Από την εποχή που ξεκινήσαμε όλοι την ενασχόλησή μας με το αντικείμενο, εσείς ως μουσικοί κι εγώ ως ακροατής, έχουν περάσει πολλά χρόνια κι έχουν πραγματικά αλλάξει όλα. Αναρωτιέμαι λοιπόν τι σήμαινε ροκ τότε και τι σημαίνει σήμερα.
Θοδωρής Βλαχάκης: Προσπαθούμε για εμάς να σημαίνει το ίδιο πράγμα. Σαν Magic De Spell ξεκινήσαμε το 1980 ως πανκ μπάντα, επηρεασμένοι από το βρετανικό πανκ, που τότε ήταν μια αντίδραση στη θατσερική Αγγλία, και θέλουμε να συνεχίσουμε να είμαστε επαναστατικοί, ανατρεπτικοί και καταγγελτικοί όπως τότε. Οι συνθήκες τότε ηταν εκείνες, τώρα είναι αυτές που είναι, δεν παίζουμε την ίδια μουσική, προσπαθούμε όμως να έχουμε την ίδια φιλοσοφία.
Γιώργος Λαγγουρέτος: Διάβαζα πρόσφατα το βιβλίο Do It! του Τζέρυ Ρούμπιν, που αναφέρεται στο Μάη του ’68. Λέει λοιπόν πόσο σοκαριστικό ήταν για τους ανθρώπους που φρόντιζαν να έχουν τον κήπο τους καθαρό, το αυτοκίνητο στο γκαράζ, το σπίτι τους περιποιημένο, πόσο μεγάλη ανακατωσούρα ήταν ο κινούμενος κώλος του Elvis Presley, η λεκάνη του, η βαβούρα και το άγριο γκάζι της μουσικής. Αυτή λοιπόν η ανατροπή, το σοκ που υπήρχε τότε, εμάς μας εμπνέει ακόμα. Εκεί πιστεύουμε ότι είναι η ουσίακαι μπορεί η φόρμα να αλλάζει, αλλά ο πυρήνας είναι αυτός.
Γιάννης Παλαμίδας: Καθόμουν στο Ν. Ηράκλειο, έμενα πάνω από τους γονείς μου, είχα ένα συνθεσάιζερ, έφτιαχνα διάφορα, και λέω «για φαντάσου κάποια στιγμή η ηλεκτρική κιθάρα να μπει μέσα στα μπουζούκια!» Ό,τι και να σκέφτεται κανείς τελικά, μπορεί και να γίνει πραγματικότητα. Λες να είναι κάτι που υπάρχει στο συλλογικό ασυνείδητο; Τι είναι ροκ τελικά;
Θ.Β. Αυτό που δεν μου αρέσει στην εποχή που ζούμε, είναι που η μουσική δεν αποτελεί πια για τους περισσότερους το «κυρίως», αλλά το συνοδευτικό πιάτο. Δηλαδή κάνω κάτι -διαβάζω, τρώω, συζητάω- και παράλληλα ακούω μουσική. Καθόμασταν μια μέρα σε ένα καφέ, και παρατήρησα πως έπαιζε επί περίπου μία ώρα το ίδιο τραγούδι. Είχε κολλήσει το CD. Το μαγαζί ήταν γεμάτο και δεν το είχε καταλάβει κανείς! Ούτε οι ιδιοκτήτες, ούτε οι θαμώνες!
Γ.Π. Γενικά η μουσική, πέρα από τη ροκ, πέρα από το τι πρεσβεύει το κάθε είδος, έχει καταντήσει να είναι μια υπόκρουση στην καθημερινότητα. Όπως ένα χαλί, που το βάζεις στη διαφήμιση να τρέχει από κάτω, κι από πάνω διαφημίζεις ένα προϊόν.
Θ.Β. Κάτω από το χαλί όμως μπορείς να κρύψεις και σκουπίδια.
Γ.Π. Κυρίως αυτό γίνεται, γιατί οι Βερσαλλίες δεν πέθαναν ποτέ!
Ποια είναι η πρώτη φορά που ο καθένας σας ενεπλάκη με τη μουσική, και πότε καταλάβατε πως με αυτό θα ασχοληθείτε στη ζωή σας;
Θ.Β. Πριν μάθω καν να παίζω, είχα πει στην παρέα πως θέλω να παίξω σε ένα συγκρότημα που να κάνει «κατάσταση» στην ελληνική ροκ σκηνή. Μετά πήγα για λίγο σε ένα ωδείο, και αργότερα βάλαμε με ένα φίλο αγγελία για να φτιάξουμε τους Magic de Spell. Η πρώτη μου φορά, δηλαδή, ήταν με τους Magic de Spell. Πίστεψα αμέσως πως δεν θα πάψω να ασχολούμαι με αυτή τη μπάντα, και μεγαλώνοντας διαπίστωσα με έκπληξη πως τελικά αυτό ισχύει!
Γ.Λ. Εγώ έχω ασχοληθεί με διάφορα. Έχω περάσει από σχήματα, έχω παίξει και μόνος μου. Αλλά εκεί που ένιωσα πως αυτό το πράγμα έχει πραγματικά μια δυναμική που δεν μπορεί να τη συγκρατήσει κανείς, ήταν την πρώτη φορά που παίξαμε στο Σύνταγμα, το 2007. Ήταν κάποια εκδήλωση διαμαρτυρίας για περιβαλλοντικό σκοπό, υπήρχε πάρα πολύς κόσμος, και πραγματικά με συνεπήρε η ρυθμική ταύτιση της μουσικής μας με όλο αυτόν τον κόσμο.
Γ.Π. Εγώ μεγάλωσα στο Νέο Ηράκλειο, ενώ έμενα στο Παλαιό, που απείχε κανένα τέταρτο με τα πόδια. Ανεβαίναμε ή κατεβαίναμε παρέα, και τραγουδάγαμε διάφορα. Ξέρεις τώρα, από Rolling Stones μέχρι ό,τι άλλο. Δεν είχα καμία βλέψη ή νταλκά να γίνω τραγουδιστής. Και ξαφνικά μού λένε «κάνουμε ένα συγκρότημα, θέλεις να ‘ρθείς να τραγουδήσεις;» Ξέρω γω, λέω, εντάξει, έρχομαι. Αυτοί παίζανε blues, κι είχαμε πει το «Summertime». Έτσι ξεκίνησα. Βέβαια παράλληλα άκουγα, από μικρό παιδί. Το ’74 ήμουν 15 χρονών. Είχα πάρει τότε το Aladdin Sane του Bowie – είχα δει το εξώφυλλό του σε ένα δισκάδικο και είχα τρελαθεί. Βέβαια μόλις το άκουσα έπαθα έμφραγμα, δεν μου άρεσε καθόλου! Σε σχέση με αυτά που ακούγαμε τότε, και δεν μιλάω για τα λαϊκά, για τα μοντέρνα της εποχής λέω, Τουρνά ή Πασχάλη, ξαφνικά με το Aladdin Sane μου πέφτουν τα σαγόνια! Στο τρίτο άκουσμα όμως άρχισα να «μπαίνω» και με γοήτευσε πολύ. Έτσι άρχισε η ιστορία.
Θ.Β. Κι ύστερα ήρθαν οι Apocalypsis…
Γ.Π. Οι Apocalypsis ήρθαν πολύ αργότερα, όταν ήμουν 19-20 χρονών.
Και πριν τους Apocalypsis, ποια ήταν η πρώτη φορά που είπες «αυτό θα κάνω στη ζωή μου;»
Γ.Π. Κοίταξε παιδί μου, ούτε και με τους Apocalypsis δεν το είχα πει αυτό. Δεν καταλάβαινα τι έκανα! Παίζαμε με το συγκρότημα που είχαμε σε ένα σινεμά που υπάρχει ακόμα στο Νέο Ηράκλειο, τα Τρία Αστέρια, που τότε έκανε κάτι πρωινά με συγκροτήματα. Και λέω, δεν κάνουμε κανένα περίεργο να προκαλέσουμε; Οπότε φτιάξαμε ένα φέρετρο από νοβοπάν, το βάψαμε μαύρο στην αυλή του μπασίστα, όπου έγινε σκοτωμός με τη μάνα του και μετά δεν τον άφηνε να’ρθεί να παίξει στη συναυλία, το στήνουμε λοιπόν όρθιο, μπαίνω εγώ μέσα, και καθώς είχα από τότε ευχέρεια στο να επινοώ διάφορα πράγματα τεχνικά, είχα δέσει το καπάκι με ένα σχοινί και το κράταγα από μέσα! Και καθώς έμπαινε το Summertime, αργό και υποβλητικό, άφηνα λίγο-λίγο από μέσα το σχοινί και κατέβαινε το καπάκι κάθετα. Έγινε χαμός! Εκεί με είχε δει ο Δερτιλής, και τον συνάντησα μετά από κανένα μήνα σε ένα προβάδικο όπου είχε ένα δίσκαλο αρμόνιο… Και μου έπαιξε ένα δικό του κομμάτι. Ενθουσιάστηκα, γιατί κι εγώ τότε άκουγα περίεργα πράγματα, σαν τους Tangerine Dream. Έτσι κάναμε τους Apocalypsis. Δεν είχα κανένα στόχο να γίνω ροκ σταρ. Δεν είχα καμιά ιδιαίτερη φιλοδοξία, γιατί έχω ζενίθ στην Παρθένο! Κι οι Παρθένοι, όπως ξέρεις, δεν είναι φιλόδοξοι. Θα μου πεις βέβαια πως ο Freddie Mercury ήταν Παρθένος. Και ο Michael Jackson. Τέλος πάντων.
Και μεταξύ σας πώς συναντηθήκατε;
Γ.Π. Είχα πάει ένα πρωί…
Θ.Β. …στο κομμωτήριο!
Γ.Π. Όχι, ήμουν στην Αρχιεπισκοπή, στον Έρανο της Αγάπης. Χτύπησα την πόρτα και μου ανοίξαν αυτοί οι δύο!
Και είπατε κι οι δύο: Δώσαμε, δώσαμε;
Γ.Π. Ξέρεις τώρα: εγώ με κότσο, αξύριστος, με μακρύ γκρι φόρεμα.
Θ.Β. Ξεκίνησε να ψέλνει, κι έτσι άρχισε η ενορχήστρωση του νέου δίσκου.
Θα μου απαντήσει κανείς σοβαρά, ή θα βάλω μόνο αυτό; Γιατί ξέρετε πως είμαι ικανός να το κάνω!
Θ.Β. Θα σου πω εγώ, γιατί ο Γιάννης λέει μόνο ψέμματα! Εγώ πήγαινα κι έβλεπα τους Apocalypsis. Με το Γιάννη όμως γνωριστήκαμε από κοντά πριν από δυο χρόνια. Στην προβολή του ντοκιμαντέρ του Μποσκοϊτη για τη Γώγου «Για την αποκατάσταση του μαύρου». Θέλαμε να διασκευάσουμε το Σαμποτάζ της Λένας Πλάτωνος και της Μαριανίνας Κριεζή, και σκεφτήκαμε: «Γιατί να μην είναι κι ο Γιάννης, που είναι ο τραγουδιστής του πρωτότυπου; Είναι πολύ καλός τραγουδιστής και θα μπορούσε να το απογειώσει». Του το προτείναμε, και ήρθε. Το ένα έφερε τ’ άλλο, του Γιάννη του άρεσαν τα τραγούδια και σε μας άρεσε ο τρόπος που τραγουδούσε, οπότε βρεθήκαμε να συμμετέχει σε 8 από τα 14 κομμάτια του δίσκου, με άποψη στην ενορχήστρωση, γιατί ξαφνικά γουστάραμε να το κάνουμε όλοι μαζί. Για τον ίδιο λόγο τώρα παίζουμε και μαζί.
Γ.Λ. Την εποχή εκείνη οι Apocalypsis έπαιζαν με μια μπάντα που λεγόταν Schmetterling. Σ’ αυτούς μπασίστας ήταν ο Γιώργος Αρχοντάκης, ο ηχολήπτης και συμπαραγωγός όλων των ελληνόφωνων δίσκων των Magic de Spell. Όταν λοιπόν ήρθε ο Γιάννης για πρώτη φορά στο στούντιο δημιουργήθηκε ένα κλίμα οικειότητας και ζεστασιάς.
Περιττό να σας πω πως έχω τους δίσκους των Schmetterling!
Γ.Π. Αφού είσαι Καρκίνος, κι οι Καρκίνοι είναι συλλέκτες! Εγώ πάλι, όταν τους είχα δει σε εκείνη την προβολή, είχα πει: ρε συ, αυτοί είναι οι Magic de Spell! Πολύ θα γούσταρα να κάνω κάτι μαζί τους! Να λοιπόν που το σύμπαν συνωμοτεί…
Κι εσείς, Θοδωρή και Γιώργο, πώς γνωριστήκατε;
Γ.Λ. Έπαιζα σε μια μπάντα που λεγόταν Υπόθεση Χ. Είχαμε παίξει support στους Magic de Spell. Με το Θοδωρή υπήρχε καλή επικοινωνία, αλλά ποτέ κανείς μας δεν μπορούσε να φανταστεί πως κάποτε θα παίζαμε μαζί. Τελικά ήρθαμε στο σχήμα μαζί με το Δημήτρη τον Pixel, ο οποίος και στον προηγούμενο δίσκο και σ’ αυτόν, έχει πιο «ραπαριστά» μέρη. Έτσι δημιουργήθηκε μια πρόσμειξη μουσικών ειδών που γοήτευσε τα παιδιά, και όλους μας.
Σίγουρα ο ήχος των Magic de Spell έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια. Από την άλλη, υπάρχει ένας άξονας που παραμένει. Μπορώ, δηλαδή, να διακρίνω στον καινούριο δίσκο πως είναι το ίδιο συγκρότημα που είχε κάνει το «Ο Φόβος Έχει Όνομα», και πως υπάρχει μια συνέχεια.
Θ.Β. Το ζητούμενο για μας είναι να αλλάζουμε, και ταυτόχρονα να παραμένουμε ίδιοι. Μου αρέσει πολύ σε όσα γκρουπ ακούω να έχουν αυτή την ικανότητα, όπως στους Stranglers, ας πούμε, των οποίων ο μπασίστας, o Jean Jacques Burnell μας έχει κάνει και δύο παραγωγές. Ή οι Queen, οι Stones, ο Bowie. Νομίζω πως αυτός είναι ο λόγος που υπάρχουμε ακόμα σαν μπάντα. Αλλιώς θα είχαμε βαρεθεί. Ίσως αυτό που παραμένει μέσες-άκρες το ίδιο, είναι τα νοήματα στους στίχους, αυτά που πιστεύουμε.
Γ.Λ. Τα οποία και καθορίζονται σε διάφορα καφέ των Εξαρχείων. Γύρω από ένα τραπέζι που υπάρχουν διάφοροι φίλοι, μουσικοί, καλλιτέχνες, ποιητές, στιχουργοί, με τους οποίους αλληλεπιδρούμε. Αυτή η ευρύτερη παρέα είναι που, όταν κάποιος φεύγει από τη μπάντα – ή κι από τη ζωή, γιατί έχουμε και δύο θανάτους – διατηρεί ζωντανή τη συνέχεια μας.
Γ.Π. Εμένα αυτό με γοητεύει. Με μαγεύει η διάρκεια ενός συγκροτήματος. Δεν έτυχε να το ζήσω, γιατί ούτε οι Apocalypsis, ούτε ένα άλλο συγκρότημα που είχα κάνει, οι ΝΕ, το 98, κράτησαν.
Χωρίς να θέλω να γίνουμε αυτοί που έχουν άποψη επί παντός επιστητού, δεν μπορώ να μην επισημάνω πως όσο εμείς μιλάμε για μουσική, γύρω μας σε αυτή τη χώρα γίνεται ο κακός χαμός. Εσείς τι βλέπετε μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση;
Θ.Β. Ο κακός χαμός δεν συμβαίνει μόνο στη χώρα αυτή, συμβαίνει παγκόσμια. Χρόνια τώρα βλέπουμε το πράγμα να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, να ξεκινάει ένας καινούριος μεσαίωνας. Αποφασίσαμε στο δίσκο αυτό να μιλήσουμε συγκεκριμένα, και με τα λόγια που γράψαμε εμείς, αλλά και με τα ποιήματα που διαλέξαμε. Δεν είναι τυχαίο πως αυτή την ομάδα μαζί με το Γιάννη την ονομάζουμε 21stCentury Darkness. Νομίζω πως μπήκαμε σε ένα σκοτεινό 21ο αιώνα, κι οφείλουμε να πάρουμε θέση, να μιλήσουμε.
Γ.Λ. Μελοποιήσαμε ένα ποίημα του λατινοαμερικάνου ποιητή Ρόκε Ντάλτον, το «Στο Όνομα Εκείνων». Αυτός ο άνθρωπος δραπέτευσε τρεις φορές από τη φυλακή καταδικασμένος σε θάνατο, και τελικά εκτελέστηκε από τους συντρόφους του! Την έχουμε δει κι αλλού αυτή την ιστορία να επαναλαμβάνεται. Ήταν άγνωστος στην ελληνική λογοτεχνική γραμματεία. Ο Θοδωρής εντόπισε ένα Κύπριο μεταφραστή, τον Λουκά Κακουλή, που είχε πολεμήσει με τους συντρόφους του Ρόκε Ντάλτον στο Ελ Σαλβαδόρ, κι έτσι βρήκαμε αυτό το ποίημα, που λέγεται «Κατηγορητήριο». Ο άνθρωπος λέει: Κατηγορώ την ατομική ιδιοκτησία που μας στέρησε τα πάντα. «Στο όνομα εκείνων που πλένουν τα ρούχα των άλλων…» Κι επειδή θεωρούμε το στίχο προκλητικό, καταλήξαμε σε μια προκλητική μελοποίηση: σκεφτήκαμε να βάλουμε έναν παπά να το ψέλνει.
Θ.Β. Που είναι ο Γιάννης! Χρησιμοποιήσαμε την ψαλμωδία για να χτυπήσουμε την υποκρισία και το συντηρητισμό.
Γ.Π. Θα είχε ποτέ τα guts ένας παπάς να βγει και να πει τέτοια πράγματα;