«Θα είμαι εκεί». Με αυτό το τραγούδι-υπόσχεση ξεκινά το Μια Ανάσα Δρόμος, ο πρώτος προσωπικός δίσκος της ταλαντούχας Μαρίας Λατσίνου. Πράγματι, για την επόμενη ώρα ο ακροατής ταξιδεύει σε διαφορετικές πτυχές ενός ευρύτατου μουσικού φάσματος, με όχημα μια φωνή κι έναν ήχο-χαμαιλέοντα που συνεχώς αλλάζει και εξελίσσεται. Μια αίσθηση «αστικού» ροκ με στοιχεία που παραπέμπουν στα αυτοσχεδιαστικά μοτίβα της τζαζ, ποπ πινελιές κι έντονη θεατρικότητα, συνθέτοντας ένα πολύμορφο ηχητικό παζλ που υποστηρίζεται από μια σπουδαία φωνή. Άλλοτε δυναμική κι άλλοτε ευαίσθητη, παιχνιδιάρα κι αυτοσαρκαστική η Μαρία Λατσίνου ισορροπεί με μαεστρία ανάμεσα στην ερμηνευτική εσωστρέφεια και τις υψηλές εντάσεις, ενσαρκώνοντας ένα καθαρά προσωπικό και ιδιαίτερο στυλ που δε μοιάζει με κανένα άλλο στη σύγχρονη ελληνική σκηνή, ερμηνεύοντας τα κομμάτια του Χρήστου Αλεξόπουλου. Η παρουσίαση του δίσκου θα γίνει στις 28 Απριλίου στο θέατρο Πόρτα, όπου η Μαρία και οι μουσικοί της θα παίξουν τα κομμάτια του δισκου διανθισμένα με μουσικές εκπλήξεις. Μέχρι τότε, η ίδια μας περιγράφει την ενδιαφέρουσα πορεία της…
Πότε άρχισες να περιπλανιέσαι στον κόσμο της μουσικής και τι πορεία ακολούθησες; Στη μουσική είμαι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, πιάνο, θεωρητικά στην αρχή και αργότερα μαθήματα τραγουδιού. Παράλληλα με τις σπουδές προσπάθησα να μάθω διάφορα όργανα, κιθάρα, σαξόφωνο και συμμετείχα και σε σχήματα διαφορετικού ύφους. Ήμουν στη Λυρική, ασχολήθηκα με τζαζ σχήματα, με παραδοσιακά, χορωδίες και κάποια στιγμή συναντήθηκα με τον Χρήστο Αλεξόπουλο και την Αγγελική Δαρλάση, ήμουν οκτώ χρόνια μέλος των Live Project Band και τώρα πλέον που επανενωθήκαμε με το Χρήστο δισκογραφικά και φτιάξαμε το Μια Aνάσα Δρόμος. Ήταν δική του πρωτοβουλία, υπογράφει τους στίχους και τη μουσική.
Τι μουσική ακούμε στο δίσκο και τι καινούριο νομίζεις ότι τον συνεοδεύει; Σε όσους με έχουν ρωτήσει τί μουσική παίζουμε δεν ξέρω τι να πω, δεν μπορώ να βάλω ταμπέλα. Θα έλεγα ότι έχει στοιχεία ροκ, «ροκ χωρίς ηλεκτρικές κιθάρες», έχει ιδιαίτερη ενορχήστρωση, έχει πολλά θεατρικά στοιχεία. Θα το περιέργραφα μάλλον ως ελληνικό ποπ-ροκ, εναλλακτικό όμως με την έννοια ότι δεν μοιάζει τόσο με ότι έχουμε συνηθίσει από αυτά τα είδη. Όσον αφορά στη φωνή, μου αρέσει να πειραματίζομαι και να τραγουδάω διαφορετικά είδη, δεν έχω καταλήξει σε ένα είδος και δεν θα το ήθελα. Έχω όμως φωνητική ταυτότητα η οποία είναι το ότι μπορώ να ελίσσομαι και να αλλάζω ανάλογα με το ύφος του τραγουδιού, την ατμόσφαιρα. Οπότε η ταυτότητα είναι το ότι δεν υπάρχει ταμπέλα.
Το έντεχνο ας πούμε είναι μια ταμπέλα που περιλαμβάνει αρκετά πράγματα, από παραδοσιακά μέχρι πιο ποπ, ακόμα κι αυτούς που θεωρούνται μη «σουξεδιάρηδες» καλλιτέχνες. Αν στον πολύ κόσμο το έντεχνο φαντάζει έτσι, εμείς δεν ανήκουμε σε κάποια κατηγορία εντέχνου, κινούμαστε σε μια δική μας γραμμή. Νομίζω ότι μόνο αν το ακούσει κάποιος, καταλαβαίνει ότι δεν μοιάζει με κάτι αλλο. Είναι σίγουρα κάτι πρωτότυπο όσον αφορά στην αντιμετώπιση της μουσικής και του φωνητικού ύφους, το καινούριο στοιχείο μπορεί να είναι το ότι δεν έχει ταμπέλα και το ότι δεν έγινε με το άγχος της επιτυχίας να ακουστεί στα ραδιόφωνα. Είναι φρέσκος ήχος χωρίς κατεύθυνση, είναι αυτό που είναι.
Ποια ήταν η διαδικασία δημιουργίας των κομματιών; Συνήθως δεν έχεις κάτι από πριν στο μυαλό σου, αλλά σου φτιάχνουν μια ατμόσφαιρα η μουσική και οι στίχοι που σε κατευθύνουν και στη συνέχεια και η ενορχήστρωση. Ο ένας προσθέτει, ο άλλος αφαιρεί, βάζει το δικό του ύφος και βγαίνει μια συνολική δουλειά. Εγώ κατευθύνομαι πολύ από το θυμικό και από το αισθητικό του πράγματος, το εσωτερικό, το τι μου βγάζει το τραγούδι. Εκτός από τους μόνιμους συνεργάτες, (Χρήστος Αλεξόπουλος -πιάνο, Αντώνης Σταύρου -ακορντεόν, Γιώργος Λιάπης -μπάσο και Φοίβος Βαλαβάνης -ντραμς) προσφάτως εντάχθηκε στο σχήμα ο Γιώργος Ανδρουλάκης που παίζει κρητική λύρα με συμπαθητικές χορδές, ο οποίος διαμόρφωσε την ενορχηστρωτική μας κατεύθυνση από εδώ και πέρα.
Πως επιλέξατε τα κομμάτια του δίσκου; Όταν αποφασίσαμε να φτιάξουμε το δίσκο, διαλέξαμε ανάμεσα σε νέα αλλά και ήδη δισκογραφημένα κομμάτια και ξεκινήσαμε να τα παίζουμε στις συναυλίες. Εκεί έγινε ένα πρώτο ξεσκαρτάρισμα, είδαμε τι δουλεύει ενορχηστρωτικά, τι πηγαίνει σε εμένα και τι κάνει γκελ στον κόσμο. Είναι αλήθεια ότι όταν ένα κομμάτι το γουστάρεις, το αποδίδεις καλύτερα και έτσι περνάει περισσότερο στον κόσμο. Όλα τα κομμάτια είναι αγαπημένα μου αλλά έχω κάποια φετίχ μέσα στο δίσκο, όπως το “Ο χρόνος μου τελειώνει” ή το “Θα μάγευμα λουλούδια” το οποίο το θεωρώ πολύ ποιητικό, ενώ το “Μια ανάσα δρόμος” προέκυψε από έναν αναπνευστικό αυτοσχεδιασμό πάνω σε μια πιανιστική ιδέα. Γενικά μου αρέσει το στοιχείο της αναπνοής στην ερμηνεία, θεωρώ ότι είναι πολύ φυσικό και άμεσο και το χρησιμοποιώ τόσο μέσα στο δίσκο όσο και στις συναυλίες.
Πώς είναι το μουσικό έδαφος για τους νέους καλλιτέχνες; Πάντα θεωρούσα ότι υπάρχει χώρος για νέες προτάσεις, ανεξάρτητα από το αν το κοινό που τις ακολουθεί είναι μικρό ή μεγάλο. Υπάρχουν πολλά νέα παιδιά που παίζουν πάρα πολύ καλή μουσική, έχουν ιδέες, έχουν όρεξη για δουλειά, ίσως και λόγω της εποχής. Νομίζω ότι και εμείς δεν ήταν τυχαίο που κάναμε το δίσκο σε αυτή την περίοδο. Φτάνει μια στιγμή που συνειδητοποιείς ότι δεν έχει νόημα να αναμοχλεύεις όλη αυτή τη μιζέρια που σε περιτριγυρίζει, οπότε θέλεις να δημιουργήσεις. Γενικά θεωρώ ότι είναι εποχή δημιουργίας.
Η παρουσίαση του δίσκου θα γίνει την Τρίτη 28 Απριλίου στο θέατρο Πόρτα (Μεσογέιων 59, 21.15, είσοδος 10 € με προπώληση στο Viva), στο πλαίσιο του φεστιβάλ Τρίτες Παράλληλες.
Το Μια Ανάσα Δρόμος κυκλοφορεί από την Puzzlemusik.