Μαρίζα Κωχ: «Νιώθω πουλί πετούμενο»

Είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες της μουσικής σκηνής. Η Μαρίζα Κωχ με τα μακριά ξανθά μαλλιά της και τα γαλάζια μάτια, χαρακτηριστικά που όταν ήταν μικρή της προκαλούσαν βάσανα καθώς ήταν ξεκάθαρα διαφορετική στην κλειστή κοινωνία της Σαντορίνης. Ο πατέρας της ήταν Γερμανός αξιωματικός και γνώρισε την μητέρα της τον καιρό της Κατοχής. Ερωτεύθηκαν, παντρεύτηκαν, έκαναν δύο παιδιά, κορίτσια.

Όταν οι Γερμανοί άρχισαν να υποχωρούν ο πατέρας της συνελήφθη από τους συμπατριώτες του γιατί είχε κάνει οικογένεια με Ελληνίδα και εκτελέστηκε. Η Μαρίζα στα 3,5 χρόνια της βρέθηκε για πέντε χρόνια μαζί με την αδερφή της, στο Ίδρυμα στο Δαφνί για μια επίπονη θεραπεία, καθώς υπέφεραν από τράχωμα στα μάτια. Μόλις βγαίνουν από το Ίδρυμα πηγαίνουν στη Σαντορίνη, στα 13 γνωρίζει τον 18χρονο Στυλιανό από την Κρήτη, ερωτεύονται, παντρεύονται, λίγο πριν τα 15 της γεννάει τον γιο της, τον Μανώλη. Ζωή για να γυριστούν 10 ταινίες πριν ακόμη μπει στην ενήλικη ζωή, και τι ενήλικη ζωή!

Η Μαρίζα Κωχ έγραψε το αυτοβιογραφικό βιβλίο Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης (εκδόσεις Μεταίχμιο), στο οποίο βασίζεται το μουσικοθεατρικό αναλόγιο που παρουσιάζει κάθε Σάββατο μαζί με την Νένα Βενετσάνου στη σκηνή Trii Art Hub στο Κουκάκι.

«Η εποχή των χίπηδων ήταν μια άτακτη εποχή κι εγώ μέσα μου την έχω την σκανταλιά. Δεν έχει αλλάξει πολύ η διάθεσή μου από τότε που ήμουν παιδί».

Δε νιώθω το βάρος από δέκα ζωές, νιώθω πουλί πετούμενο. Όμως έχω ζήσει δέκα ζωές.

Δεν πιστεύω στον πρωταθλητισμό, δεν μου αρέσει αλλά τελικά αυτόν υπηρέτησα.

Μπήκα στη ζωή σαν το καράβι που μπαίνει κατευθείαν σε μποφόρ, που δεν βγαίνει από λιμάνι αλλά βρέθηκε κατευθείαν στο Κάβο Ντόρο.

Πάντα τα παιδιά του πολέμου, του κάθε πολέμου έχουν λίγο πολύ την ίδια ζωή. Όλα τα ελληνόπουλα της εποχής μου, και στην επαρχία, ήμασταν το ξυπόλητο τάγμα.

Κάτι δυσκολότερο ζήσαμε εμείς, δεν μπορούσαμε να ενωθούμε με άλλες ομάδες παιδιών γιατί η σκούφια μας ήταν πάρα πολύ ξανθή. Αυτή ήταν η αμαρτία μας.

Στο ψυχιατρείο στο Δαφνί μεγαλώσαμε μαζί με την αδερφή μου. Εκεί βρίσκονταν και οι τραυματίες του πολέμου, νέοι άντρες, πολύ νέοι, 20 χρονών, ακρωτηριασμένοι, κι εμείς. Αυτά αφήνει πίσω τους ένας πόλεμος, και φυσικά τους νεκρούς από την πείνα.

Στο Δαφνί ήμασταν όλοι κουρεμένοι με την ψιλή κι έτσι κανείς δεν ασχολιόταν με το χρώμα των μαλλιών μας. Με την αδερφή μου μοιραζόμασταν τα πάντα, κοιμόμασταν μαζί στο ράντζο και τρώγαμε όσα μας έφερνε ο στρατός, οι πατάτες ήταν η λιχουδιά μας.

Δεν επιβιώνεις εάν δεν βρεις τρόπο να κάνεις τη πικρά γλυκά. Εγώ βρήκα τη δυνατότητα να ακολουθήσω τη φωνή μου. Με έβαζαν πάνω σε ένα τραπέζι να τραγουδήσω, όταν υπήρχαν επίσημοι στο ίδρυμα. Ήμουν η λύση.

Κάθε Σάββατο οι μικρασιάτες πρόσφυγες έκαναν πικ νικ έξω από το ίδρυμα. Μαζί με κάποια αγόρια είχαμε σκάψει ένα λαγούμι και βγαίναμε. Ανέβαινα πάνω στο κάρο που ήταν το γραμμόφωνο και το τραπεζομάντιλο με τα φαγητά∙ τα άλογα τα έδιωχναν στο βουνό. Παρίστανα την τραγουδίστρια, με έκαναν χάζι και γέμιζαν τη μπλούζα μου με φαγητά και γλυκά. Έτσι απέκτησα ένα τεράστιο ρεπερτόριο.

Οι άντρες διατηρούν μια παιδικότητα. Πώς το καταφέρνουν ενώ είναι μέσα στις ευθύνες, μες στον μόχθο. Επειδή μάλλον κι εγώ τη διατηρώ, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς παιχνίδι, γι’ αυτό έχω και το σχολείο μου, όχι για να διδάξω αλλά να πάρω και να δώσω βιωματικά. Αυτή η παιδικότητα που έχει μείνει σε μένα ταιριάζει με την παιδικότητα των ανδρών. Βέβαια, δεν τους αθωώνει σε τίποτα αυτό που λέω.

Το πρώτο μου επαγγελματικό ταξίδι ως τραγουδίστρια ήταν αμέσως μετά την μεταπολίτευση στην τότε Σοβιετική Ένωση, ήμασταν το πρώτο ελληνικό συγκρότημα που την επισκέφτηκε. Ο αριθμός των συναυλιών που δώσαμε από την Οδησσό μέχρι την Σιβηρία ήταν 72. Πώς βγαίνουν αυτές; Με την αεροφλότ.

«Στα σχολεία υπάρχουν παιδιά. Δεν υπάρχουν παιδιά άσπρα, κίτρινα, μαύρα, γαλάζια. Υπάρχουν παιδιά κι αυτό πρέπει να μας ενδιαφέρει. Άλλωστε όσοι έχουν την ελληνική παιδεία είναι Έλληνες».

Από τις πιο συγκινητικές στιγμές που ζήσαμε εκεί ήταν στην Τιφλίδα. Είχαν κατέβει οι Έλληνες από τα όρη γύρω, με πούλμαν. Είχαν φέρει μαζί τους όλα τα λουλούδια που μπορούσαν να κουβαλήσουν στο τεράστιο κλειστό γήπεδο που τραγουδήσαμε για μια εβδομάδα. Οι άνθρωποι κοιμόντουσαν μέσα στα πούλμαν για να είναι παρόντες και στις 8 συναυλίες που δώσαμε εκεί.

Στην Τιφλίδα, την ώρα που τραγουδούσα, κατάφερναν και πλησίαζαν μανάδες με μωρά και μου τα πετούσαν πάνω στη σκηνή για να τα αγγίξει Έλληνας από την Ελλάδα. Ήταν τόσο συγκλονιστικές εκείνες οι στιγμές που δεν μπορούσα να συνεχίσω, τι ψυχαγωγία να δώσω; Ήταν μεγάλη βέβαια δύναμη. Ήταν ένδοξες στιγμές. Όχι του καλλιτέχνη αλλά του ανθρώπου.

Το 1980 ήμουν η πρώτη τραγουδίστρια της Δύσης που εμφανίστηκε στην Κίνα.

Ήμουν ανυποψίαστη μουσικά τότε γύρω από αυτά τα πράγματα, αλλά στην πρόβα τζενεράλε κατάλαβα κάτι από τους ανθρώπους, τους τεχνικούς που βρισκόταν μέσα στο τεράστιο ξύλινο θέατρο: τους άρεσαν πολύ τα ηπειρώτικα. Άλλαξα λοιπόν το πρόγραμμα μου και ξεκίνησα με το Μωρή κοντούλα λεμονιά και το Φεγγάρι κάνει βόλτα, και ό,τι ηπειρώτικο είχα στο ρεπερτόριο.

Εμείς μπορούμε να κατακτήσουμε την Κίνα, το έχω πει πολλές φορές σε ανθρώπους του Υπουργείου Πολιτισμού και όχι μόνο. Οι Κινέζοι έχουν το πεντατονικό αλλά σε άλλη διαδρομή αλλά όταν ακούνε το ηπειρωτικό το πολυφωνικό τρελαίνονται. Είναι αλήθεια αυτό αλλά Θεε μου, δεν υπάρχουν αυτιά σε αυτή τη χώρα; Όχι εγώ, ας πάνε άλλα συγκροτήματα. Ας βομβαρδίσουμε την Κίνα με ηπειρώτικα. Η μουσική μας είναι η δύναμη μας. Στην Κίνα συγκεκριμένα είναι η ηπειρώτικη.

Οι δάσκαλοι φοβούνται να αγγίξουν τα παιδιά και να τους κάνουν χαρές. Αλλά τα παιδιά θέλουν παιχνίδι, να τα πιάσεις, να τα «κουτουλήσεις», να τα κάνεις να γελάσουν. Έρχεται η κάθε μαμά με το παιδάκι της για να το γράψει στο σχολείο μου, αυτά στην αρχή είναι διστακτικά. Βλέπω πότε αρχίζουν να με περιεργάζονται, τότε δίνω μια κωλιά και σπάει ο πάγος. Τα τσιμπάω, με τσιμπάνε, παίζουν με τα μαλλιά μου.

Μια φορά ήμουν σε μια παράσταση και δίπλα μου καθόταν ένα κοριτσάκι με μακριά μαλλιά. Έπιασε τα μαλλιά της να τα κάνει πλεξούδα και ποιος ξέρει -επίτηδες, ασυναίσθητα- τα έπλεξε μαζί με τα δικά μου. Ήταν κάτι τόσο όμορφο, δεν το είχα πάρει είδηση παρά μόνο όταν σηκώθηκα να χειροκροτήσω και την τράβηξα κι αυτή μαζί μου.

Το μαλλί που δεν το κάνω κότσο έχει το νόημα του. Είναι και κουραστικό όλο αυτό το μαλλί. Αλλά το αφήνω για τα παιδιά. Μπορεί να με περνάνε για αρνάκι.

Από τα παιδιά παίρνω αγάπη και επικοινωνία στο δικό τους μήκος κύματος. Αυτό είναι ελευθερία, σα να έχεις δικαίωμα να είσαι παιδί. Όλοι έχουν αυτό το δικαίωμα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η εποχή των χίπηδων ήταν μια άτακτη εποχή κι εγώ μέσα μου την έχω την σκανταλιά. Δεν έχει αλλάξει πολύ η διάθεσή μου από τότε που ήμουν παιδί. Αυτή η παιδικότητα με οδήγησε να αγοράσει μια αγροικία μέσα στις ελιές στην Μάνη για να κάνω παλαβά πράγματα. Να είμαι ξυπόλητη, να τρέχω κάτω από τα δέντρα, να σκαλίζω, να μαζεύω ελιές. Δεν εγκατέλειψα ποτέ την αγροτική ζωή που αγάπησα.

Η φύση είναι διάλογος. Περπατάς και βλέπεις κάτω ένα τριζόνι. Θα το πατήσεις; Όχι. Θα του μιλήσεις. Το καλοκαίρι έρχονται μέλισσες και πολλές φορές διψάνε γιατί δεν τους φτάνει το νερό στο μελίσσι. Τους βάζω ένα ταψί με νερό και πέτρα για να ακουμπούν και να πίνουν αλλιώς πνίγονται. Οι μέλισσες με γνωρίζουν. Τους χαϊδεύω την πλάτη με το δάχτυλο μου. Ξέρεις τι βελουδάκια που είναι, ξέρεις τι νοημοσύνη έχουν;

Χωρίς την επαφή με τη φύση είμαστε ανάπηροι, δεν είμαστε ολοκληρωμένοι άνθρωποι. Όχι ότι εγώ είμαι ολοκληρωμένη αλλά έχω ακόμη καιρό να μεγαλώσω.

Έγραψα τις μνήμες μου στο βιβλίο και το αφιερώνω στα παιδιά του πολέμου. Πρέπει να καταλάβουμε όλοι ότι δεν είναι αστείο να μεγαλώνει ένα παιδί μετά από έναν κατατρεγμό, έναν πόλεμο. Πρέπει να ευαισθητοποιηθούμε όλοι απέναντι στα παιδιά που σήμερα είναι ασυνόδευτα.

Στα σχολεία υπάρχουν παιδιά. Δεν υπάρχουν παιδιά άσπρα, κίτρινα, μαύρα, γαλάζια. Υπάρχουν παιδιά κι αυτό πρέπει να μας ενδιαφέρει. Άλλωστε όσοι έχουν την ελληνική παιδεία είναι Έλληνες. Να δες αυτό το παιδί, τον Αντετοκούνμπο. Αν όλα τα παιδιά αυτά που βρίσκονται στα σχολειά μας γίνουν Ελληνες, σωθήκαμε.

Απ’ την κορφή του χρόνου, μουσικοθεατρικό αναλόγιο με την Μαρίζα Κωχ και τη Νένα Βενετσάνου. Κάθε Σάββατο, στις 20:30 στο Trii Art Hub (Δράκου 9, Κουκάκι).
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.