την αίσθηση ότι είχες ένα νέο δίσκο, έπρεπε να κάνεις και κάνα δυο λάιβ με αφορμή το δίσκο, αλλά δεν ήταν και το καλύτερό σου. Ισχύει. Ευχαριστιόμουν πολύ περισσότερο το στούντιο. Έκανα λάιβ επειδή έπρεπε, κάνα δυο για να βγει η υποχρέωση. Δεν είχα ποτέ προωθήσει με επάρκεια τπυς δίσκους μου, τουλάχιστον σε ότι αφορά το κομμάτι των ζωντανών εμφανίσεων. Ενώ τώρα υπάρχει μια άλλη διάθεση πάνω σε αυτό.

Έχεις μια πορεία, μια δισκογραφία πίσω σου. Πώς είναι να προσπαθεί κανείς χωρίς να έχει πίσω του ένα label, που ούτως η άλλως τείνουν πλέον να εκλείψουν ή κάποιου είδους υποστήριξη, να βρει το δρόμο του στη μουσική; Είναι σαν μια φυσική ανάγκη, σαν ένα φυτό που στρέφεται προς το φως. π Δεν γίνεται να το εξηγήσω αλλιώς, αλλά πάντα θα κάνω μουσική. 

Μπορεί να βιοποριστεί κανείς σήμερα από αυτό το πράγμα στην Ελλάδα; Νομίζω πως αυτοί που δεν παίζουν σε αυτό που θα αποκαλούσαμε μουσική του συρμού, για να μη χρησιμοποιήσω ρατσιστικές εκφράσεις όπως «σκυλάδικα», έχουν τεράστιο πρόβλημα. Δηλαδή από αυτούς που κάνουν μουσική στο δικό μου ύφος και που είναι τραγουδοποιοί, είναι ελάχιστοι αυτοί που ζουν μόνο από αυτό. Είναι πάρα πολύ μικρή η αγορά, λίγοι οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται για αυτό το είδος μουσικής, πάρα πολύ μεγάλος ο ανταγωνισμός, και περίεργη – αυτός είναι ο μόνος τρόπος που μπορώ να το χαραακτηρίσω στα πλαίσια αυτής της συνέντευξης – η στάση των media.

Θες να γίνεις πιο συγκεκριμένος σε αυτό το τελευταίο; Να σου πω την αλήθεια δεν θέλω. Νομίζω ότι όποιος θέλει, μπορεί να καταλάβει τι εννοώ. Ειλικρινά δεν θέλω να μπω σε αυτή τη διαδικασία, γιατί γενικά προσπαθώ να είμαι καλοδιάθετος και θετικός απέναντι στα πράγματα. Δεν θέλω η συζήτησή μας να πάρει οποιαδήποτε πικρόχολη κατεύθυνση. Νομίζω ότι όποιος ξέρει και παρακολουθεί την αγορά, ξέρει πάρα πολύ καλά τι εννοώ.

Εξαιρώντας ένα μικρό φλερτ με τον ελληνικό στίχο, στο άλμπουμ με τους Φίλους του Παβαρότι, κατά τ’ άλλα επιμένεις στο αγγλόφωνο. Γιατί αυτή η επιλογή, η οποία δεν πρέπει να σου κάνει και ιδιαιτέρως πιο εύκολη τη ζωή; Αν και σήμερα ίσως τα πράγματα να έχουν ισορροπήσει. Δεν νομίζω πως έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα σήμερα. Εξακολουθεί να είναι πιο ασφαλής δρόμος το να διαλέξεις το ελληνόφωνο. Η επιλογή μου για το αγγλόφωνο έχει να κάνει με το ότι αυτό πραγματικά αγαπάω. Αυτά ήταν τα ακούσματά μου, και τελικά μου προκύπτει πολύ πιο φυσικά. Έχει να κάνει και με τον τρόπο που τραγουδάω, δηλαδή έχω μάθει σύμφωνα με τον τρόπο που τραγουδούσαν οι ήρωές μου, o Paul McCartney, o Mark Knopfler, o Tom Petty, θεωρώ πως έχω κάποιο δικό μου στυλ, αλλά το οποίο βασίζεται στο στυλ αυτών των ανθρώπων, όπως κι αυτοί βασιστήκανε στο στυλ κάποιων άλλων ανθρώπων, όπως ο McCartney βασίστηκε στον Elvis, τον Little Richard, ή όπως ο Tom Petty βασίστηκε στον Roger McGuinn ή στον Bob Dylan. Γράφω λοιπόν πράγματα που πρέπει να τραγουδήσω, κι ο τρόπος που έχω μάθει να τραγουδάω είναι ο αγγλικός. 

Επιχείρησες στο παρελθόν να γράψεις και κομμάτια που δεν τα τραγούδησες εσύ. Ναι, στο Maria and the Photo Frame. Πάντα μου φαινόταν ενδιαφέρον να γράψω κομμάτια για γυναικεία φωνή, όπως πάντα μου φαινόταν ελκυστικό σαν ιδέα να έχω ένα πιο ήπιο πόστο σε μια μπάντα, δηλαδή να παίζω κιθάρα αλλά να μη χρειάζεται να τραγουδάω και να παίζω. Κατά κάποιο τρόπο μπορείς έτσι να απολαμβάνεις το live με ένα διαφορετικό τρόπο. Μου είχε συμβεί όταν είχα παίξει μπάσο σε μια μπαντα φίλων, τους Lokruz – ήταν πολύ διασκεδαστικό. Είναι ωραίο να μην είσαι ο frontman. Αλλά ειδικά αυτή την περίοδο νιώθω άνετα…

Σκηνές να δείξει κανείς τη δουλειά του όταν κινείται σε αυτό το χώρο υπάρχουν στην Αθήνα αυτή τη στιγμή; Υπάρχουν, αλλά νομίζω ότι είναι λιγότερες από όσες θα περίμενε κανείς. Επίσης είναι πάρα πολλές οι μπάντες που θέλουν να παίζουν, είναι μεγάλος ο ανταγωνισμός και στα μαγαζιά που δεν σε ξέρουν, βασανίζεσαι στην προσπάθειά σου να κλείσεις ένα live. Τελευταία, από τη στιγμή που έχω μπει σε αυτή τη διαδικασία, έχω κάνει ένα-δυο live, οπότε μπορώ να επανέλθω σε αυτά τα μαγαζιά. Οπότε σιγά-σιγά χτίζεις τις επαφές σου. Αλλά όταν πηγαίνεις κάπου που δεν σε ξέρουν είναι τεράστιο το πρόβλημα, αντιμετωπίζεσαι με ένα στυλ λίγο ενοχλητικό.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Νομίζω πως τα περισσότερα cd σου ήταν σε διαφορετική εταιρία κάθε φορά. Θα σε εκπλήξω, αλλά έχω κάνει τρία cd με τη Lyra! Αλλά η αλήθεια είναι πως στο σύνολο των οκτώ cd μου έχω περάσει από κάμποσες εταιρίες. Από το Θοδωρή Κρίθαρη της Wipe Out, από τον Καθρέφτη, από το Μανώλη Φάμελλο και Σια, και τώρα από το Μετρονόμο.

Κάποτε έπρεπε να έχεις ένα label πίσω σου σχεδόν για τα πάντα. Τώρα τι γίνεται; Σήμερα φαίνεται ότι δεν το χρειάζεσαι, αλλάπιστεύω ότι το χρειάζεσαι το ίδιο. Η πραγματικότητα είναι ότι ένας μουσικός δεν μπορεί να κάνει τα πάντα. Δεν μπορεί να είναι τραγουδοποιός, περφόρμερ, μάνατζερ που θα κλείσει τα live, γραφείο τύπου που θα τα προμοτάρει, λογιστής, γραφίστας… Η πραγματικότητα είναι ότι ο μουσικός χρειάζεται μια βοήθεια σε όλα αυτά τα επίπεδα για να μπορεί να αφοσιωθεί στην τέχνη του.

Υπάρχουν πράγματα στην ελληνική σκηνή σήμερα τα οποία αισθάνεσαι ως συγγενικά με σένα; Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που παίζουν ωραία μουσική στην Ελλάδα. Πολλούς από αυτούς δεν τους έχουμε δει ακόμη στην επίσημη δισκογραφία. Για παράδειγμα, εγώ αγαπώ δύο σχήματα φίλων που ως σχήματα δεν έχουν βγάλει δίσκο ακόμα, αν κι οι μουσικοί που παίζουν σε αυτά έχουν εμφανιστεί στη δισκογραφία: οι Widow Pit και οι Lokruz. Κι είναι μόνο δύο από πολλές μπάντες που παίζουνε καλά. Το πρόβλημα είναι ότι δυσκολεύονται να φέρουν τη μουσική τους στ’ αυτιά του κοινού. Από κει και πέρα, από ανθρώπους με δισκογραφική παρουσία, υπάρχουν κάποιοι που αγαπάω τη δουλειά τους, όπως ο Socos, η Μαρία Βουμβάκη, ο Παύλος Παυλίδης, ο Δημήτρης Μπαλογιάννης, ο Μανώλης Φάμελλος…

Εσύ ο ίδιος πώς βλέπεις να έχεις αλλάξει από τότε που ξεκίνησες ως σήμερα; Δεν είμαι καν ο ίδιος άνθρωπος. Έβγαλα τον πρώτο μου δίσκο στα 26 και τώρα είμαι 42. Δεν έχω αλλάξει μόνο ως προς τη μουσική, αλλά στα πάντα.

Αναπόφευκτο ερώτημα: συνεπώνυμος ων με το Φοίβο, και συγγενής (εξάδελφος), πόσο καλό και πόσο κακό σου έχει κάνει αυτό; Εδώ είναι το σημείο που σηκώνομαι από τον καναπέ και τελειώνει η συνέντευξη! (Γέλια). 

Ξέρεις ότι υπάρχει μια ιστορική απάντηση του εξαδέλφου σου σε συνέντευξη, όταν σε δίσκο του τραγουδούσε ένα κομμάτι η Καίτη Γαρμπή. Όταν τον ρώτησαν γι’ αυτό απάντησε: «Ήθελα να είμαι ένας από τους Φοίβους που έχουν γράψει για τη Γαρμπή!» Θέλεις να απαντήσεις στην ερώτηση; Αισθάνομαι ότι με έχει βλάψει περισσότερο. Αλλά θεωρώ πως όσοι δεν έχουν προκατάληψη κι έχουν διάθεση να ακούσουν τις μουσικές μας, μπορούν να βρουν αξία και στου ενός και στου άλλου, κι εκεί τελειώνει το ζήτημα.

Μα δεν υπάρχουν και ιδιαίτερα κοινά στον ήχο. Όχι, δεν υπάρχουν. Θεωρώ πως τπάρχει χώρος για δύο Δεληβοριάδες στην Άγρια Δύση!

Υποθέτω πως θα είναι απλώς το εκνευριστικό όταν πας να διαπραγματευτείς ένα live με κάποιους που δεν σε ξέρουν, και θα ρωτούν: «Το Φοίβο τι τον έχεις;» Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν το έχω αντιμετωπίσει. Αλλά γενικά με ρωτάνε πολύ συχνά.

Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα μετά το In Search Of Love; Θέλω να κάνω ένα δίσκο με τη μπάντα με την οποία παίζω live. Στο στούντιο, αλλά με αυτή τη μπάντα, γιατί μου αρέσει πάρα πολύ ο τρόπος που παίζουμε. Στο In Search Of Love έπαιξα όλα τα όργανα ο ίδιος – κιθάρες, μπάσο, πιάνο, τύμπανα, κι έχω κάνει lead και backing vocals – με μόνους guests το Simon Bloom που έπαιξε ντραμς σε ένα κομμάτι, και τον Θωμά Κατσικαδάκο που έπαιξε ντραμς σε ένα άλλο. Ήταν μια μοναχική διαδικασία, αλλά πάρα πολύ ευχάριστη. Είναι τα δικά μου «Κερασάκια» του McCartney, που σε αυτό τον πρώτο του σόλο δίσκο είχε παίξει όλα τα όργανα. Είναι ένα ego trip, αν θέλεις. Τα κάνω όλα κι είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου! Ο ήχος που βγάζεις εσύ δεν μοιάζει καθόλου με τον ήχο που βγάζει μια μπάντα, είναι κάπως σαν το γραφικό χαρακτήρα ή το δακτυλικό αποτύπωμα. Έχοντας λοιπόν μόλις πετύχει αυτό, αισθάνομαι ότι τώρα θέλω να πάω στην αντίθετη κατεύθυνση, στη συνεργασία και τη μπάντα.

Έχεις ένα παρελθόν που έχει να κάνει με σπουδές κινηματογράφου. Αυτό θεωρείς ότι σε έχει επηρεάσει στον κόσμο του ήχου; Πάρα πολύ. Ουσιαστικά βλέπω τα ίδια τα τραγούδια σαν μικρές κινηματογραφικές ιστορίες. Επίσης πολλές φορές βλέπω τη μουσική με χρώματα. Συζήταγα με ένα φίλο για ένα πρόσφατο δίσκο του, και του έλεγα: «Σε επίπεδο παραγωγής μου φαίνεται σαν κάτι να μην πήγε καλά στο δίσκο σου, γιατί μου φαίνεται ότι είναι πολύ ψυχρά τα χρώματα». Κι εκείνος κατάλαβε τι εννοούσα, γιατί οι ήχοι έχουνε χρώματα. Το τσέλο, για παράδειγμα, φυσιολογικά ηχογραφημένο σου βγάζει έναν ήχο που ακούγεται θερμός. Από την άλλη υπάρχουν ένα σωρό ηλεκτρονικοί ήχοι που στο δικό μου μυαλό, αλλά και πολλών άλλων, εμφανίζονται ως ψυχρά χρώματα.


Ο Μάρκος Δεληβοριάς σε ένα live στο θέατρο Φούρνος την Τετάρτη 9 Μαρτίου, και ώρα 21.30, με guest τον Μανώλη Φάμελλο. Τιμές εισιτηρίων: 8€. Πληροφορίες: Τηλ.: 21 0646 0748 / www.fournos-culture.gr
Γιώργος Βουδικλάρης

Share
Published by
Γιώργος Βουδικλάρης