Pack your bag
Run away
Along a freeway
Out of town
Η σχέση των Madrugada με το ελληνικό κοινό είναι από αυτές που θα χαρακτηρίζαμε «παβλοφικές». “Now I’m a mad dog and I’ll be” για να χρησιμοποιήσουμε και έναν στίχο του “Salt”…
Καταλαβαίνετε λοιπόν πως το ότι οι Νορβηγοί (που, να το πούμε κάποια στιγμή, η φήμη τους χρωστάει πολλά στον Πάνο Κοκκινόπουλο που πρόσθεσε ένα γενναίο λιθαράκι σε αυτό στα καθ’ ημάς με την μουσική επένδυση των τηλεοπτικών σειρών του) θα επέστρεφαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ύστερα από 11 (!) χρόνια, δεν υπήρχε καμία μα καμία περίπτωση να μην συνοδευτεί με εκρηκτική ανυπομονησία. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για μια περιοδεία-εορτασμό για τα 20 κεράκια του ντεμπούτο δίσκου των Madrugada, Industrial Silence.
Πρώτος σταθμός η Θεσσαλονίκη. Μετά από ένα sold out στην Πυλαία την Παρασκευή 5 Απριλίου, η επόμενη μέρα βρίσκει τους Madrugada στην Αθήνα, αρχικά για μια day-off πριν τα δυο live στο Γήπεδο Tae Kwon Do (Κυριακή 7 και Δευτέρα 8 Απριλίου). Το απόγευμα κατηφορίζουν στο κέντρο της πόλης -ok, όχι με κάποιο…“Terraplane” – για μια συνάντηση γνωριμίας από την μπύρα Estrella που ήταν και χορηγός, με κάποιους που από το ένα ή το άλλο πόστο θα βρίσκονται στις δύο επερχόμενες εμφανίσεις τους.
Ο Sivert Høyem έχει αυτό που λέμε «έντονη αύρα». Τον προσεγγίζεις εύκολα, αλλά συγχρόνως τον διακρίνει μία υποβλητική πραότητα που τον κάνει να κρατά μια γοητευτική απόσταση. Δείχνει “at peace with evil and all within”, δίνοντας την αίσθηση ότι η σκηνή είναι το μοναδικό μέρος στο οποίο ξεσπάει με ένταση. Είχε ενδιαφέρον το πώς αυτή η ηρεμία «συνομιλούσε» τόσο με την σχετική ανυπομονησία που επικρατούσε από πολλούς που περίμεναν αυτή τη συνάντηση, όσο και με την υπόλοιπη μπάντα αλλά και το crew των Madrugada που ενώ στο πρόσωπό τους μπορούσες να «διαβάσεις» τους φρενήρεις ρυθμούς μιας περιοδείας (ένα από τα συχνά πράγματα που ρωτούσαν στις κουβέντες ήταν το “What day is it?”, μιας και σε αυτές τις συνθήκες το Σάββατο δεν έχει μεγάλη διαφορά με τη Δευτέρα), είχαν πραγματικά κέφι.
Όπως έλεγαν και οι ίδιοι, η Ελλάδα είναι η χώρα που αγαπά το συγκρότημα περισσότερο μετά την πατρίδα τους, μιας και μόνο εδώ κι εκεί γεμίζουν στάδια όπως το Tae Kwon Do (με μια sold out Κυριακή και μια σχεδόν sold out Δευτέρα). Ο ενθουσιασμός της εμφάνισής τους στη Θεσσαλονίκη έμοιαζε να είναι και ο κινητήριος μοχλός που τους έκανε να μη ξεμένουν από ενέργεια για τις εμφανίσεις της Αθήνας.
Κυριακή, λίγο πριν από τις 10 και το κατάμεστο στάδιο ζει για να αποθεώσει τους Madrugada -αφού έχει δει ζωντανά για περίπου μισή ώρα τον Luke Elliot, που αποπειράθηκε να δείξει την πίστη του στους μεγάλους singer-songwriters, ακόμη κι αν δεν υπήρξε απογειωτικός. Αν θέλαμε να μιλήσουμε με όρους…Industrial Silence, “I can hardly wait again this sweet, sweet song” έλεγαν τα μάτια των σχεδόν 10 χιλιάδων παρευρισκομενων. Μετά το δυνατό χειροκρότημα, ο Høyem προτρέπει τραγουδώντας “So let’s start, so let’s start”. Αναμενόμενο η βραδιά να ξεκινήσει με το “Vocal”, ωστόσο το Industrial Silence που ακούστηκε ολόκληρο, δεν συνεχίστηκε με την ακριβή σειρά που ακολουθούν τα κομμάτια στο δίσκο.
Ήσουν δεν ήσουν φαν, δεν μπορούσες να μην αναγνωρίσεις πως ο Høyem μπορούσε με χαρακτηριστική άνεση να τραγουδήσει αυτό που λέμε “pitch perfect” τα κομμάτια πάνω στον δεμένο ήχο της μπάντας. Όπως επίσης δεν μπορούσες να μην παραδεχτείς πως σαν περφόρμερ ξέρει να γεμίζει τη σκηνή και να δώσει στο κοινό αυτό ακριβώς που θέλει. “Bit sharp on apprehension” θα λέγαμε. Δεν είναι πάντως ειρωνεία που ο ένας από τους στίχους που ακούστηκαν αυτή τη βραδιά ήταν το “But don’t you think it’s funny / That now they get to hear me sing”;
Πάντως αυτό δεν ήταν μόνο ένα μουσικό αλλά σε ισάξιο βαθμό και ένα light show, μιας κι αν κάτι σε αυτή τη βραδιά ήταν απροσδόκητα εντυπωσιακό, αυτό ήταν τα φώτα. Η γεωμετρικότητα των φωτεινών δεσμίδων που κατέκλυσαν κάθε κομμάτι του γηπέδου, αλλά και τα εφέ στην φωτεινή οθόνη πάνω στη σκηνή ήταν οπωσδήποτε από τα ατού της βραδιάς. Είτε μετατρέπονταν σε κόκκινες φλόγες, είτε σε μωβ γραμμές, είτε με τον εφετζίδικο τρόπο που εξελίχθηκαν κατά τη διάρκεια του “Strange Colour Blue” που ήταν -τι άλλο;- μπλε, ώσπου κάπου στη μέση του κομματιού έσβησαν όλα. Απορίας άξιο, τι προσπαθούσαν να τραβήξουν όλες αυτές οι φωτεινές οθόνες και χαλούσαν το απόλυτο σκοτάδι. Αποκορύφωμα, εκείνο το σακάκι-ντισκόμπαλα που φόρεσε για λίγο ο Høyem και τα φώτα του έφταναν σε όλο τον χώρο.
Αν μη τι άλλο οι Madrugada είναι από εκείνα τα live που ενδείκνυνται να πας με το έτερον ήμισυ, ή να…αγαπηθείς με το δυνητικό έτερον ήμισυ που μαρκάρεις στενά και για σένα το ηχητικό χαλί της φωνής του Sivert μοιάζει η ιδανική ώθηση. Επομένως ο στίχος “There’s a boy and a girl / Who know all the wrong words” από το “This Old House” δεν θα λέγαμε ακριβώς ότι ίσχυε σε αυτή τη βραδιά μιας και γυρνώντας γύρω γύρω έβλεπες συνεχώς μάτια κλειστά και στόματα να ανοιγοκλείνουν και να τραγουδούν στίχους όπως “Oh, hunny you, tonight / I’m here, tonight”, από αγκαλιασμένα ζευγαράκια.
Ναι, το Industrial Silence ακούστηκε ολόκληρο, αλλά όχι μόνο αυτό. Δύο ώρες και ένα τέταρτο άλλωστε ήταν αυτές. To αποκορύφωμα του χορταστικού encore υπήρξε η στιγμή που ο Sivert Høyem αφιέρωσε το “The Kids Are On High Street” στον Νίκο Τριανταφυλλίδη, που ήταν και ο πρώτος που πριν από πολλά χρόνια είχε φέρει τους Madrugada στην Αθήνα. Αυτό πριν το “Valley of Deception” λειτουργήσει σαν αντίο (ή μάλλον περισσότερο σαν «εις το επανιδείν»), με τον ίδιο τον Høyem να χαιρετά τραγουδώντας το κοινό. Κι αυτό με τη σειρά του με το χειροκρότημά του να επιβεβαιώνει πως βίωσε τη βραδιά ως “Quite Emotional”.
Οι πιο παρατηρητικοί από εσάς, θα έχετε καταλάβει πως ως τώρα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μιλήσαμε για όλα τα κομμάτια του Industrial Silence, χωρίς ακριβώς κιόλας να μιλήσουμε γι’ αυτά. Ή μάλλον, όχι ακόμα.
Οι Madrugada κάνουν μια βαθιά υπόκλιση ανάμεσα στα χρυσά κομφετί που αιωρούνται στο χώρο και κατεβαίνουν από τη σκηνή, όσο ένα τεράστιο “MADRUGADA” είναι γραμμένο στην οθόνη.
Κι η σκέψη που αντηχεί είναι πως αυτό δεν ήταν και άσχημο σαββατοκύριακο. “Last goodbyes, this is not the time for old I love you’s”. Μέχρι την επόμενη.