Του έμεναν οκτώ χρόνια για να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα. Είχε ένα σκυλί που δεν ήταν δικό του, έναν συγκάτοικο που τον αγαπούσε περισσότερο κι απ’ την σκιά του, ένα γυαλί ηλίου που είχε φύγει από τον Καναδά, είχε πάει στην Κύπρο και τελικά κάπως κατέληξε μαζί του. Είχε κάμποσες ουλές στο σώμα μονάχα για να τους γελάει, έναν γάτο δικό του σε μια άλλη χώρα που έκοβε τα ράμματά του, κάτι πλαστικά μπουκάλια που του έπαιρναν τα μέτρα κάθε πρωί κι ένα ζευγάρι παπούτσια που εδώ κι έναν χρόνο του είχαν σακατέψει τα πόδια. Είχε κλειδιά για ένα βιβλιοπωλείο κι ένα μπαρ που δεν είχε δώσει μία για να τα αποκτήσει αλλά υπέγραφε τα πάντα για αυτά. Δεν είχε κοντά στα τέσσερα κατοστάρικα που χρώσταγε για το ρεύμα, ούτε για δυο νοίκια με το ίδιο νούμερο. Μια πανδημία θέριζε τον κόσμο κι εκείνος δεν έδινε δεκάρα. Κάθε πρωί με το που σηκωνόταν, τραγούδαγε ένα σκυλάδικο, ένα βαρύ λαϊκό, μια γκαραζιά, κι ένα άλλο κομμάτι που έβγαζε το μυαλό του από την διαδρομή κρεβάτι – τουαλέτα, δεκαπέντε βήματα ταλαιπωρίας δρόμος.
Ο συγκάτοικος καθόταν στην κουζίνα:
-Πόσες μέρες είμαστε μέσα ρε φίλε;
-Δεκαπέντε, ψηλέ μου.
-Ναι, ε; Ούτε για δυο μέρες δεν μου φαίνεται. Είμαστε τόσες; Είσαι σίγουρος;
-Πήγαινε να κατουρήσεις αγάπη μου.
-Σωστά, είμαι συγκινημένος. Από κορονοϊο πως πάμε σήμερα;
-Σαράντα τρεις νεκροί, κρούσματα δεν θυμάμαι…
-Εσύ ρε, εσύ πως πας από κορονοϊο;
-Το μεσημέρι με πιάνει συνήθως.
-Σκύλο πότε πήραμε;
-Ρε ψηλέ, τράβα να κατουρήσεις.
-Σωστά.
Είχε δεκαπέντε μέρες να βγει απ’ το σπίτι. Κατούραγε καθιστός πια, έπλενε το πουλί του επιμελώς διότι φοβόταν μην κολλήσει κορονοϊό – το πουλί του, όχι αυτός – και σήμερα έπρεπε να βγει, να πάει κέντρο, κάτι παραγγελίες στο ταχυδρομείο, από το βιβλιοπωλείο που δεν ήταν δικό του. Να τσεκάρει το μπαρ που δεν ήταν δικό του, αλλά πάνω απ’ όλα να φορέσει πλαστικά γάντια στα χέρια, που ήταν δικά του. Είχε να βάλει πλαστικό πάνω του πάνω από είκοσι χρόνια, το σιχαινόταν. Έκανε καφέ, είδε όλες τις μαλακίες που κυκλοφορούσαν στα σόσιαλ μήντια ακούγοντας κάτι νέες κυκλοφορίες από τις δισκογραφικές που του έστελναν στο μέηλ και οι περισσότερες ήταν σαν τις μαλακίες των σόσιαλ μήντια.
Έστειλε μήνυμα στην Αλίκη ρωτώντας την για το τι θα έτρωγαν το μεσημέρι. Η Αλίκη απάντησε ότι θα έφτιαχνε σουτζουκάκια χωρίς να ξέρει ότι είχε σκοπό να την επισκεφθεί. Ο συγκάτοικος έβγαλε τις παντόφλες στην εξώπορτα για να φορέσει τα παπούτσια, ο σκύλος κούνησε την ουρά του κι εκείνος κοιτώντας την λεωφόρο που του νιαούριζε εδώ και κάμποσο καιρό, μονολόγησε:
«Αν αυτό είναι καθολικός περιορισμός, εγώ είμαι τραβεστί παπάς σε τούρκικη σειρά της δεκαετίας του ’80.»
Η πλατεία ήταν άδεια, μόνο οι γραφικοί περιπλανώμενοι που δεν χρειάζονταν μήνυμα στο κινητό για να κυκλοφορήσουν ήταν εκεί. Περιφέρονταν, όλοι περιφέρονταν, είχε δεν είχε πανδημία όλοι μια περιφορά με ένα κινητό στο χέρι ήταν, με έναν καφέ κι ένα κλειδαμπαρωμένο γέλιο. Τα πάντα ήταν κλειδαμπαρωμένα σε αυτή τη ζωή.
Αναρωτήθηκε αν θα έβρισκε κάποιον νεκρό στο υπόγειο. Ξεκλείδωσε, κατέβηκε τις σκάλες και βρήκε κάτι κατσαρίδες κι έναν τύπο που έγραφε. Ο τύπος που έγραφε ήταν ο συνέταιρός του. Ευτυχώς ήταν ακόμα ζωντανός. Οι κατσαρίδες θα έκαναν τη δουλειά τους κι εκατομμύρια χρόνια μετά. Ο συνέταιρος τον είδε και του είπε:
-Θα κλείσουμε, τελειώσαμε.
-Χαλάρωσε.
-Γαμήθηκαν όλα. Δεν έχουμε να πληρώσουμε τίποτα πια.
-Θα την βρούμε την άκρη. Είμαστε ζωντανοί. Θα την βρούμε την άκρη.
-Ρε, καταλαβαίνεις ότι δεν έχουμε να πληρώσουμε τίποτα πια;
-Ε, δεν θα πληρώσουμε.
-Χρωστάμε τρία νοίκια.
-Ε, και;
-Θα μας πετάξει έξω ο άλλος.
-Έχουμε πανδημία και τώρα ξεκινάει.
-Τι, τώρα ξεκινάει ρε μαλάκα, είμαστε δεκαπέντε μέρες κλειστά.
-Αυτές τις δεκαπέντε μέρες τελικά, δεν θα τις χωνέψω.
-Τι λες, ρε;
-Τίποτα, σου είπα ότι έχω σκύλο;
-Ρε, τράβα τις παραγγελίες… αδυνάτισες κι άλλο;
-Πάω να κόψω τιμολόγια.
-Παίρνω τον λογιστή.
-Είδες που φόρεσα γάντια; Σαν αθάνατος χειρούργος αισθάνομαι.
-Από λεφτά πως πας;
-Σου λέω πως αισθάνομαι σαν αθάνατος χειρούργος κι εσύ μου μιλάς για λεφτά;
-Φύγε, πήγαινε να κόψεις τιμολόγια, φύγε.
-Ποτέ δεν θα κάνουμε μια σοβαρή κουβέντα οι δυο μας.
-Φύγε ρε μαλάκα, σου λέω.
-Καλά, πάντως να ξέρεις, έχουμε κατσαρίδες.
Έκοψε τα τιμολόγια, μάζεψε τα βιβλία που έπρεπε να στείλει, κοίταξε το βιβλιοπωλείο, κοίταξε την πλατεία, κοίταξε το μπυράδικο, κοίταξε το άγαλμα στο κέντρο της πλατείας και αποφάσισε πως είχε δίκιο όταν σκεφτόταν συνέχεια πως όλα αυτά έπρεπε κάποια στιγμή να ανατιναχτούν. Όταν τα πάντα ισοπεδώνονται, κανένας δεν ξέρει τι να κάνει. Το είχε δει, το έβλεπε, άλλα οκτώ χρόνια του έμεναν και του άρεσε όλη αυτή πανδημία. Υπήρχε μια ελπίδα, μια πρόκληση, δεν τα πίστευε τα τελευταία, δεν υπήρχαν στο κεφάλι του, απλά παραμυθιαζόταν καμιά φορά για να μπορεί να προχωράει. Το ανθρώπινο είδος είχε κυριαρχήσει παντού. Ότι κι αν γινόταν δεν υπήρχε ελπίδα.
Ήθελε να φύγει, να πάει τα βιβλία στο ταχυδρομείο, να πιει μια μπύρα, ένα κρασί, ένα οτιδήποτε και να φάει τα σουτζουκάκια της Αλίκης.
Αποχαιρέτησε τον συνέταιρο, έκλεισε το μάτι σε τρεις κατσαρίδες, δεν έδωσε καμία σημασία στην πλατεία και στο γαμημένο άγαλμα, ξεμπέρδεψε με το ταχυδρομείο, πήρε μια μπύρα, έκατσε σε ένα παγκάκι φορώντας ένα σιχαμένο δεύτερο ζευγάρι πλαστικά γάντια, άνοιξε το κουτάκι και πήρε τηλέφωνο την Αλίκη:
-Αγάπη μου, θα φάμε σουτζουκάκια;
-Που είσαι ρε άσυλο;
-Μια ευθεία μακριά από το σπίτι σου. Να έρθω;
-Δεν ήταν πολύς ο κιμάς, οπότε έκανα μακαρόνια με κιμά.
-Όπου και να πάω τα μακαρόνια με κιμά με πληγώνουν.
-Θα ‘ρθεις;
-Ανεβαίνω την ευθεία.
Οι πάντες κοίταγαν τους πάντες έχοντας έναν φόνο στο μυαλό τους. Μια πανδημία δεν θα διόρθωνε τα πράγματα. Τίποτα δεν θα διόρθωνε τα πράγματα. Αυτός ο κόσμος είχε φτάσει εδώ και χρόνια στο τέλος του και όλοι ελπίζανε για τα λάθος πράγματα, στους λάθους ανθρώπους, τις λάθος λύσεις που δεν υπήρχαν. Κανένας δεν έβλεπε ότι τα πάντα είχαν τελειώσει. Σκέφτηκε πως μια ελπίδα για σουτζουκάκια είχε, και του γύρισε σε μακαρόνια με κιμά. Τα μακαρόνια έτσι κι αλλιώς ήταν το φαΐ των θεών και το πλαστικό η ζωή όλου αυτού του κόσμου. Πέταξε το κουτάκι της μπύρας σε έναν κάδο που δεν ήταν της ανακύκλωσης, χτύπησε το κουδούνι, άνοιξε την εξώπορτα, ευτυχώς δεν βρήκε κανέναν να περιμένει στο ασανσέρ, ανέβηκε πέντε ορόφους φορώντας το πολυταξιδεμένο του γυαλί και το κακοφορεμένο πλαστικό στα χέρια. Η Αλίκη τον περίμενε στα δυο μέτρα απόσταση με ένα ντετόλ στο χέρι σαν περίστροφο και το κινητό στο άλλο. Τον τραβούσε βίντεο, οι πάντες τραβούσαν βίντεο τους πάντες … μια γαμημένη πανδημία. Αυτόματα θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει να περάσει απ’ το μπαρ που ήταν κλειστό και δεν είχε βάλει ούτε μια από την τσέπη του. Η Αλίκη τον διέταξε να βγάλει παπούτσια, να αφήσει το δερμάτινο στην καρέκλα, να πετάξει την τσάντα του σε μια γωνιά και να τσακιστεί να πάει να πλύνει τα χέρια του επιμελώς για είκοσι δευτερόλεπτα. Του άρεσε όταν τον διέταζε η Αλίκη. Τα έκανε όλα αυτά επιμελώς και με την σειρά που του είπε.
-Έχω λυσσάξει απ’ την πείνα. Θα φάμε και μετά θα σου κάνω μανικιούρ.
-Τι μανικιούρ βρε Αλίκη μου, κάτσε να πιούμε κάτι πρώτα. Να τα πούμε, κοτζάμ πανδημία κάνει εκεί έξω.
– Άσε την πανδημία, που σε ένοιαξε και η πανδημία, δεν σε ξέρω τι κουμάσι είσαι, ρε άσυλο. Έχω μπύρα, αλλά είπα, θα φάμε και θα κάνουμε μανικιούρ… α, και φρύδια.
-Τι φρύδια, βρε Αλίκη, να τα αφήσεις ήσυχα τα φρύδια μου, είμαι περήφανος για αυτά.
-Σκατά είναι, θέλουν καθάρισμα.
-Ω, θεοί, φέρε τη μπύρα και το συζητάμε για τα φρύδια. Για το μανικιούρ δεν έχω αντίρρηση… εδώ που φτάσαμε…
-Όλα θα τα κάνεις!
«Άσυλο η φάση, Άσυλο», σκέφτηκε το Άσυλο και τσέκαρε τα νύχια του. «Ε, ένα μανικιούρ, το θέλουνε εδώ που τα λέμε», μουρμούρισε στον εαυτό του καθώς έπιανε και τα φρύδια του. «Όχι, αυτά δεν θέλουν τίποτα, τι να θέλουν, όλοι τρελοί είναι ρε πούστη μου», ξαναμουρμούρησε στον εαυτό του.
Η Αλίκη έφερε την μπύρα. Κάθισαν σε ενάμιση μέτρο απόσταση και μίλησαν για το τι έκανε ο καθένας κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Για τους απλήρωτους λογαριασμούς που θα έφερναν οι επόμενοι μήνες, για τον κόσμο που ήταν αδύναμος μπροστά στη μοναξιά, για τα σουπερμάρκετ που είχαν γίνει αρένες μάχης, για τις γαμημένες αδιάφορες μέρες του Πάσχα, για τον επόμενο μήνα και τον μεθεπόμενο, για όλα εκείνα που θα έρχονταν και δεν θα διέλυαν τίποτα, διότι ο κόσμος είχε συνηθίσει την διάλυση.
Έφαγαν τα μακαρόνια με κιμά, το Άσυλο άνοιξε ένα μπουκάλι λευκό κρασί που ‘χε φέρει απ’ το περίπτερο, η Αλίκη φόρεσε τα πλαστικά της γάντια, κάθισαν στο τραπέζι εργασίας μανικιούρ – πεντικιούρ και άλλων καλλωπιστικών εργασιών που προσέφερε το συγκεκριμένο δωμάτιο με το Άσυλο να σκέφτεται, τι άλλη μαλακία θα κάνει στη ζωή του.
Η Αλίκη έπιασε τα χέρια του για να δει τα νύχια του κι εκείνος συνειδητοποίησε πως είχε να τον αγγίξει γυναικείο χέρι – έστω και με γάντια – δεκαπέντε μέρες. Έτρεμε και δεν ήθελε να το δείξει, οπότε αποφάσισε να το ρίξει στο κρασί όσο οι λίμες, τα πενσάκια και όλα αυτά τα διαόλια χοροπηδούσαν πάνω στα νύχια του. Κοίταζε όλα αυτά τα εξαρτήματα μέσα στο δωμάτιο που ‘κάναν τις γυναίκες ευτυχισμένες, κοίταζε την Αλίκη να κάνει με αγάπη αυτό που έκανε εκείνη την στιγμή, κοίταξε τα βερνίκια νυχιών πίσω της και αποφάσισε να βάψει ένα νύχι… για τα φρύδια δεν το συζητούσε καν το κεφάλι του.
-Αλίκη, νομίζω ότι θα βάψουμε και νύχι!
-Και νύχι να βάψουμε καμάρι μου, και νύχια αν θες.
-Ντάξει, μην το παραχέσουμε… φρύδια πάντως δεν κάνουμε,
-Είπα, θα κάνουμε. Θα σου ισιώσω και το μούσι.
-Διάλλειμα, θέλω να στρίψω τσιγάρο.
-Να κάτσεις εκεί που κάθεσαι, τελειώνω αυτό το χέρι και κάνεις.
-Γαμώτο, μ’ αρέσει που με διατάζεις.
-Σκάσε και κάτσε ακίνητος.
-Είμαι συνεργάσιμος πάντως, δεν μπορείς να πεις.
Καθόταν και την παρακολουθούσε Ένιωθε τα χέρια της – έστω και με τα γάντια πάνω στα χέρια του – να διώχνουν όλη αυτή την αρρώστια που υπήρχε εκεί έξω. Ήθελε να την αγκαλιάσει αλλά δεν μπορούσε. Όλα σε απόσταση και με πλαστικό. Ήπιε κι άλλο και αποφάσισε πως θα έβαφε ένα νύχι μαύρο. Στ’ αρχίδια του. Απλά ήθελε να την βλέπει να παλεύει με τα δάχτυλά του. Να κάνει αυτό που αγαπάει. Αν έκανε τατουάζ, θα την άφηνε να του ζωγραφίσει κάμποσες φλέβες.
-Αλίκη, ένα νύχι μαύρο, και θα μου ζωγραφίσεις ένα μπουκάλι πάνω του, Μπορείς;
-Ναι, καμάρι μου ότι θες. Θα το κάνουμε μόνιμο;
-Τι εννοείς, θα πάω στον τάφο μαζί του;
-Όχι, ρε άσυλο, θα μείνει κάμποσο καιρό.
-Μόνιμο λοιπόν.
-Θα κάνουμε και φρύδια, στο λέω.
-Θα κάνουμε και φρύδια. Ελπίζω να μην είναι μόνιμα αυτά.
-Σκάσε.
-Σκάω.
Η Αλίκη πήρε κάτι σαν σπάγκο και άρχισε να πετσοκόβει τα φρύδια του Άσυλου. Το Άσυλο εκνευριζόταν με την όλη κατάσταση αλλά την άφηνε διότι του άγγιζε το μέτωπο πια με γυμνά χέρια. Σιχαινόταν το πλαστικό, ήταν απ’ τα λίγα πράγματα στη ζωή που σιχαινόταν πια και για δεκαπέντε μέρες δεν τον είχε αγγίξει γυναικείο χέρι. Ήθελε να την αγκαλιάσει, να την σφίξει πάνω του και να της πει ότι θα έκανε όλες τις μαλακίες που έκαναν τις γυναίκες ευτυχισμένες και υπήρχαν μέσα σε εκείνο το δωμάτιο. Δεν κουνήθηκε καν, αυτή η γαμημένη πανδημία είχε διαλύσει κάθε σωματική επαφή. Ήπιε κι άλλο κρασί, ήπιε όλο το κρασί, πήγε στο μπάνιο και είδε τα φρύδια του στον καθρέφτη. Δεν τον ενδιέφεραν, να την πάρει αγκαλιά τον ενδιέφερε. Κοίταξε το μαύρο νύχι του με το ζωγραφισμένο μπουκάλι πάνω του. Της χαμογέλασε.
«Φεύγω για να ξεκουραστείς αγάπη μου», της είπε.
Έπλυνε τα χέρια του για είκοσι δευτερόλεπτα, φόρεσε τα παπούτσια του, το δερμάτινό του, πήρε την τσάντα του, φόρεσε τα πλαστικά γάντια του και βγήκε εκεί έξω που έκανε πανδημία.
«Άσυλο, θα ξανάρθεις, ε; Θα κάνουμε και τα υπόλοιπα νύχια», του είπε.
«Θα ξανάρθω Αλίκη μου, θα ξανάρθω, πεντικιούρ δεν κάναμε».