Σε μια κωμωδία που το αστείο βγαίνει εκ του αποτελέσματος και όπου ο Μάκης Παπαδημητρίου ερμηνεύει έξι διαφορετικούς ρόλους και ο Γιώργος Χρυσοστόμου επτά πού χωράει μια αυτοκτονία; Ο τίτλος του έργου «Πέτρες στις τσέπες του» της Μαρί Τζόουνς είναι ο τρόπος που επιλέγει ένας Ιρλανδός κομπάρσος να βάλει τέλος στη ζωή του, να γεμίσει δηλαδή τις τσέπες του με πέτρες και να βουτήξει σε μια λίμνη. Οι δύο ηθοποιοί, που επίσης σκηνοθετούν την παράσταση, ξετυλίγουν το κουβάρι της ιστορίας και μιλούν στην Popaganda για τον τρόπο που δουλεύουν, για το τι τους κάνει να γελούν και για το ποιος είναι ο στόχος μια θεατρικής παράστασης.
Στις «Πέτρες στις τσέπες του» βλέπετε συμπυκνωμένη τη ζωή σας ως ηθοποιών; Γιώργος Χρυσοστόμου: Οι ήρωες του έργου είναι δύο απλοί άνθρωποι. Ο ένας είναι αγρότης, ο άλλος έχει ένα βιντεοκλάμπ κάπου αλλά ψάχνουν μια τύχη πιο τυχοδιωκτική και παθαίνουν ένα σοκ γιατί βρίσκονται ανάμεσα σε ανθρώπους μυθικούς, γι’ αυτούς. Η μόνη σύνδεση που μπορώ να κάνω με εμένα είναι με το όταν μεγάλωνα στη Ρόδο και βλέπαμε στην τηλεόραση κόσμο και κοσμάκη. Μας φαινόταν και ήταν πολύ μακρινό όλο αυτό, έβλεπα πιο μικρός στον χάρτη την απόσταση της Ρόδου με την Αθήνα και έλεγα ουάου. Όταν βλέπεις ένα τηλεοπτικό αστέρα και μετά ξαφνικά συνεργάζεσαι μαζί του είναι ένα ισχυρό σοκ γιατί από μυθικό πρόσωπο γιατί πραγματικό, γίνεται ο διπλανός σου.
Εννοούσα περισσότερο την εναλλαγή των ρόλων που γίνεται κατά τη διάρκεια της παράστασης. Κανονικά έξι διαφορετικούς χαρακτήρες θα χρειαζόντουσαν ίσως τρεις σαιζόν για να τους ερμηνεύσεις. Πώς το δουλεύετε αυτό; Γιώργος: Σίγουρα χρησιμοποιούμε αυτό που ονομάζουμε «θέατρο φόρμας». Ξέρω ότι από τη μια στιγμή στην άλλη δεν μπορώ να είμαι γυναίκα και έτσι έχει τη λογική της ανεκδοτολογίας, σα να υπάρχει από μέσα μας μια φωνή που λέει «Και μετά μπήκε μια στάρλετ που ήταν έτσι και είπε αυτό».
Μάκης Παπαδημητρίου: Δεν είναι ζητούμενο και δεν υπάρχει η ανάγκη αυτή από το κείμενο να αναπτυχθούν οι χαρακτήρες έτσι ώστε οι θεατές να καταλάβουν το background παραπάνω από όσο χρειάζεται για να εξυπηρετήσει το ίδιο το έργο. Η ανάπτυξη των χαρακτήρων γίνεται μέσα από το κείμενο όσο χρειάζεται για να παρακολουθήσει ο θεατής την ιστορία. Οι γρήγορες εναλλαγές είναι λόγω ταχύτητας του κειμένου και λιγότερο από δική μας επιθυμία να φωτιστούν οι χαρακτήρες με μεγαλύτερο βάθος. Οι δυο βασικοί μας ρόλοι ο Τσάρλι και ο Τζέικ είναι αυτοί που είναι πιο ανεπτυγμένοι γιατί είναι αυτοί που τρέχουν την ιστορία ενώ οι υπόλοιποι συμπληρώνουν το περιβάλλον του γυρίσματος. Η τεχνική αυτή ταιριάζει με την αισθητική της παράστασης.
Και ποια είναι η αισθητική της παράστασης; Μάκης: Είναι ένα storyboard. Ο Τσάρλι προσπαθεί να βρει έναν τρόπο για να γράψει ένα σενάριο, να γίνει σεναριογράφος, να γίνει ηθοποιός και υποτίθεται ότι κατά τη διάρκεια της γνωριμίας του με τον Τζέικ και της εμπειρίας που έχουν από το γύρισμα έχουν μαζί την ιδέα να φτιάξουν μαζί μια ταινία που να έχει ως θέμα ακριβώς αυτό: τη συμμετοχή τους σε μια ταινία την περίοδο που συμβαίνει κάτι τραγικό. Η δική μας σκηνοθετική ιδέα ήταν ότι όλο αυτό είναι ένα storyboard μιας ταινίας, ενός σεναρίου και αυτή είναι η βασική αισθητική της παράστασης. Γι’ αυτό όλα σχεδόν είναι δισδιάστατα και οι χαρακτήρες σχεδόν χάρτινοι. Αυτό δηλαδή που βλέπεις υποτίθεται ότι δημιουργείται εκείνη την ώρα από κάποιον που κρατάει την σκηνοθετική μπαγκέτα και είναι ο ίδιος που φτιάχνει το storyboard που γράφει και σχεδιάζει τους χαρακτήρες και το κείμενο και που κάνει και διάφορα λάθη μεταξύ άλλων.
Αυτό μεταφέρει την αίσθηση της πρόβας; Μάκης: Ναι, πολύ.
Ποια είναι η αίσθηση κατά της διάρκεια μιας καλής πρόβας και ποια μιας καλής παράστασης; Γιώργος: Εγώ είμαι φουλ στρεσαρισμένος στην πρόβα και στην παράσταση είμαι τραγικά ήσυχος. Δεν ξέρω πώς συμβαίνει αυτό. Ίσως επειδή η παράσταση είναι κάτι τετελεσμένο, ότι ήταν να γίνει έγινε και εκείνη την ώρα τα πάντα είναι αφήγηση. Στην πρόβα τα πάντα είναι ανοιχτά και υπάρχουν εκατομμύρια πληροφορίες κι εμένα αυτό μου δημιουργεί στρες.
Μάκης: Η μεγαλύτερη διαφορά είναι η παρουσία του κόσμου. Σίγουρα παλιότερα θα είχαμε αυτή την αγωνία του «ήμουν καλός;», «το κάνω καλά;». Τώρα πια ξέρουμε ότι δεν υπάρχει καθολική αποδοχή, πρόκειται για μια παράσταση σε κάποιους θα αρέσει και σε κάποιους άλλους όχι. Το θέμα είναι πόσο ειλικρινής είσαι απέναντι στον εαυτό σου και πόσο θεωρείς εκείνη την ώρα ότι επικοινωνείς με τον κόσμο ή όχι. Γιατί εάν πέσεις στην λούπα του «να είμαι καλός για να μου πουν μπράβο» αρχίζεις να παίζεις μόνος σου κι όλο αυτό γίνεται αυτιστικό, εγωιστικό και ανειλικρινές. Δεν λέω ότι τα καταφέρνουμε κάθε φορά αλλά ο αυτός είναι ο στόχος: να επικοινωνήσουμε κάτι. Όσο πιο ανοιχτός είσαι σε αυτό τόσο πιο ωραίο είναι.
Πιο δημιουργικός πότε είσαι; Στην πρόβα ή στην παράσταση; Μάκης: Αυτό μπορεί να συμβεί και στις δύο συνθήκες και φυσικά έχει να κάνει με το είδος της παράστασης. Υπάρχουν παραστάσεις που είναι αρκετά ανοιχτές και που δημιουργούνται πράγματα ακόμη κι αν είναι συμφωνημένα αλλιώς. Μπορεί να υπάρξουν παρεκκλίσεις, άλλες φορές για καλό ή για κακό. Το θέατρο δεν είναι όπως το γύρισμα που γίνεται μια κι έξω κι αυτό θα είναι για πάντα, το θέατρο είναι ζωντανό. Κι αυτό έχει να κάνει πολύ με το πόσο ανοιχτός είσαι και τι επικοινωνία έχεις με τον κόσμο. Κατά τ’ άλλα ναι, η δημιουργία είναι κυρίως θέμα της πρόβας αλλά προφανώς δεν απαγορεύεται στην παράσταση.
Στα έργα που αναφέρονται σε ηθοποιούς έχετε το άγχος μήπως γίνετε αυτοαναφορικοί, μήπως το χιούμορ γίνει inside joke και δεν φτάσει ποτέ στον θεατή που μπορεί να είναι οδοντίατρος ή λογιστής; Μάκης: Αυτό έχει να κάνει με το πώς είναι γραμμένο το ίδιο το κείμενο, αν έχει γραφτεί για να αφορά μόνο ηθοποιούς.
Γιώργος: Είναι πάντως και θέμα ορολογίας κι έχει να κάνει με τον λόγο. Ποτέ κανείς από τους θεατές που δεν έχουν σχέση με τον θέατρο δεν έχει σκύψει από την κλειδαρότρυπα να δει πώς είναι οι πρόβες και ίσως να μην έχει τύχει να συναναστραφεί ηθοποιούς. Τώρα το inside joke μπορεί να μην περάσει καν σε ηθοποιούς, μπορεί να αφορά μόνο εμάς τους δύο που παίζουμε. Θα δείξει όμως στην πράξη. Εμείς ξέρουμε ότι υπάρχουν κάποια –πολύ λίγα- αστεία που θα γελάσουν μόνο τρία άτομα επειδή είναι οι κολλητοί μας και ξέρουν εμάς. Θέλω να πω ότι το inside joke έχει διαβαθμίσεις.
Μάκης: Αυτό στο οποίο αναφέρεται ο Γιώργος δεν έχει να κάνει με το κείμενο αλλά με τη δική μας σκηνοθετική παρέμβαση και με την επιθυμία μας να δημιουργήσουμε ένα κλίμα, ένα χιούμορ πιο προσωπικό. Αυτό θα δούμε εάν θα λειτουργήσει, θέλω να πιστεύω πως ναι. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, αν πούμε ότι αντί των δύο ηθοποιών υποδυόμασταν δύο γιατρούς πάλι θα υπήρχε μια ορολογία, πάλι θα χάναμε ένα μέρος του κοινού. Δεν έχει τόση σημασία όμως η συνθήκη (δύο ηθοποιοί ή δύο γιατροί) αλλά η σχέση που δημιουργείται μεταξύ τους. Τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες για να γίνει η συνθήκη πιο αληθοφανής, πιο πραγματική. Δε νομίζω ότι αυτό είναι αρνητικό αν κατορθώσεις να δημιουργήσεις μια συνθήκη που αφορά τον κόσμο ή δεν πιστεύω ότι πετιέται κάποιος έξω επειδή ίσως ακούσει μια πιο εξειδικευμένη λέξη.
Με τι γελάτε εσείς στο συγκεκριμένο έργο; Γιώργος: Με πολλά και μάλιστα έχω αγχωθεί μήπως με πιάσουν τα γέλια κατά τη διάρκεια της παράστασης και τα καταστρέψω.
Μάκης: Το χιούμορ λειτουργεί με το ακραίο και το αναπάντεχο. Γελάω όχι με αυτά που λέω αλλά με το πόσο ακραία είναι σε σχέση με όσα έχουν προηγηθεί. Με αυτά γελάω γενικότερα κι εκτός θεάτρου, επίσης η ειρωνεία μου αρέσει πολύ.
Πώς αισθάνεστε όταν λέτε κάτι αστείο και ο άλλος δεν το πιάνει, δεν γελάει; Εκτός θεάτρου εννοώ. Μάκης: Ε, πάμε για άλλα. Λίγες φορές είναι που λέμε κάτι κι ο άλλος μένει κόκκαλο, δεν έχει καταλάβει τίποτα; Εντάξει, δεν έχουμε όλοι το ίδιο χιούμορ και υπάρχουν άνθρωποι που γελάνε με άλλα πράγματα. Καλά κάνουν.
Γιώργος: Είναι ένας απολαυστικός θάνατος και όχι τόσο σημαντικός εν τέλει. Επίσης το timing και ο χώρος παίζει ρόλο. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό.
Μάκη εάν ο Γιώργος ήταν ένας από τους χαρακτήρες του «Πέτρες στις τσέπες του» ποιο χαρακτηριστικό του θα διάλεγες για να τον υποδυθείς στο πλαίσιο της παράστασης; Μάκης: Δε γίνονται αυτά, είναι δύσκολα πράγματα. Αυτός είναι ένας στο εκατομμύριο, δεν παίζει.
Γιώργος: Ίσως στη φωνή μου θα μπορούσες να εστιάσεις.
Μάκης: Μπα, είναι δύσκολο. Δε θα μπορούσα να το κάνω. Ας με απέλυαν.