Η Μαριάννα Καβαλλιεράτου είναι μια πολύ ταλαντούχα σύγχρονη χορεύτρια και χορογράφος. Η συνεργασία της, εδώ και είκοσι χρόνια, με τον Μπομπ Ουίλσον, ενός από τους σημαντικότερους σε παγκόσμιο επίπεδο θεατρικούς σκηνοθέτες, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Άλλωστε και η παράσταση της recalculate που θα παρουσιαστεί τις προσεχείς μέρες στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών βασίζεται πάνω σε μια πρόταση του μεγάλου σκηνοθέτη. Την συναντήσαμε σε ένα διάλειμμα από τις πρόβες όπου μας μίλησε για την πορεία της, την εμπειρία της στο περίφημο Watermill και τις σκέψεις της πάνω στο σύγχρονο χορό.
Φαντάζομαι ότι ξεκίνησες το χορό από μικρή ηλικία. Είχες ποτέ αυτό το στερεοτυπικό όνειρο της μπαλαρίνας με τα τουτού και τις πουέντ; Ξεκίνησα όντως με μπαλέτο στα επτά μου και είχα μια πολύ γερή κλασσική παιδεία. Μετά, γύρω στα δεκαπέντε μου, συνέχισα με σύγχρονο χορό. Ποτέ όμως δεν ήμουν η ροζ μπαλαρίνα. Κι έτσι οδηγήθηκα σε άλλες κατευθύνσεις
Προέρχεσαι από καλλιτεχνική οικογένεια (πατέρας ζωγράφος, μητέρα γλύπτρια, αδελφός εικαστικός). Μίλησέ μου γι αυτό. Προφανώς συνέτεινε στο να ακολουθήσεις κι εσύ μια καλλιτεχνική πορεία; Σίγουρα έπαιξε ρόλο αν και δεν νομίζω ότι είναι απόλυτο. Περισσότερη σημασία είχε το γεγονός ότι ήταν όλοι μέσα στη τέχνη, καθημερινά και χωρίς διάλειμμα και έτσι έγινε και σε μένα μια συνήθεια. Και νομίζω ότι δεν είναι τυχαίο ότι πάντα, ακόμα μέσα από το χορό, υπήρχε κάτι πολύ εικαστικό στις επιλογές μου. Ακόμα και στο είδος του χορού, έκανα πολύ Μάρθα Γκράχαμ για παράδειγμα από μικρή, και όλα ήταν πάντα πιο visual στο κεφάλι μου. Ακόμα και με τον Μπομπ Γουίλσον αργότερα.. Μπήκα κατευθείαν σε ένα εικαστικό θέαμα.
Πως προέκυψε η συνάντηση με τον Μπομπ Γουίλσον; Τον γνώρισα στη Νέα Υόρκη την εποχή που έκανα εκεί τις σπουδές μου πάνω στο χορό. Έψαχνα για δουλειά και μέσω μιας γνωστής μου, και χωρίς καλά- καλά να ξέρω ποιός είναι, τον γνώρισα. Εκείνος έψαχνε για βοηθό για ένα καλοκαιρινό workshop που θα έκανε με την ομάδα της Τρίσα Μπράουν. Ήταν το καλοκαίρι του ’92 και η δουλειά θα κρατούσε για τρεις εβδομάδας, σε μια τοποθεσία έξω από τη Νέα Υόρκη, στο Λονγκ Άϊλαντ, σε ένα παλιό και τελείως εγκαταλειμμένο κτίριο που μόλις είχε αγοράσει. Στην αρχή ως βοηθός του έκανα τα πάντα. Κι όταν λέω τα πάντα εννοώ τα πάντα εκτός από χορό. Είχε πέσει πολλή αγγαρεία εκείνο το καλοκαίρι. Την επόμενη χρονιά βέβαια με ξανακάλεσε κι αυτή τη φορά συμμετείχα κανονικά στο σεμινάριο. Εκείνο το κτίριο είναι αυτό που σήμερα έχει εξελιχθεί στο περίφημο Watermill Center.
Τι είδους άνθρωπος είναι o Γουίλσον; Είναι καθόλου παρανοϊκός πάνω στη δουλειά; Όχι, καθόλου. Είναι πάρα πολύ σαφής, ακριβής και καθόλου παρανοϊκός. Ίσως επειδή είναι λίγο απόμακρος δημιουργεί εντυπώσεις ενός τέρατος. Απλά είναι πολύ απαιτητικός στη δουλειά του.
Τι έχεις αποκομίσει από αυτόν; Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που σου έχει μάθει; Με έχει διδάξει ότι δεν έχει διδάξει τίποτα. Θέλω να πω ότι δεν σου δείχνει κάποιο τρόπο. Πολλές φορές σου λέει αυτό που θέλει και πρέπει εσύ να βρεις τον τρόπο, χωρίς να σου κάνει καμία εξήγηση. Αυτό είναι κάτι που κάνει και στους ηθοποιούς. Κι εδώ κρύβεται και η μεγαλύτερη δυσκολία. Πώς θα βάλεις δηλαδή εσύ ζωή σε κάτι που φαίνεται πολύ στατικό, φορμαλιστικό και άψυχο, σε μια ιδέα! Μέσα από όλη αυτή τη φόρμα που έχει και τον περιορισμό που σου προξενεί ουσιαστικά, μετά από αυτό, έχεις τεράστια ελευθερία μέσα σε αυτό. Ακούγεται αντιφατικό αλλά λειτουργεί.
Η καλύτερή σου δουλειά μαζί του; Θυμάμαι διάφορες. Η πρώτη δουλειά ήταν μια τεράστια παραγωγή στη Σικελία σε έναν πανέμορφο χώρο σε μια παράσταση που ήταν βασισμένη πάνω σε κείμενα του Τ.Σ. Έλιοτ. Έπειτα θυμάμαι το 1994 στο θέατρο του Μπομπινί στο Παρίσι που κάναμε τη νουβέλα του Ντοστογέφσκι «Μια τρυφερή γυναίκα», όπου συμμετείχε και ο ίδιος ο Γουίλσον ως ηθοποιός. Θυμάμαι ότι αυτό ήταν πολύ ζόρικο. Να είμαι δηλαδή με αυτό τον τόσο σημαντικό άνθρωπο πάνω στη σκηνή. Έκανα κι άλλες πολλές αλλά δεν μπορώ να σου πω ποια ήταν η καλύτερη.
Δεν φοβάσαι μήπως αυτή η τόσο έντονη συνεργασία που έχεις μαζί του τελικά σε ευνουχίσει; Από την μια είναι πολύ καλό να συνεργάζεσαι με κάποιον τόσο μεγάλο και σπουδαίο γιατί μαθαίνεις πράγματα. Ταυτόχρονα όμως είναι όντως και πολύ περιοριστικό. Εμένα μου πήρε πολύ χρόνο μέχρι να καταφέρω να μπορέσω να μιλήσω με κάποιο δικό μου λεξιλόγιο.
Και πιστεύεις ότι τα έχεις καταφέρει; Πιστεύω ότι έχω πια περισσότερο θάρρος για να το δοκιμάσω, έστω κι αν καμιά φορά οι αναφορές μου γυρνάνε πάλι στον Γουίλσον. Δηλαδή, έχω περισσότερο συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ναι , όντως έχω επηρεαστεί από αυτόν. Άλλωστε, με έχει βοηθήσει πολύ στο πως οργανώνεις μια δουλειά, στην έρευνα που κάνεις πριν ξεκινήσεις κάτι καινούριο. Με έμαθε να κάνω πρώτα την εικόνα και μετά την κίνηση.
Μίλησέ μου για το Watermill. Τι είναι, τι ακριβώς γίνεται εκεί και ποιο είναι το κλίμα τα τελευταία χρόνια; Κάθε καλοκαίρι γίνεται μια συνάντηση εκεί, που κρατάει για πέντε εβδομάδες, με ανθρώπους που έχουν επιλεχθεί από όλο τον κόσμο, από όλες τις τέχνες ( χορευτές, ηθοποιοί, μουσικοί, εικαστικοί, αρχιτέκτονες, φωτιστές κλπ) και από όλες τις ηλικίες. Όλοι αυτοί λοιπόν δουλεύουμε πάνω σε μελλοντικές παραγωγές του Μπομπ Γουίλσον. Άλλωστε όλες του οι δουλειές γεννιούνται εκεί και προχωράνε, μέχρι ενός βαθμού, εκεί. Πρέπει να σου πω ότι οι αιτήσεις που λαμβάνει κάθε χρόνο από καλλιτέχνες που θέλουν να βρεθούν και να ζήσουν την εμπειρία του Watermill είναι πάρα πολλές. Στην ουσία αυτό που κάνει είναι ότι δίνει τη δυνατότητα σε ανθρώπους να δουλέψουν μαζί του πάνω σε πραγματικά πρότζεκτ, ασχέτως αν τελικά θα συνεργαστεί μαζί τους ή όχι και στις πραγματικές παραγωγές. Αυτό σημαίνει ότι όλοι μαθαίνουν πάρα πολλά πράγματα από όλη αυτή τη διαδικασία. Το σημαντικότερο όλων όμως είναι ότι φέρνει σε επαφή καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο. Αυτό γεννά πολλές φορές νέες ιδέες και μελλοντικές συνεργασίες μεταξύ αυτών των ανθρώπων. Και επειδή ακριβώς το Watermill είναι ένας χώρος κοινοβιακός ασχολούμαστε όλοι με το «σπίτι» μας.
Πόσοι μαζεύονται περίπου κάθε χρόνο; Γύρω στα εβδομήντα άτομα.
Το συλλογικό και οι συνεργίες που γεννιούνται εκεί είναι το επόμενο πράγμα; 100%! Η συνεργασία είναι τρομερή υπόθεση κι αυτό μας το έχει μάθει ο Γουίλσον. Ακούγεται περίεργο αλλά είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να εμπιστευθεί μια δουλειά ακόμα και σε ένα νέο παιδί δεκαεπτά ετών, αν δει κάτι σε αυτό. Οι συνεργασίες των ανθρώπων που προκύπτουν στο Watermill είναι το πιο σημαντικό από όλη την εμπειρία . Έτσι γνώρισα και κάποιους από τους συνεργάτες μου με τους οποίους θα παρουσιάσουμε την παράσταση recalculate στη Στέγη.
Πόσα χρόνια έζησες στη Νέα Υόρκη και ποιο είναι το πιο έντονο πράγμα που έχεις να θυμάσαι από αυτή την εποχή; Έζησα πέντε χρόνια συνεχόμενα και μετά για αρκετά χρόνια ήμουν σε ένα συνεχές πήγαινε-έλα. Αυτό που μου έμεινε είναι η ελευθερία που έχουν οι Νεοϋρκέζοι κι αυτό τον πολύ αυθόρμητο τρόπο. Ακόμα και τώρα το βρίσκω συναρπαστικό αυτό. Αυτή την άνεση που έχουν, που μπορείς να ξεκινήσεις ένα διάλογο που θα κρατήσει ένα τετράγωνο με έναν άγνωστο στο δρόμο, κατά τη διάρκεια του οποίου θα σου πει την ιστορία της ζωής του.
Συμβαίνουν πρωτοποριακά πράγματα εκεί όσον αφορά στο σύγχρονο χορό; Όχι, καμία σχέση. Η πρωτοπορία στο χορό σταμάτησε στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 70.
Που συμβαίνουν πρωτοποριακά πράγματα σήμερα; Η Ολλανδία και οι Βρυξέλλες για παράδειγμα έχουν να δείξουν απίστευτες δουλειές. Τώρα τελευταία μου αρέσουν πολύ οι Peeping Tom, μια ομάδα από το Βέλγιο που έδωσε παραστάσεις και στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Υπάρχει κάποια διεθνής τάση στον σύγχρονο χορό σήμερα; Κάτι που θα μπορούσε να καταγραφεί ως τάση είναι η διαπίστωση ότι οι κινήσεις στον σύγχρονο χορό γίνονται περισσότερο καθημερινές και σχεδόν καθόλου χορευτικές. Ίσως η τελευταία τάση στον χορό να είναι ο μη-χορός. Δηλαδή, το πως μπορείς να κινηθείς χωρίς να το χορέψεις. Οι κινήσεις γίνονται πιο ωμές και ξεκάθαρες.
Έχουν αλλάξει καθόλου τα πράγματα όσον αφορά στο σύγχρονο χορό στην Ελλάδα σήμερα ή έχουν μείνει στάσιμα; Συμβαίνει το εξής, ενώ υπάρχει αρκετό κοινό για τον διεθνή χορό στη χώρα μας, το ελληνικό κοινό δεν θα πάει εύκολα σε παράσταση έλληνα χορογράφου, ειδικά αν δεν είναι πολύ γνωστός. Ακόμα δεν τολμά τα κοινό να δει ελληνικό χορό.
Γιατί; Ίσως να έχουν στο μυαλό τους ότι είναι πιο δύσκολο θέαμα. Ότι είναι κάτι πολύ παράξενο και δυσνόητο.
Τι φταίει; Δεν έχουμε κουλτούρα πάνω σε αυτό; Δεν προωθείται καλά νομίζω. Δεν έχει μπει τόσο πολύ στις ζωές μας όπως το θέατρο. Η μέση ελληνική οικογένεια θα πήγαινε με μεγαλύτερη ευκολία σε ένα μιούζικαλ παρά σε μια παράσταση σύγχρονου χορού.
Δεν πιστεύεις όμως ότι υπήρξαν άνθρωποι που συνέβαλαν τουλάχιστον στο να διευρυνθεί το κοινό του χορού τα τελευταία χρόνια; Για παράδειγμα κάποιος θα μπορούσε να αναφέρει τον Δημήτρη Παπαϊωάννου οι παραστάσεις του οποίου έφεραν πολύ κόσμο στις αίθουσες ή τον Γιώργο Λούκο για την επιλογή του να βάλει αρκετό χορό στο Φεστιβάλ Αθηνών. Υπάρχει ακόμα και το Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας. Ναι, υπάρχει βελτίωση δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς. Υπάρχουν και πολλοί καλοί χορευτές και ομάδες που δουλεύουν πολύ σκληρά αλλά περισσότερο… βασανίζονται! Γενικά ο χορός είναι μια πολύ παρεξηγημένη τέχνη στη χώρα μας.
Μήπως δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον σύγχρονο χορό; Δεν χρειάζεται να προσπαθούμε συνεχώς να καταλάβουμε αυτό που βλέπουμε. Αρκεί μόνο η αίσθηση που μπορεί να σου δώσει μια παράσταση. Δεν χρειάζεται τόση ανάλυση και δεν χρειάζεται μονίμως να προσπαθούμε να κατανοήσουμε «τι θέλει να πει ο καλλιτέχνης», διότι μπορεί και να μην θέλει να πει τίποτα. Το θέμα είναι τι θα πει στον θεατή αυτό που θα παρακολουθήσει, θα ακούσει ή θα δει. Χρειάζεται μόνο να αισθανθούμε εκείνη τη στιγμή τη Τέχνη. Το ίδιο δεν ισχύει με όλες τις μορφές τέχνης!
Υπάρχει κάποια παράσταση που να σου έχει αλλάξει τη ζωή; Στα δεκάξι μου, στα τέλη της δεκαετίας του 80, όταν παρακολούθησα την Πίνα Μπάους στο Ηρώδειο στην Ιεροτελεστία της Άνοιξης και το Café Müller. Από τότε ήξερα ότι αυτό ήταν αυτό που ήθελα να κάνω στη ζωή μου.
Μίλησέ μου για την παράσταση recalculate που θα παρουσιάσεις σε λίγες μέρες στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Πως σου προέκυψε; Το καλοκαίρι του ’12, όταν βρέθηκα για άλλη μια φορά στο Watermill, με πλησίασε ο Μπομπ Ουίλσον και μου είπε έχω δέκα μέρες για να δουλέψω πάνω σε κάτι δικό μου. Με είχε βέβαια προϊδεάσει κάπως όταν, λίγο καιρό πριν πάω στη Νέα Υόρκη, μου είχε πει ότι θα ερχόταν και ένας μουσικός με τον οποίο θα ήταν πολύ καλό να συνεργαστούμε. Και όντως, με ένα πολύ μυστήριο και μαγικό τρόπο, είχαμε απόλυτη επαφή και συνεννόηση όταν πρωτοήρθαμε σε επαφή με τον Ντομ Μπουφάρντ (Dom Bouffard), έναν μουσικό που έχει συνεργαστεί με τον Ουίλσον αλλά με καλλιτέχνες όπως ο Λου Ρηντ, οι Cocorosie και οι Ρούφους και Μάρθα Γουέινραϊτ. Από εκεί λοιπόν ξεκίνησαν οι πρώτες σκέψεις και πειραματισμοί πάνω στην ιδέα του recalculate, της παράστασης που παρουσιάζουμε μαζί με την ομάδα Kloworks στη Στέγη.
Το θέμα της παράστασης, αν κρίνω από τον τίτλο, είναι ο επανα-υπολογισμός. Τι σημαίνει αυτό; Αυτή η λέξη μου έχει κολλήσει από το gps. Όταν κάνεις λάθος διαδρομή βγαίνει μια αντιπαθέστατη φωνή που επαναλαμβάνει συνεχώς «recalculate, recalculate..». Στην ουσία σημαίνει βρες τη πορεία σου, ή άλλαξε πορεία ή μηδένισε και ξεκίνα ξανά. Ο καθένας καλείται να δώσει τη δική του εξήγηση. Αν και πρόκειται για μια χορογραφία με πολύ συγκεκριμένη φόρμα είναι ταυτόχρονα πολύ ανοιχτή στην ερμηνεία.
INFO:
Μαριάννα Καβαλλιεράτου | klokworks recalculate
19-21 Οκτωβρίου 2013 21:00 Μικρή Σκηνή
Ιδέα: Μαριάννα Καβαλλιεράτου, Φωτεινή Τιμοθέου
Χορογραφία: Μαριάννα Καβαλλιεράτου, klokworks
Μουσική: Dom Bouffard
Σχεδιασμός φωτισμών: Ελευθερία Ντεκώ
Video art: Alessandro Giacalone
Κοστούμια, κατασκευές: Craig Green
Χορεύουν: Meg Harper, Καλλιόπη Σίμου, Θανάσης Ακοκκαλίδης, Μαριάννα Καβαλλιεράτου
Παραγωγή: Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών
Η παράσταση είναι αφιερωμένη στη Sue Jane Stoker.