«Αδυναμία, το όνομά σου είναι γυναίκα…» είναι τα διάσημα λόγια που έβαλε ο Σαίξπηρ στα χείλη του Άμλετ. «Το όνομά σου ήταν κουράγιο μα σε φωνάζαν Όλγα» τραγούδησε ο Έζρα Πάουντ για τη δεύτερη γυναίκα του Olga Rudge. «Μη σκέφτεσαι τίποτα. Μη σε νοιάζει τίποτα. Έχεις την αδερφή σου εσύ. Έχεις εμένα. Έχεις την Αντριάνα», ψελλίζει ανάμεσα σε ποταμούς δακρύων η ηρωίδα του μονόπρακτου μονολόγου «Αντριάνα» του Θανάση Παπαγεωργίου που παίζεται στο θέατρο Αλκμήνη στα Πετράλωνα κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21.30 σε σκηνοθεσία Κυριάκου Χατζημιχαηλίδη.
Το έργο αγγίζει ένα βαθύ τραύμα, από τα πολλά της ελληνικής οικογένειας, την εύθραυστη ισορροπία του μεσαίου παιδιού που δεν είναι ούτε «πρωτότοκο» ούτε «στερνοπούλι» και ταλαντεύεται στο σεισμογενές κέντρο όπου στριφογυρίζουν σαν σε δίνη όλα τα συναισθήματα, όλες οι αποχρώσεις τους, από την αγάπη ως το φθόνο, και μέσα στο στροβίλισμά τους, σφίγγουν, πνίγουν και πληγώνουν την τρυφερή καρδιά της Αντριάνας που σαν ένας σύγχρονος στρουμπουλός Δον Κιχώτης έχει μπροστά της αντί για ανεμόμυλους βουνά από ασιδέρωτα τραπεζομάντιλα.
Μια δουλίτσα για την επιβίωση, ραγισμένες αναμνήσεις, ένας πήλινος εγωισμός, λίγο κόμπλεξ ανωτερότητας για το τι είναι ηθικό και νόμιμο, μια ανεξέλεγκτη φαντασία και απέραντες ώρες αγκαλιά με το τηλέφωνο, ένας λώρος που να σε συνδέει με την κόλαση, δηλαδή τους άλλους ανθρώπους.
Για να θυμηθούμε πώς περιγράφει στους Πλατωνικούς Μύθους ο Αλκιβιάδης τον Σωκράτη που δε φημιζόταν για την εξωτερική του εμφάνιση: «Στο εσωτερικό του όμως, αν τον ανοίξουμε, πόσο πλούτο σωφροσύνης πιστεύετε, φίλοι συμπότες, ότι έχει συσσωρεύσει; Πιστέψτε με, δε δίνει καμιά σημασία στο αν κάποιος είναι ωραίος, αλλά αδιαφορεί γι’ αυτό σε τέτοιο βαθμό, που κανένας δε θα το πίστευε· το ίδιο, κι αν κάποιος είναι πλούσιος ή αν έχει κάποιο άλλο χάρισμα, απ’ αυτά για τα οποία ο κοσμάκης καλοτυχίζει· γιατί θεωρεί ότι όλ’ αυτά τα προσόντα δεν αξίζουν τίποτε κι ότι εμείς είμαστε ένα τίποτε —ναι, σας λέω— και περνά όλη τη ζωή του προσποιούμενος τον ανήξερο και περιπαίζοντας τον κόσμο. Δε γνωρίζω όμως αν κανείς έχει δει τα αγάλματα που κρύβει μέσα του, όταν ανοιχτεί, στις ώρες που σοβαρεύεται· αλλά εγώ τ’ αντίκρισα κάποτε, πάει καιρός, και μου φάνταξαν τόσο θεϊκά και μαλαματένια και πεντάμορφα και εντυπωσιακά, ώστε κοντολογίς να νιώθω καθήκον να εκτελώ κάθε εντολή του.»
Αλησμόνητη γυναίκα κρεμασμένη στο τηλέφωνο στο έργο του Σέρτζι Μπελμπέλ «Μια στιγμή πριν», το 2004 σε σκηνοθεσία Γιάννη Αναστασάκη, αλησμόνητη Ντίνα στο έργο των Ρέππα-Παπαθανασίου «Αττική Οδός» το 2009, η Μαρία Αντουλινάκη, γνωστή από την τηλεόραση και από ωραίες συμμετοχές σε μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες σημαντικών σκηνοθετών (Δαμιανός, Μπουλμέτης, Τζουμέρκας, Καπάκας, Ευαγγελάκου, Μαλέα κ.ά.), είναι μια ηθοποιός που κάθεται ήσυχη στη γωνιά της με το σκυλάκι της και το ποδήλατό της και θησαυρίζει όπως η στέρνα του Γιώργου Σεφέρη πόνο, πίστη και θάρρος. Ο ζωγράφος Πέρης Ιερεμιάδης έλεγε γι’ αυτήν ότι το κεφάλι της είναι πιστό αντίγραφο των πήλινων αγαλμάτων των αρχαίων «κωμαστών» (ηθοποιών). Η σχέση της με το θέατρο είναι καρμική, της καρφώθηκε στην εφηβεία και στο πείσμα των συνθηκών κατάφερε να γίνει ηθοποιός γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Μεσαίο παιδί και η ίδια, ήρθε η ώρα να ενσαρκώσει τον αντίστοιχο ρόλο. Ρίχνει στρογγυλά τις λέξεις, δουλεύει σαν κέντημα τις εκφράσεις του προσώπου, κατεβάζει στρογγυλά τα δάκρυα, επιβεβαιώνει με την ερμηνεία της τα λόγια του δασκάλου της στη σχολή Κώστα Γεωργουσόπουλου στην κριτική του για την παράσταση «Αττική Οδός» παλιότερα: «Εγεννήθη καρατερίστα ολκής.»
Είναι ν’ απορεί κανείς πόσα πηγαία ταλέντα κυκλοφορούν σ’ αυτή τη χώρα τη δική μας, πόσες αγάπες ανομολόγητες και ομολογημένες για το γράψιμο, το τραγούδι, τη ζωγραφική, την ηθοποιία, τη μουσική. Κάθε μέρα τρέχουν στις σχολές, επιλέγουν πρότυπα, συγκρούονται με οικογένειες και εργοδότες, σηκώνουν μπαϊράκια, καταπίνουν πίκρες, απομαγεύονται, συνεπαίρνονται. Ψιθυρίζεται τελευταία στα διαπλανητικά κουτσομπολιά ότι η πόλη μας ύστερα από πέντε χρόνια κρίσης είναι η πιο ενδιαφέρουσα πρωτεύουσα του κόσμου όσον αφορά τα πολιτιστικά. Διακηρύσσεται από επίσημα χείλη αυτό που ήδη έχει επιτευχθεί από ανεπίσημα χέρια πόδια μάτια και ψυχές: η αυτοανάπτυξη του πολιτισμού. Βάζουν όλοι το πετραδάκι τους σε μια βουερή ατμόσφαιρα, ένα καλλιτεχνικό μελίσσι στα στενά του Κεραμεικού, στις ανηφοριές της Κυψέλης, στο Νέο Κόσμο, στον Πειραιά. Ο πολιτισμός πάει να γίνει είδος πρώτης ανάγκης για τις νεότερες γενιές.
Πολιτισμός είναι το σκάψιμο στα βαθιά του εαυτού. Ίσως αυτό να είναι και το πιο απαραίτητο συστατικό της δημιουργίας. Μαρία, τα κατάφερες σ’ αυτό, κοίτα τώρα να δούμε πώς θα τα καταφέρεις και με τα υπόλοιπα! Άλλωστε εσύ η ίδια απάντησες στη συνέντευξή σου στο artic.gr στην ερώτηση «Τι είναι αυτό που θα θέλατε να ξυπνήσει στο κοινό η ιστορία της Αντριάνας;»: «Θα ήθελα η ιστορία της Αντριάνας να αφυπνίσει το κοινό και να θυμίσει στον καθένα από εμάς πως είμαστε οι επιλογές μας και πως πρέπει να παλεύουμε και να διεκδικούμε τη ζωή, παραμερίζοντας συμβατικούς κανόνες που μας έμαθαν να υπηρετούμε, όχι για να διατηρείται η ισορροπία της κοινωνίας αλλά για να ακολουθείται ένα πρωτόκολλο συμβατό με την πραγματικότητα και τις ανάγκες μας. Η Αντριάνα για μένα μιλάει όχι για το δικαίωμα αλλά για την υποχρέωση του καθενός μας στη ΖΩΗ.»