Η Μαρία Μαγκανάρη στα ίχνη του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

Σκεπτόμενη, πολύ διαβασμένη, υγιώς πολιτικοποιημένη. Μετέφερε στη σκηνή με την ομάδα προτσές, που γεννήθηκε μετά τη διάλυση της ομάδας Κανιγκούντα, το Berlin-Alexanderplatz του Αλφρεντ Ντέμπλιν και το Θηρίο στη Ζούγκλα του Χένρι Τζέιμς . Σήμερα σκηνοθετεί την Φθινοπωρινή Σονάτα του Μπέργκμαν ( στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων με δυο ηθοποιούς τη Μαρία Κεχαγιόγλου και την Ανθή Ευστρατιάδου).Εχει την τάση να παλεύει με τα κύματα –δεν θα πω το ανέφικτο- η Μαρία Μαγκανάρη. Αν και η ιδέα να ασχοληθεί η ομάδα με τη «Φθινοπωρινή Σονάτα» δεν ήτανε δική της. Προήλθε από τη Μαρία Κεχαγιόγλου. «Το ότι θα δουλεύαμε πάλι μαζί, αποτέλεσε τον πρώτο λόγο που με κινητοποίησε. Με τη Μαρία έχουμε δουλέψει για χρόνια στην Κανιγκούντα ως ηθοποιοί. Επίσης το 2007 είχα σκηνοθετήσει μία μικρού μήκους ταινία «Κλαίνε την ώρα που τα σκοτώνουν») στην οποία πρωταγωνιστούσε. Είναι μια αληθινή καλλιτέχνις, πάντα επιδιώκει να πάει τα πράγματα σε βάθος. Έχει αφοσίωση και πάθος, και αυτό δίνει τρομερή ώθηση στη δουλειά. Η συνεργασία μαζί της πάντα σε προχωράει».

Το συγκεκριμένο έργο την αφορούσε και την ίδια εντέλει γιατί «έχει κάτι πολύ πρωτογενές, πολύ καθαρό. Είναι σαν να τα λέει όλα για τη σχέση μητέρας και κόρης, πιάνει τις πιο σκληρές περιοχές με μια αφοπλιστική απλότητα». Έχοντας ασχοληθεί με τελείως διαφορετικά κείμενα στο παρελθόν, η ενασχόλησή της με τη «Φθινοπωρινη Σονάτα» είχε κάτι το «απελευθερωτικό, θα έλεγα σχεδόν θεραπευτικό», παραδέχεται. «Το έργο αυτό, σε στρέφει μοιραία προς τους ηθοποιούς και την αλληλεπίδρασή τους, κάτι που ήταν ανάγκη μου τη δεδομένη στιγμή».

Δεν χάνονται πολύ βασικά συστατικά της κινηματογραφίας του Μπέργκμαν στη σκηνή; «Λέει κάπου ο Paul Auster “Δεν έχει σημασία πόσα γεγονότα θα ειπωθούν, το ουσιώδες ανθίσταται μη θέλοντας να ειπωθεί”. Αυτή η φράση συμπυκνώνει την αίσθησή μου για την ταινία. Αυτή την αίσθηση ήθελα να μεταφέρουμε στη σκηνή».

 Όλη τη νύχτα η κόρη εκθέτει τις πληγές της που έχουν προκύψει από τη σχέση της με τη μητέρα. «Εκείνη με τη σειρά της δίνει τις δικές της εξηγήσεις- δικαιολογίες. Κι όμως κάτι δε λέγεται ποτέ, γιατί είναι αδύνατο να χωρέσει σε λόγια ό,τι εμπεριέχεται σ’ αυτή την αβυσσαλέα σχέση. Παρά τα αμετάκλητα λάθη, παρά την απόδοση δικαιοσύνης και το θυμό που εμπεριέχει πάντα η εκδίκηση και η τιμωρία, το αίτημα αγάπης της κόρης προς τη μητέρα είναι διαρκές και επικρατεί στο τέλος του έργου». Το τελευταίο επιδίωξε να τονιστεί στην παράσταση. «Υποσυνείδητα η κόρη γνωρίζει πως ό,τι την έχει διαχρονικά πληγώσει (η ίδια η μητέρα της), είναι και το μόνο που ενδέχεται να τη θεραπεύσει. Η μεταξύ τους έλξη ανήκει σε σφαίρες έξω από τα λόγια».

Η ταινία ενέπνευσε την ομάδα, η οποία όμως δεν την μιμήθηκε. Η εικόνα της Bergman «ως κλασάτης, εξηντάρας κυρίας», ή της Ullmann, «ως συντηρητικής προτεστάντισσας», «δεν είχε νόημα να ακολουθηθούν ως προς την απεικόνιση της Μαρίας και της Ανθής. Ακόμα και η σύγκρουση μητέρας- κόρης είναι, στην παράστασή μας, σε διαφορετική θερμοκρασία. Ή το ζήτημα της ενοχής και της τιμωρίας, δεν γίνεται να το αντιληφθούμε με τον τρόπο που το αντιλαμβάνεται ένας προτεστάντης».

Η επιλογή να κρατηθούν μόνο τα δύο πρόσωπα στη διασκευή, σχετίζεται με την «επιθυμία απόλυτης συγκέντρωσης στη σχέση μάνας-κόρης και στην αλληλεπίδραση των δύο ηθοποιών. Γενικότερα πάντως η παρέμβασή μας δεν ήταν προς την κατεύθυνση της αποδόμησης. Το ακριβώς αντίθετο, θα έλεγα. Προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε τους «αρμούς» της σχέσης και να βρούμε τα θεατρικά τους ανάλογα. Ο Μπέργκμαν για να εμβαθύνει σ’ αυτή τη σχέση, σχεδόν «ξέχασε» ότι το μέσο του ήταν το σινεμά. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται μέσα στο σπίτι, ενώ η κινηματογράφησή της είναι στοιχειώδης ως προς τα πλάνα. Ελλείψει του κοντινού πλάνου στο θέατρο, ο θίασος προσπάθησε «να δούμε σε ποιο βαθμό και με ποιον απτό τρόπο, τα λόγια της μίας ηθοποιού επιδρούν στην άλλη».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:

«Δεν ήθελα να είμαι η μητέρα σου, ήθελα να ξέρεις πως είμαι το ίδιο αβοήθητη με σένα»  λέει κάπου η Σαρλότ στην κόρη της- «μια φράση που είναι μεγάλο ταμπού να τη λέει μια μητέρα», σύμφωνα με την Μαγκανάρη. «Στον Μπέργκμαν, όπως και στον Στρίντμπεργκ αλλά και στον Ίψεν, ακολουθείται το μοτίβο της μεταφοράς των «τραυμάτων» από γενιά σε γενιά. Το ερώτημα είναι: ένας άνθρωπος που δεν έχει πάρει αγάπη από τους γονείς του, μπορεί να δώσει αγάπη στα δικά του παιδιά; Πώς σπάει αυτή η αλυσίδα συναισθηματικής αναπηρίας; Αυτά τα ζητήματα μας απασχόλησαν, θεωρητικά αλλά και πρακτικά. Πώς είναι μια μητέρα που δεν είναι «μητρική», που θέλει όχι να φροντίζει, αλλά μόνο να φροντίζεται; Ένα σώμα που δεν έχει δεχτεί το μητρικό χάδι; Πως είναι ένα σώμα ενήλικα που αποζητά ακόμα τη μητρική αγάπη;». Οι απαντήσεις εντός κι ακτός σκηνής.

Η ομάδα προτσές υπάρχει και δημιουργεί τα τελευταλια χρόνια, χωρίς επιχορήγηση, χωρίς χορηγίες, κόντρα σε όλα τα πρακτικά προβλήματα που ορθώνει η συγκυρία. «Υπάρχει και δημιουργεί χάρη στην επιμονή μας, τις άπειρες ώρες δουλειάς (όχι μόνο καλλιτεχνικής) που δεν πρόκειται ποτέ να πληρωθούν σε χρήμα, και τη στήριξη φίλων και κοινού. Σε λίγο, οι μόνοι που θα μπορούν να κάνουν θέατρο θα είναι οι αστοί, αυτοί που μπορούν να στηριχθούν οικονομικά από τις οικογένειές τους. Κι αν είχαμε την ψευδαίσθηση ότι αυτό κάπως είχε αλλάξει, καιρός να την εγκαταλείψουμε».

Ακτιβίστρια και στο χώρο του πολιτισμού, η Μαρία Μαγκανάρη ποτέ στο παρελθόν, αυτά τα χρόνια που δουλεύει στο θέατρο, δεν έχει αισθανθεί «τόσο απούσα την Πολιτεία από τον Πολιτισμό. Είναι κάτι που με θλίβει βαθιά, καθώς αφορά την πρώτη αριστερή κυβέρνηση της χώρας. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο επίπεδο της οικονομικής ενίσχυσης- που φυσικά είναι κεφαλαιώδες».

Μας θυμίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν γίνει κυβέρνηση, είχε συναντήσει εκπροσώπους των Αστικών Μη Κερδοσκοπικών Εταιριών του θεάτρου, και είχε διαβεβαιώσει για την απόλυτη αναγκαιότητα των επιχορηγήσεων. «Μετεκλογικά, τις κατήργησε -κάτι που δεν είχε τολμήσει να πράξει κανένας από τους προηγούμενους υπουργούς Πολιτισμού. Ο τότε Υπουργός Πολιτισμού μάλιστα, χαρακτήρισε όσους είχαν χρηματοδοτηθεί ως “ημέτερους”.

Τι περιμένει; «Περιμένω με μεγάλη αγωνία να δω τον τωρινό σχεδιασμό του ΥΠΠΟ για το θέατρο και τις Τέχνες γενικότερα. Περιμένω να δω την ευαισθησία των εκπροσώπων του απέναντι στους νέους δημιουργούς, την ερευνητική εργασία, τον πειραματισμό».

Η Κίνηση Μαβίλη, της οποίας υπήρξε μέλος, είχε μεταξύ άλλων, οργανώσει τον Φεβρούριο του 2014 μια ακτιβιστική δράση σε ένα Συνέδριο του Υπουργείου Πολιτισμού στο Μέγαρο Μουσικής, στο οποίο «είχαν προσκληθεί όλοι οι άλλοι εκτός από τους ίδιους τους δημιουργούς», όπως σαρκαστικά λέει η σκηνοθέτιδα και ηθοποιός. Οταν ο τότε Υπουργός Πολιτισμού Π. Παναγιωτόπουλος αναφέρθηκε στην ανάγκη «κινεζοποίησης» της ευρωπαικής οικονομίας και του πολιτισμού η ομάδα του απάντησε με ηχηρά γέλια. «Αυτή η προσέγγιση, αφοπλιστικά αστεία μέσα στην ωμότητά της, έκανε την προσχεδιασμένη αντίδρασή μας (ακατάπαυστα γέλια) να μοιάζει αυθόρμητη». Ποιον θα γιουχάριζαν, αν δεν είχαν διαλυθεί, σήμερα; «Προσωπικά δεν θα ήθελα να γιουχάρω κανέναν. Θα ήθελα όμως να ξέρω ποιον έχω τώρα απέναντί μου, ποια είναι η βούληση και ο σχεδιασμός του για τον Πολιτισμό. Η Τέχνη είναι πράξη, και έχει ανάγκη έμπρακτης στήριξης και όχι γενικόλογων θεωριών».

Στις μεγάλες στιγμές της Κίνησης Μαβίλη, που μοιάζουν μακρινό παρελθόν, συγκαταλέγεται και η κατάληψη του Εμπρός, που έζησε δόξες στο ξεκίνημά της:«Ηταν μια πολύ δυναμική και ουσιαστική πρωτοβουλία, από ανθρώπους που βλέπουν την τέχνη συνδεδεμένη με την κοινωνία, και όχι ως εμπορικό προιόν. Προσωπικά συμμετείχα με μεγάλη χαρά- άλλοι όμως πρωτοστάτησαν». Γιατί το πείραμα ξέφτισε σήμερα; «Υποθέτω πως είναι πολλοί οι λόγοι και σχετίζονται με τη συνολική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, με την έλλειψη κουλτούρας συλλογικότητας, με την συντηρητικοποίηση και την ιδιώτευση».

Τον περασμένο Μάιο, συνάντησε τυχαία τον Αλέξη Τσίπρα σε ένα αγαπημένο μπαρ του κέντρου. Δανειζόμενη μια φράση που είχε πει «ένας καταπληκτικός τύπος» στον Βαρουφάκη, στην πορεία της Πρωτομαγιάς, του εκμυστηρεύτηκε: “Αγαπώ αυτό που κάνεις.”. Της απάντησε χαμογελώντας, μάλλον αμήχανα: “Όσο αντέξουμε…”. Το δημοψήφισμα, παραδέχεται η Μαγγανάρη, «υπήρξε μια καταλυτική στιγμή στη διαδρομή αυτής της κυβέρνησης (και της κοινωνίας, φυσικά), μια στιγμή που δεν μπορώ ν’ αποκωδικοποιήσω ακόμα πλήρως. Προσωπικά, μετά από όσα ακολούθησαν το δημοψήφισμα, σταμάτησα να εμπλέκομαι συναισθηματικά, με κυρίευσε κάτι σαν απάθεια- και μετά, ως αντίδραση, “βυθίστηκα” στις πρόβες της «Φθινοπωρινής Σονάτας». Σήμερα σκέφτεται πόσο αφελές είναι να λες κάτι τέτοιο στον πρωθυπουργό σου. «Είναι αφελές να πιστεύεις πως ένας πρωθυπουργός της Ελλάδας σήμερα θ’ αντιτάξει στους διεθνείς συνομιλητές του την ουτοπία ή θα την απαιτήσει. Η διεκδίκηση της ουτοπίας, είναι δική μας υπόθεση και δικό μας χρέος. Είναι σοβαρή υπόθεση για να την αφήνουμε στους πρωθυπουργούς».

Μαθήτρια ακόμα, είχε αντιγράψει από μια συνέντευξη του Θόδωρου Αγγελόπουλου: “Εγώ θεωρώ ότι τέτοιες πρωτοβουλίες σαν τη “Μεγάλη Ευρώπη”, ντύνονται ίσως τον μανδύα του ουμανισμού αλλά στην ουσία είναι υπόθεση αγοράς, επεκτατισμού, οικονομικού ιμπεριαλισμού. Τα πράγματα είναι στυγνά και όλα τ’ άλλα είναι παρλαπίπες.”. Το θυμάται σχολιάζοντας τους καθημερινούς πνιγμούς προσφύγων στις θάλασσές μας:«Ποτέ δεν πίστεψα ότι η Ευρωπαική Ένωση έχει δομηθεί στη βάση του ανθρωπισμού που, θεωρητικά, είναι το πολιτισμικό στίγμα της Ευρώπης. Επίσης, ποτέ δεν πίστεψα πως μπορεί να “καλυτερέψει” και να γίνει κάτι άλλο από μια αδυσώπητη οικονομική ένωση, στη βάση ενός ακραίου καπιταλισμού, όπως είναι αυτός που βιώνουμε στις μέρες μας. Η εικόνα των ισχυρών (και όχι μόνο) ευρωπαϊκών χωρών να προσπαθούν να θωρακιστούν από τις “εισβολές” των προσφύγων, είναι θλιβερή και ωμή. Είναι ανακουφιστικό να θεωρείς ότι η τραγωδία συμβαίνει κάπου αλλού και όχι στο δικό σου το σπίτι. Όταν η τραγωδία έρχεται και σε βρίσκει, αποκαλύπτεις ποιος πραγματικά είσαι».

INFΟ:Φθινοπωρινή σονάτα του Μπέγκμαν. Μετάφραση, Διασκευή, Σκηνοθεσία: Μαρία Μαγκανάρη. Παίζουν: Μαρία Κεχαγιόγλου, Ανθή Ευστρατιάδου
Σκηνικός χώρος, Κοστούμια: προτσές.Φωτισμοί, Σχεδιασμός Ήχου: Μαρία Γοζαδίνου
Φωνή off, Βοηθός Σκηνοθέτη: Ανδριάνα Χαλκίδη.Τρέιλερ: Ιάσων Αρβανιτάκης
Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής, Κυκλάδων 11 και Κεφαλληνίας, Κυψέλη. Κάθε Δευτέρα και Τρίτη μέχρι τις 5 Ιανουαρίου. Το έργο παρουσιάζεται by arrangement with Josef Weinberger Limited, London, on behalf of the Ingmar Bergman Foundation. www.ingmarbergman.se

 

Ιωάννα Κλεφτόγιαννη