Είναι πάντοτε μεγάλη χαρά να μιλά κανείς μαζί σας. Έχουμε κάνει αρκετές συνεντεύξεις μαζί, και πάντοτε είχα κάτι να μάθω. Ευχαριστώ. Πάει κάποιος καιρός από την τελευταία φορά που μιλούσαμε. Περνάει γρήγορα ο χρόνος. Όμως είμαι ακόμα εδώ!
Ας αρχίσουμε λοιπόν από την αρχή. Πώς μπήκε στη ζωή σας η μουσική; Α, έτσι είναι οι άνθρωποι! Αγαπάμε κάτι, έχουμε την προδιάθεση για κάποιο πράγμα, ορισμένοι έχουν κλίση στη ζωγραφική, άλλοι στη λογοτεχνία, εγώ ήμουν ευαίσθητος στη μουσική. Δεν ξέρω αν γεννήθηκα μουσικός ή αν έγινα. Νομίζω όμως ότι μάλλον γεννήθηκα έτσι, γιατί πάντοτε αυτό αγαπούσα, και το αγαπώ πάντα.
Και ξεκινήσατε αρκετά μικρός, απ’ ότι ξέρω. Από τη χορωδία. Οι γονείς με πήγαιναν στην εκκλησία, κι εκεί καταλάβαμε πως αντί να με ενδιαφέρει το ποδόσφαιρο, με ενδιέφερε η χορωδία, η φωνή, όπως κι αργότερα, στους ναούς, και γενικά σε μέρη που είναι προορισμένα για τον ήχο και για την πνευματικότητα. Αν μπεις σε τέτοιο μέρος και δεις πως αυτό είναι που σου αρέσει, ε, τότε καταλαβαίνεις πως ακόμη και αν δεν το κάνεις επάγγελμα, είναι σίγουρο πως θα γίνεις, το λιγότερο, φανατικός μουσικόφιλος. Το λιγότερο!
Στην πρώτη μας συνέντευξη, πριν από πολλά χρόνια, μου είχατε επισημάνει πως εμείς οι Ευρωπαίοι μιλάμε για αφρικανική μουσική, που είναι κάτι που δεν υπάρχει, γιατί υπάρχουν πολλές διαφορετικές μουσικές στην Αφρική. Μα ναι. Η Αφρική είναι ήπειρος, δεν είναι χώρα. Όπως η Ευρώπη. Ας πούμε, ένας Ιταλός δεν έχει καμία σχέση με ένα Ρώσο, κι ένας Ρώσος δεν έχει καμία σχέση με έναν Ισπανό, εκτός του ότι είναι λευκοί! Κι εγώ, αντίστοιχα, δεν έχω σχεδόν καμία σχέση με ένα Σενεγαλέζο, γιατί η Σενεγάλη είναι πολύ μακριά από εμάς. Απλώς είμαστε μαύροι, και μοιραζόμαστε ο καθένας ένα κομμάτι αυτής της ηπείρου. Με τις ιδιαιτερότητές μας. Δεν τσιγκουνεύτηκε ο θεούλης, βλέπετε, έχει πρωτοτυπήσει παντού!
Η δική σας αφρικανική μουσική λοιπόν, αυτή που εσείς παίζετε, ποια είναι; Λοιπόν, δεν ξέρω αν παίζω αφρικανική μουσική. Παίζω τη δική μου μουσική! Και νομίζω πως είναι αρκετά προσωπική. Νομίζω πως ο Duke Ellington δεν είναι Paul Bley, δεν είναι Louis Armstrong, δεν είναι Coltrane, ο καθένας κάνει κάτι δικό του. Ακούει ο ένας τον άλλο, εμπνέεται ο ένας από τον άλλο, γιατί αυτό είναι η μουσική: κάτι που το μοιραζόμαστε. Μαθαίνουμε από τον ένα και τον άλλο και συγκρατούμε κάτι, και μετά προσπαθούμε να φτιάξουμε τη δική μας μαγιονέζα! Άλλη έχει πολλά μπαχαρικά, άλλη πολλή μουστάρδα, κάποια είναι πολύ αλατισμένη…
Είναι αλήθεια πως έχετε κάνει πολύ διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα. Από μουσική για ταινίες μέχρι χορευτική μουσική… Νομίζω πως όταν είναι κανείς μουσικός, το πρωταρχικό είναι η περιέργεια. Πρέπει να είναι περίεργος. Είναι σαφές πως η κινηματογραφική μουσική δεν είναι όπως η χορευτική, και κυρίως δεν είναι δική σου ιδέα, είναι η ιδέα ενός σκηνοθέτη, κι εσύ προσπαθείς να την «παντρευτείς». Βρίσκεσαι ανάμεσα στους διαλόγους και τους ήχους. Η καλύτερη μουσική για μια ταινία είναι αυτή που δεν την ακούμε, αλλά τη συγκρατούμε. Πρέπει να θρέφεις την ιδέα της ταινίας χωρίς να την ενοχλείς. Την ενσωματώνεις, αλλά η ιδέα είναι που μετράει.
Οι δίσκοι που είχατε κάνει στην αρχή της δεκαετίας του 70 ήταν επίσης διαφορετικοί… Ξέρετε, αυτοί ήταν δίσκοι ηχητικής επένδυσης. To Africadelic και το Africa Voodoo στην αρχή δεν ήταν δίσκοι για το εμπόριο, αλλά για το ραδιόφωνο και την επένδυση ταινιών. Όταν όμως κάνεις επιτυχία με ένα κομμάτι (σ.σ. το Soul Makossa) τότε όλοι οι παραγωγοί κυκλοφορούν ό,τι δικό σου έχουν στην κατοχή τους. Έτσι είναι το εμπόριο, οι μπίζνες! Και τελικώς είμαι χαρούμενος που κυκλοφόρησαν, γιατί τώρα έχω μια τελείως άλλη θεώρηση για αυτή τη μουσική.
Και μετά, τη δεκαετία του 80, κάνατε και δύο υπέροχους δίσκους με αφρικάνικες μελωδίες για πιάνο… Πόσος καιρός έχει περάσει από τότε! Ήταν το ’83! Είναι παλιά!
Και σχεδόν την ίδια εποχή κάνατε τους δύο δίσκους με τον Sly Dunbar και τον Robbie Shakespeare. Ναι, δεν έχουν καμιά σχέση με τους άλλους! Ήμουν στη Τζαμάικα τότε. Ήταν μια ιδέα του παραγωγού να παίξουμε μαζί. Γενικά, γίνονται και πράγματα που προτείνουν οι παραγωγοί, κι άλλα που είναι δικές μας ιδέες. Πριν από αυτό, είχα παίξει και με πορτορικάνους, με τους Fania All Stars, αλλά και με τον Herbie Hancock. Χάρηκα πάντως που πήγα στη Τζαμάικα, για να δω τα πράγματα στην πηγή τους. Είναι πάντοτε μεγάλη τύχη να μπορείς να παίξεις με τους δημιουργούς, παρά με αυτούς που εμπνέονται από τους δημιουργούς. Δεν ήταν βέβαια ακριβώς ρέγκε αυτό που κάναμε μαζί. Ήταν ένα μίγμα.
Έχετε κάνει αρκετά τέτοια «μίγματα». Θυμάμαι κι ένα αργότερα με τον Κουβανό Eliades Ochoa. Το Cubafrica είναι ένας από τους αγαπημένους μου δίσκους. Ήταν μια συνάντηση που την ονειρευόμουν πολύ καιρό. Ενόχλησα πολύ κόσμο, κράτησα τους μουσικούς στο Παρίσι δέκα μέρες περισσότερο απ’ όσο προβλεπόταν. Ήμουν τυχερός όμως, γιατί είναι ωραίος δίσκος.
Αυτή τη φορά έρχεστε στην Αθήνα στα πλαίσια του εορτασμού για τα ογδόντα σας χρόνια. Και λίγο παραπάνω… Ναι, είμαι 81!
Και τι θα μας παίξετε αυτή τη φορά; Θα παίξω υποχρεωτικά και πράγματα που τα ξέρει ο κόσμος. Αλλά θα παίξω και άλλα που δεν τα ξέρει. Μια συναυλία έχει πάντοτε και πράγματα που ο κόσμος τα περιμένει, γιατί τα έχει ακούσει κάπου. Ανακαλύπτει, όμως, κι άλλα από σένα που δεν τα ξέρει.
Και τι είναι αυτό που θα δείξετε στο ελληνικό κοινό από τη μουσική σας που ίσως να μην το ξέρει, και θα το ανακαλύψει αυτή τη φορά; Μα αν το πω από πριν, πώς θα το μάθουν στη συναυλία; Η μουσική, όπως ξέρετε, ακούγεται, δεν περιγράφεται! Και ήδη το γεγονός πως ξαναβρισκόμαστε, παρόλα τα χρόνια που περνάνε, για εμάς είναι μεγάλη ευχαρίστηση και τιμή. Το κοινό μας αγαπάει στη χώρα σας. Ερχόμαστε στην Ελλάδα τουλάχιστον μια φορά κάθε δυο χρόνια, από το 1974. Υπήρχε ακόμα ο Ωνάσης τότε! Γνωρίζω και αρκετούς Έλληνες. Στο Καμερούν υπήρχαν πολλοί. Ο πρώτος φαρμακοποιός εκεί ήταν Έλληνας, ονόματι Περσίδης!
Info:
Manu Dibango | 80th Birthday Anniversary
Σάββατο 21 Μαρτίου
Gazarte, Βουτάδων 32-34, Γκάζι
Ώρα έναρξης: 22.00
Τιμές εισιτηρίων:
Προπώληση: A ζώνη: 45€ | Β ζώνη: 35€ | Όρθιοι 20€
Ταμείο: A ζώνη: 48€ | Β ζώνη: 38€ | Όρθιοι 23€