Τα γραφεία της Μαμουθκόμιξ στην οδό Σόλωνος στο κέντρο της Αθήνας, πάνω από το βιβλιοπωλείο που κάποτε άνηκε στις εκδόσεις και τώρα λειτουργεί ανεξάρτητα, είναι λιτά. Δεν υπάρχει η κίνηση και ο πυρετός που μαρτυρούν ότι πρόκειται για έναν ενεργό οργανισμό με τόσο πλούσιο κατάλογο που έχει συστήσει μερικούς από τους σημαντικότερους ήρωες της ένατης τέχνης στο ελληνικό κοινό, ίσως φταίει και το προχωρημένο καλοκαίρι. Από την άλλη, τα εκατοντάδες βιβλία ή άλμπουμ στα ράφια, αλλού με εμφανη αρχειοθέτηση κι αλλού χωρίς, τα vintage εξώφυλλα και τα φιλμ εκτυπώσεων – κειμήλια μιας μακρινής αναλογικής εποχής – μιλάνε για το έργο 3.5 δεκαετιών. Στα μάτια μου μοιάζουν πολύτιμα, θα μπορούσα να τερματίσω το ίνσταγκραμ εδώ μέσα, για τον Γιώργο Τσίτσοβιτς δεν έχουν καμία προστιθέμενη αξία.
Τα πάντα πάνω του φωνάζουν old school. Το ντύσιμό του – λευκό πουκάμισο, σακάκι στο χρώμα του καπνισμένου πάγου αν υπήρχε τέτοιο, τζιν παντελόνι -, ο τρόπος που καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και, κυρίως, ο τρόπος που μιλάει. Με επιφύλαξη, αλλά κυρίως με μια απόσταση που γειώνει κι αποδομεί τα πράγματα, φέρνοντάς τα στην πραγματική τους διάσταση. «Δεν θεωρούσαμε το κόμικ κάτι που θα απευθυνόταν στους διανοούμενους της εποχής, κάτι που θα έπρεπε να είναι οπωσδήποτε γραμμένο σε μια γλώσσα “της αριστεράς” ελευθεριάζουσα. Σε μια εποχή που τα κόμιξ ταυτίζονταν με τα Μίκυ Μάους, δώσαμε βήμα στους άγουρους τότε έλληνες κομίστες. Αλλά κυρίως εντάσσοντας στην ύλη κάποια ιστορικά στοιχεία προσπαθήσαμε να εκπαιδεύσουμε σχετικά με το είδος, γιατί ο κόσμος τα θεωρούσε “καραγκιοζάκια”», περιγράφει με αυτόν τον τρόπο το περιοδικό «Μαμούθ» – προπομπό των εκδόσεων – που ίδρυσε το 1980 μαζί με τον συνέταιρό του όλα αυτά τα χρόνια, σκιτσογράφο και γελοιογράφο Πάνο Κουτρουλάρη. Εκείνος είχε τον έρωτα με το είδος, ο Τσίτσοβιτς αρχικά ήταν το τεχνικό μάτι της υπόθεσης, αυτός που ασχολήθηκε με το γραφιστικό κι εκτυπωτικό μέρος, αξιοποιώντας και την εμπειρία του στο παρθενικό ατελιέ του Αθηνοράματος. Το περιοδικό δεν μακροημέρευσε – η σχεδόν συνομήλικη «Βαβέλ» ή πιο μετά το «Παραπέντε», τα κατάφεραν καλύτερα. Κι έτσι, έχοντας μόλις απολυθεί από τον στρατό, με πολύ χρόνο, περίσσια όρεξη να τις συνδυάσουν και με άλλες δουλειές για τα προς το ζειν, παρέα φυσικά με τα νεανικά όνειρα, στράφηκαν στις εκδόσεις. «Πήγαμε σε πιο βατά πράγματα, ας πούμε κυκλοφορήσαμε την Ιστορία της Δύσης του Μπονέλλι, την Μπλανς Επιφανί κτλ. Πήγαμε προφανώς σε εκδόσεις μακριά από τη λογική του περιπτέρου μέχρι το 1984 που έφτασαν στα χέρια μας τα δικαιώματα του Λούκυ Λουκ. Μας πρότειναν από ένα πρακτορείο της εποχής στους Γάλλους, στη λογική “αυτοί είναι οι νέοι και δε μας χρωστάνε δεκάρα”. Δίσταζαν γιατί ήμασταν μια ψείρα, αλλά πείστηκαν».
Βγάζαμε 6 Αστερίξ και 12 Λούκυ Λουκ τον χρόνο που μπορεί και να ξεπερνούσαν τα 400.000 αντίτυπα ετησίως. Συνολικά έχουν φύγει γύρω στα 7 εκατομμύρια Αστερίξ και πάνω από 6 εκατομμύρια Λούκυ Λουκ. Η χρυσή περίοδος θα έλεγα ήταν 1985-2002.
Μετά τον μοναχικό καουμπόη, ήρθαν οι περιπέτειες του Τεν Τεν και το 1989 η Μαμούθκομιξ ολοκλήρωσε τη χρυσή της τριάδα αποκτώντας τα δικαιώματα για τις περιπέτειες του Αστερίξ. Έβγαιναν και παλιότερα από διάφορους εκδότες χωρίς όμως να αποκτήσουν ιδιαίτερη αναγνώριση. Η πρώτη κίνηση με τον Αστερίξ ήταν να μειώσουν την τιμή (από 550 σε 350 δρχ.) και να επεκτείνουν το δίκτυό τους στα περίπτερα και τα πρακτορεία διανομής τύπου σε όλη την Ελλάδα. Στα βιβλιοπωλεία μπήκαν μετά το 2000, όπως και στα πλοία επιβεβεβαιωνοντας τον χαρακτήρα των άλμπουμ ως «καλοκαιρινό ανάγνωσμα». Στο μεταξύ, όμως, Αστερίξ και Λούκυ Λουκ είχαν γνωρίσει τεράστια επιτυχία για τα δεδομένα μιας μικρής αγοράς όπως η ελληνική. «Κάποια περίοδο, αναλογικά και με τον πληθυσμό, ήμασταν τέταρτοι στην Ευρώπη σε πωλήσεις μετά από Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, πολύ πάνω π.χ. από Αγγλία-Ιταλία. Βγάζαμε 6 Αστερίξ και 12 Λούκυ Λουκ τον χρόνο που μπορεί και να ξεπερνούσαν τα 400.000 αντίτυπα ετησίως. Συνολικά έχουν φύγει γύρω στα 7 εκατομμύρια Αστερίξ και πάνω από 6 εκατομμύρια Λούκυ Λουκ. Η χρυσή περίοδος θα έλεγα ήταν 1985-2002 – μετά η πτώση έχει να κάνει με τα οικονομικά των Ελλήνων, την καθολική διείσδυση της τηλεόρασης, κι αργότερα του ίντερνετ, με το γεγονός πώς πια έχουν πολλαπλασιαστεί οι διαθέσιμες επιλογές διασκέδασης».
Ως bestsellers αναδείχθηκαν το Ρόδο και Ξίφος και το Ο Ληστής με το ένα χέρι, αντίστοιχα. Γιατί όμως γκέλαραν (και) στο ελληνικό κοινό τόσο πολύ αυτοί οι δύο ήρωες; «Δεν κάναμε ποτέ καμία έρευνα για να το διασαφηνίσουμε. Νομίζω, ο Αστερίξ συγκινεί ως ο αδύναμος που κατατροπώνει τους ισχυρούς. Ο Λούκυ Λουκ γι’ αυτό που λέει το σλόγκαν “μοναχικός καουμπόι”. Ήταν πάρα πολύ αυστηρές οι προδιαγραφές απ’ έξω. Τσέκαραν τα πάντα και είχαν επισημάνσεις-διορθώσεις ακόμα και για εκδόσεις του Αστερίξ στα ποντιακά ή τα κρητικά που βγάλαμε αργότερα». Φυσικά, αυτά τα 35 χρόνια δεν μπορούσε παρά να γνωρίσει και τους μυθικούς δημιουργούς. Τον σχεδιαστή του Αστερίξ, Αλμπέρ Ουντερζό («πρέπει να είναι 90 τώρα, 2-3 φορές τον έχω δει σε φεστιβάλ και σε εκδηλώσεις του Αστερίξ – κύριος, αστός, λίγο στριφνός, πάντα με την καλή του κυρία, την κόρη του») που έγραφε και τα σενάρια μετά το θάνατο του έτερου εμπνευστή των ανυπόκτακτων Γαλατών, Ρενέ Γκοσινί, το 1977. Αλλά, και τον πατέρα του Λούκυ Λουκ, Μορρίς που έφυγε το 2001 («πιο ευπροσήγορος, ένας πραγματικός τζέντλεμαν που ήταν φιλικός και προσιτός με όλους»). Όπως και τον Ασντέ που ανέλαβε να συνεχίσει την βαριά κληρονομιά του τύπου που «πυροβολεί πιο γρήγορα από την σκιά του» (για τον οποίο έγραφε φυσικά και ο Γκοσινί σενάρια).
Πώς άλλαξαν όμως οι ήρωες με το πέρασμα των χρόνων; «Σχεδιαστικά, σαφώς και υπάρχει αλλαγή. Δεν περιγράφεται εύκολα με λέξεις. Αν δει κανείς τον Αστερίξ στο Παλάτι, το νο. 1, και το συγκρίνει με το νούμερο 20, θα βρει τεράστιες διαφορές. Ο χαρακτήρας έγινε πιο στρογγυλός. Πιο κοντά στον Ντίσνεϋ, πιο καρτουνίστικη γραμμή. Χρωματικά, επίσης, κάθε 3-4 χρόνια κάνουν κάτι νέο. Για γίνει πιο μοντέρνο και για να πουλάνε το υλικό. Στους συλλέκτες και σε μας τους εκδότες για τις επενεκδόσεις. Είναι μια μπίζνα, έτσι; Μην το ξεχνάμε», λέει ο Γιώργος Τσίτσοβιτς επισημαίνοντας ότι τα δικαιώματα του Αστερίξ πωλήθηκαν στην εκδοτική-γίγαντα Hachette το 2009, και συνεχίζει: «Έχουν αλλάξει και οι τρόποι εκτύπωσης πια. Τα χρώματα μπορούν να έχουν πιο μεγάλο βάθος, να απλώνονται περισσότερο, να σβήνουν πιο σωστά. Η ψηφιακή επεξεργασία κάνει το κόμικ ζωγραφική. Όμως. το κόμικ είναι μια ολόκληρη ιστορία. Θέλει σενάριο, λόγια».
»Ως χαρακτήρας ο Αστερίξ τελευταία, κατά την γνώμη μου, κατέβηκε 2-3 χρόνια σε ηλικία. Τα άλμπουμ είναι πιο βατά, πιο εύκολα. Όχι ότι δεν έχει και πάλι κρυφά ή επίκαιρα καλαμπούρια. Πάντα ήταν πολιτικός στο δεύτερο επίπεδό του. Πάντως, δε νομίζω ότι ήταν ποτέ στο μυαλό του Γκοσινί ή του Ουντερζό να μιλήσουν αλληγορικά για την Ευρώπη. Το καινούριο Αστερίξ που θα βγει ίσως έχει ανάλογο σχόλιο, αλλά άλλου τύπου. Το θέμα του είναι οι πολλές περιοχές της Ιταλίας. Αυτό είναι πολιτικό θέμα, αν θα δωθεί βαρύτητα στην διάσπαση των χωρών και στις περιφέρειες. Δεν βγαίνουν, έτσι κι αλλιώς, πια άλμπουμ σε ετήσια βάση Βγαίνει ένας Αστερίξ κάθε δυο με τρία χρόνια».
Έχει πάρει φόρα, τον ρωτάω ποιο είναι το αγαπημένο του… «Υπάρχουν πολλές σχολές κι άνθρωποι που κάνουν καλά την δουλειά τους, εγώ πάντα αγαπούσα λίγο περισσότερο τα αμερικάνικα. Μ’ αρέσουν και πράγματα που δεν ήταν της πρώτης γραμμής. Ας πούμε, το αμερικάνικο παραμύθι της Marvel – τα βγάλαμε κι αυτά για 7-8 χρόνια (’87-’95). Δεν είχαν όμως ανάλογη επιτυχία με τα ευρωπαϊκά, ίσως γιατί ήταν πιο φθηνές εκδόσεις. Είχαμε ακολουθήσει την αμερικάνικη αντίληψη που θέλει τα κόμιξ αναλώσιμα, κάτι που παίρνεις, διαβάζεις και πετάς. Εγώ έτσι το αντιλμβάνομαι, εδώ έχουμε πιο συλλεκτική νοοτροπία.
Να μην ξεχνάμε τον Τεν Τεν, ο οποίος μπορεί σε σχέση με τον Αστερίξ να έχει το ένα δέκατο των πωλήσεων, αλλά παρόλα αυτά είναι ακόμα κάτι που εγώ θεωρώ επιτυχημένο. Ή έστω όχι ζημιογόνο.. Ο Ιζνογκούντ και αυτός είχε μια κίνηση. Ίσως ήμασταν και η μόνη χώρα, εκτός από την Γαλλία, που μέχρι το 2000 είχαμε βγάλει όσα είχε κάνει,. Όλη τη σειρά. Τώρα την έχουμε σταματήσει. Πέθανε κι ο Ταμπαρί».
Πάντως, δε νομίζω ότι βοήθησαν οι ταινίες τα κόμιξ, το αντίθετο έγινε. Από την άλλη, μεγάλη επιτυχία για μας ήταν το 300 και το Sin City που ήταν κι εκτός γραμμής μας, ας πούμε. Είχαμε βγάλει πέντε χρόνια το 300 και δεν είχε πουλήσει τίποτα, βγήκε η ταινία κι έγινε χαμός. Έφευγαν σαν φρέσκα ψωμάκια βιβλία που έκαναν 20 ευρώ.
Ο κοινός παρονομαστής στην κουβέντα είναι ότι το κοινό, όχι μόνο στην Ελλάδα, έχει συρρικνωθεί. Σε αντίθεση με τη Γαλλία που, όπως σημειώνει ο κύριος Τσίτσοβιτς, το κοινό αυξάνεται εδώ και μια πενταετία μετά από μια πτώση που ακολούθησε τη μόδα των manga. «Έχουν ανέβει οι ηλικίες των αναγνωστών, τώρα διαβάζουν κυρίως από 40ρηδες και πάνω. Τα παιδιά προτιμούν, ας πούμε, να περάσουν την ώρα τους με το κινητό στο youTube». Κάπου εκεί κάνει την εμφάνισή του συμφωνώντας ο Πάνος Κουτρουλάρης, μια sui generis προσωπικότητα την οποία αντιλαμβάνεσαι ως τέτοια από τα 5 πρώτα λεπτά της γνωριμίας. Για λίγο, τους ακούω να βάλλουν κατά της τεχνολογίας ως γκρινιάρηδες Στάτλερ & Γουόλντορφ σε ένα κόμικ Μάπετ Σόου. Με ένα γλυκό όμως, και ρομαντικό, τρόπο. Του παλιού τεχνίτη, του παραμυθά που αγωνιά αν θα έχει κι αύριο νόημα αυτό στο οποίο αφιέρωσε όλη του τη ζωή.
Τα κόμιξ από λαϊκή διασκέδαση, σύμφωνα με την αμερικάνικη προσέγγιση, γίνονται συλλεκτικό αντικείμενο. Ο κύριος Πάνος φεύγει και ο Γιώργος Τσίτσοβιτς ανοίγει το κεφάλαιο της περίεργης φυλής των συλλεκτών. «Είναι ιδιαίτεροι αυτοί που ασχολούνται με τα κόμιξ στην Ελλάδα. Είναι λοξοί. Πια, οι νέοι μαζεύουν αποκλειστικά για τη βιβλιοθήκη. Περίπου με τον ίδιο τρόπο που αγοράζουν βινύλια και τα ψηφιοποιούν για να μη χαλάσει ο δίσκος. Το κοινό περιορίστηκε και οι τιμές μοιραία ανέβηκαν». Και μετά μπαίνει στη συζήτηση και το σινεμά που μετά το μιλένιουμ και την 11η Σεπτεμβρίου άρμεξε την αγορά των κόμικ, από τους υπερήρωες μέχρι τους ανεξάρτητους (κάτι που πια συμβαίνει και με την τηλεόραση). «Το σινεμά άλλαξε τα κόμιξ. Τα νεότερα παιδιά, φαντάζομαι θα, θεωρούν ότι ο Spider Man ή οι X-Men είναι κινηματογραφικοί ήρωες, αγνοώντας από πού ξεκίνησαν. Βέβαια, και η δική μου η γενιά αγνοούσε π.χ. ότι ο Ταρζάν ήταν πρώτα μυθιστόρημα και μετά κόμικ, και τον ταύτιζε με τις ταινίες με τον Τζόνι Βαϊσμίλερ. Πάντως, δε νομίζω ότι βοήθησαν οι ταινίες τα κόμιξ, το αντίθετο έγινε. Από την άλλη, μεγάλη επιτυχία για μας ήταν το 300 και το Sin City που ήταν κι εκτός γραμμής μας, ας πούμε. Είχαμε βγάλει πέντε χρόνια το 300 και δεν είχε πουλήσει τίποτα, βγήκε η ταινία κι έγινε χαμός. Έφευγαν σαν φρέσκα ψωμάκια βιβλία που έκαναν 20 ευρώ».
Η Μαμούθκομιξ πλήρωσε κι αυτη την οικονομική κρίση. Άλλαξε το εκδοτικό τοπίο διανομής, έγινε σχεδόν μονοπώλιο το εμπόριο χάρτου κι έπαψε να ενδιαφέρεται ο περιπτεράς – κάποτε το μυστικό της επιτυχίας. Παράλληλα, κόπηκαν τα μπάτζετ από πηγές όπως π.χ. η γαλλική πρεσβεία, και παράλληλα με ευρηματικές προσπάθειες συνεργατών όπως ο Κωστής Κατσακιώρης που δούλεψε στην επικοινωνία κι έτρεξε το πρότζεκτ «Ο Αστερίξ στα Μουσεία», οι εφημερίδες ήταν μονόδρομος. Κοινή παραγωγή με την Καθημερινή, προσφορά με το Έθνος («τους κράτησε σε ένα επίπεδο, αλλά μη φανταστείς ότι του έδωσε όσο ο Αρκάς – εμείς αυτό που κερδίσαμε ήταν η εβδομαδιαία προβολή και η διαφήμιση στην τηλεόραση»). Τα κόμιξ πέρασαν κάποια στιγμή στην εποχή των πολυτελών graphic novels, με άλμπουμ που μπήκαν λίγο στο πεδίο των coffee table books.
Δημιουργήθηκε λοιπόν κόμικ κουλτούρα στην Ελλάδα; Μην ξεχνάμε και την έκδοση επί χρόνια του 9 (μέχρι να προκύψει πρόσφατα ο Μπλε Κομήτης). «Ξαφνικά υπήρξε μια πληθώρα πηγαίνοντας και σε μια πιο καλλιτεχνική λογική. Πιο εκκεντρική λογική. Όταν μιλάμε π.χ. για το αμερικανικό ανεξάρτητο κόμικ, θα πρέπει να βάζουμε την έκφραση εντός εισαγωγικών. Γιατί δεν είναι κυριολεκτικά “ανεξάρτητο”. Δεν ξέρω αν έκανε πιο εκλεπτυσμένο το κοινό. Δηλαδή, θέλω να πω, έβγαινε το περιοδικό της Ελευθεροτυπίας που, νομίζω, έκανε το κοινό πιο μπρουτάλ, πιο εκκεντρικό θα ξαναπώ. Σε καμία περίπτωση, όμως, εγώ δε θα υποστηρίξω ότι ο Ουντερζό ή το στούντιο Ντίσνεϊ υπολείπονται σε καλλιτεχνική αξία π.χ. του Άλαν Μουρ. Ας με συγχωρήσουν όσοι διαφωνούν, η άποψη μου είναι αυτή. Δεν έχουν και την ίδια εμβέλεια. Ο Μίκυ Μάους θα υπάρχει πάντα. Δεν νομίζω ότι θα καεί. Ο Αστερίξ θα υπάρχει. Το Sin City;».
Με τους Έλληνες πώς και δεν ασχοληθήκαν περισσότερο… «Ασχοληθήκαμε. Βγάλαμε τον Φανούρη Άτλα με τον Δερβενιώτη, τρία τεύχη. Είναι μικρό το κοινό, τι να κάνουμε; Μετά είχαμε βγάλει ένα αθλητικό, το λέγανε Καφέ Μπαρ. Έβγαλε δυο τεύχη και το σταμάτησε. Μετά βγάλαμε ένα άλλο με έλληνες φαντάρους, δυο τεύχη και το σταμάτησε. Βγάλαμε ένα άλλον με τον Αντώνη Φοράδη, δυο τεύχη. Αυτός λέει το συνεχίζει. Θα κάνει κάτι άλλο. Τώρα θα βγάλουμε ένα, πάλι με έναν καινούριο σχεδιαστή τον Νοέμβριο.
Εδώ βιαζόμαστε πάρα πολύ. Βλέπω πολλούς νέους που ξεκινάνε και κάνουν 50, 60, 80 σελίδες. Είναι σαν θέλεις να γράψεις μυθιστόρημα Ντοστογιέφσκι εξ αρχής. Ε δεν γίνεται… Επίσης είμαστε λίγο επιπόλαιοι. Λείπει η εμβάθυνση. Είσαι καλός σχεδιαστής; Βάθυνε λίγο στο σχέδιό σου. Γράφεις καλά; Μάθε λίγο καλύτερη ορθογραφία και συντακτικό. Κι, επίσης, θέλουν χρήματα από την αρχή, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι ένας τίτλος για να γίνει γνωστός χρειάζονται 5-10 χρόνια. Δεν μπορεί τον δεύτερο χρόνο να κερδίσει κανείς λεφτά.
Η καλύτερη γενιά του ελληνικού κόμικ ήταν εκείνη του μακαρίτη του Γιάννη Καλαϊτζή. Πρέπει να πω και τον Αρκά, δεν μπορώ να μην τον αναφέρω…»
Τελειώνοντας την κουβέντα μας ξεναγεί στα ενδότερα, η αφήγηση έχει αρχίσει και γίνεται τεχνική, είναι σαν γίνεται μια διαδικασία μύησης σε τελετές παραγωγής που παρότι δεν απέχουν και τόσο πολύ μοιάζουν πια αρχαίες. Με όλη τη διεξοδική ανάλυση κοινού, σηνηθειών κι αγοράς αναρωτιέμαι στο φινάλε ποιο είναι το μέλλον… «Το πλάνο μας πια είναι οι ανατυπώσεις, βάσει της ζήτησης. Εξαντλείται κάτι και μετά από 6-8 μήνες το ξανατυπώνουμε. Τις πιο πολλές ανατυπώσεις έχουμε κάνει στα Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες, Ρόδο και Ξίφος, Η Κατοικία των Θεών που έχει βγει και σε δυο μορφές. Πουλάνε 40.000 τον χρόνο. Δεν είναι τίποτα, σε σχέση με τις 300-400-500.000 του παρελθόντος. Με Λούκι Λουκ βγάλαμε φέτος τρία νέα τεύχη. Και είναι άλλα δυο που περιμένουν…
Ίσως μπορεί να ξαναχτιστεί ένας τέτοιος ήρωας στις μέρες μας αλλά θέλει πάρα πολύ δύναμη πυρός που δεν ξέρω ποιός την διαθέτει πια. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος που θα ρίξει τόσα λεφτά για κάτι καινούριο».
Μετά τους ανυπότακτους Γαλάτες, λοιπόν, αναζητούνται και οι ανυπότακτοι εκδότες….