Το κόκκινο χρώμα ξεχυνόταν από τη βελούδινη αυλαία της Κεντρικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου και έφτανε σχεδόν ως την πλατεία. Το κόκκινο του αίματος, το κόκκινο της εκδίκησης και της βίας, το κόκκινο του Μακμπέθ, αλλά και το κόκκινο της ιταλικής σκηνής, ως αυτοαναφορική θεατρική έμφαση. Ο «Μακμπέθ», το σαιξπηρικό έργο που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Λιγνάδης, ερμηνεύοντας και τον ομώνυμο ρόλο, σε συμπαραγωγή με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, είναι η τρίτη φορά που παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο. [Η πρώτη ήταν το 1967 σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή με τον ίδιο στο ρόλο του Μακμπέθ και η δεύτερη το 1981 σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ ως Μακμπέθ].
Η κόκκινη αυλαία ανοίγει και μπροστά μας εμφανίζεται όλο το μεγαλείο του βάθους της Κεντρικής Σκηνής, χωρίς πολλά φώτα, με μερικά μεγάλα αντικείμενα που σκιαγραφούν το παλάτι, τη χώρα, το στρατό, τα σκοτεινά παιχνίδια των εξουσιών και των μηχανισμών. Και από εκεί έρχεται ο Μακμπέθ (Δημήτρης Λιγνάδης), που είναι στρατηγός του Σκώτου βασιλιά Ντάνκαν (Γιώργος Μπινιάρης), απόλυτα δοσμένος και ταγμένος στην υπηρεσία του βασιλιά, κάπως θορυβημένος όμως από όσα του έχουν πει στο δρόμο τρεις μάγισσες: ότι μια μέρα θα γίνει βασιλιάς. Το εκμυστηρεύεται στη γυναίκα του, Λαίδη Μακμπέθ (Μαρία Κίτσου), κι εκείνη, φιλόδοξη και κυνική, αναλαμβάνει να τον προτρέψει και να τον στηρίξει ώστε να γίνουν πραγματικότητα οι προφητείες των μαγισσών: «Θες να γίνεις μέγας, φιλοδοξία δεν σου λείπει, αλλά σου λείπει ο νους ο νοσηρός που πρέπει να τη συνοδεύει», του λέει. Και ο Μακμπέθ αρχίζει να γοητεύεται από τη διαδρομή που πρόκειται να διανύσει. Αρχίζει να την ενδύεται και να μεταλλάσσεται. «Είναι φρικτό το ωραίο. Είναι ωραίο το φρικτό» ακούγεται στη διάρκεια αυτής της μετάλλαξης. Και ο μέχρι πρότινος υπάκουος Μακμπέθ αρχίζει να βαδίζει το δρόμο της σκοπιμότητας, της ίντριγκας, της υποκρισίας, της σκληρής επιβολής. Και το κόκκινο χρώμα να γίνεται μέρος της εικόνας του ζεύγους Μακμπέθ, αρχίζοντας από τα κόκκινα χέρια. Αυτή η μετάλλαξη, που οδηγεί στην αιματοβαμμένη και αιμοσταγή εξουσία που κατακτά ο Μακμπέθ, εικονοποιείται στην όψη της παράστασης, την οποία σχεδίασε (σκηνικά, κοστούμια) η Εύα Νάθενα: στο θρόνο του νέου βασιλιά και της βασίλισσάς του, που είναι στερεωμένος σ’ έναν κατακόκκινο τοίχο, με κομμένα χέρια για σκαλοπάτια (μια εύγλωττη μεταφορά στα πτώματα που πάτησαν για ν’ αναρριχηθούν στην εξουσία)· σ’ εκείνον τον τεράστιο κεκλυμένο καθρέφτη, που απεικονίζει την αλαζονεία και τη μοναξιά του νέου βασιλιά και την ευθραυστότητα της εξουσίας· στην αλαζονεία και την κενή επίδειξη της τεράστιας κόκκινης ουράς του βασιλικού φορέματος, που κυριαρχεί ως «πουκάμισο αδειανό». Και η βία συνεχίζεται, όπως και η ίντριγκα, όπως και οι φόνοι. Με την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα που προκαλεί η κλεμμένη εξουσία να οδηγεί στην παράνοια και την αυτοκτονία (;) της Λαίδης Μακμπέθ πρώτα, στην εξόντωση του Μακμπέθ λίγο αργότερα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Δημήτρης Λιγνάδης καταπιάνεται με δύσκολα εγχειρήματα. Κι ο «Μακμπέθ» ήταν ένα από αυτά. Αυτή τη φορά πιστεύω ότι προσπάθησε να συγκεράσει το σύγχρονο και το κλασικό. Το σύγχρονο υπηρετήθηκε από τα σκηνικά, τα κοστούμια και τις εξαιρετικές εικόνες της όψης της παράστασης, που επιμελήθηκε η Εύα Νάθενα, αναμφίβολα στην καλύτερη στιγμή της. Το κλασικό υπηρετήθηκε από τις ερμηνείες των ηθοποιών, με διαφοροποιημένες τις τρεις μάγισσες, που έγιναν η νότα της λύτρωσης, του χιούμορ, της φαντασίας, των μύθων και του παιχνιδιού, της μοίρας σ’ έναν κόσμο βίας και εκδίκησης. Ο Βασίλης Καραμπούλας, η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου η Ράνια Οικονομίδου έδωσαν εύστοχα αυτή τη νότα, ήταν απολαυστικοί και οι τρεις, ο καθένας με το δικό του στυλ και ταμπεραμέντο. Ήθελε σίγουρα περισσότερη δουλειά η κίνηση των δεύτερων ρόλων. Μου φάνηκαν αδούλευτοι οι ρόλοι των στρατιωτών και των εμπίστων, και κάπως θόλωσε, στο μεγάλο βάθος της σκηνής, η εικόνα των κυριότερων αντιπάλων του Μακμπέθ, του Μακντάφ (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος) και του Μπάνκουο (Ορέστης Τζιόβας), ενώ μάλλον ήθελαν μια διαφορετική διαχείριση οι σκηνές με τους στρατιώτες και τις συνωμοσίες. Ίσως εδώ να φταίνε και κάποιες αμήχανες δραματουργικές επιλογές. Όσο για τους δύο κεντρικούς ρόλους, του Μακμπέθ και της Λαίδης Μακμπέθ, υπηρετήθηκαν με το κύρος, την εμπειρία και την επάρκεια των δύο ηθοποιών που τους ερμήνευσαν (Δημήτρης Λιγνάδης και Μαρία Κίτσου).
Η παράσταση πάτησε στη θαυμάσια μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου και πλαισιώθηκε εύστοχα από τη μουσική του Μίνωα Μάτσα. Και οπωσδήποτε ήταν μια παράσταση επιπέδου Εθνικού Θεάτρου, που θέλησε ν’ αγκαλιάσει ένα πλατύ κοινό, συνδυάζοντας το κλασικό και το σύγχρονο για να αποδώσει ένα σπουδαίο κείμενο.
Ο «Μακμπέθ» ολοκλήρωσε τις παραστάσεις του στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού και από τις 12 Μαρτίου -κορωνοϊού επιτρέποντος- θα συνεχίσει, μέχρι τις 12 Απριλίου στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά.