Ιαπωνία, αρχές του 20ού αιώνα. Ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχος του αμερικανικού ναυτικού, επιθεωρεί ένα σπίτι με υπέροχη θέα που «βλέπει» στο λιμάνι του Ναγκασάκι. Την οικία του εκμισθώνει ο Γκόρο, επαγγελματίας προξενητής που έχει οργανώσει μάλιστα την ανταλλαγή όρκων αγάπης μεταξύ του Πίνκερτον και της νεαρής γκέισας Τσο-Τσο-Σαν, γνωστής και ως Μαντάμα Μπαττερφλάι.
Με αυτό τον τρόπο πλέκεται η έναρξη της όπερας του Τζάκομο Πουτσίνι «Μαντάμα Μπαττερφλάι», η οποία θα «ανέβει» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, για έξι παραστάσεις (17, 20, 22, 23, 24, 27 Ιανουαρίου), στο πλαίσιο της νέας παραγωγής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Όσοι παρακολουθήσουν την παράσταση, θα έχουν την τύχη όχι μόνο να απολαύσουν ένα από τα καλλιτεχνικά αριστουργήματα της ιταλικής όπερας, αλλά και να παρακολουθήσουν μία ιστορία αγάπης, ποτισμένης με την προβληματική γύρω από τον «πολιτιστικό ιμπεριαλισμό» με τον οποίο ήρθαν αντιμέτωπα πολλά έθνη τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Στην τελετή της γαμήλιας τελετής φτάνει ο Αμερικανός πρέσβης Σάρπλες. Ο Πίνκερτον του περιγράφει τη φιλοσοφία του «Γιάνκη», του πρότυπου άνδρα κατά τις αντιλήψεις της Βόρειας Αμερικής, που δεν φοβάται τις περιπέτειες και αναζητά πάντοτε έντονες εμπειρίες και απολαύσεις. Ένας γνήσιος Γιάνκης δεν ικανοποιείται εάν δεν δρέψει τα λουλούδια κάθε ακτής και τον έρωτα κάθε όμορφου κοριτσιού. Ο Πίνκερτον δεν είναι σίγουρος αν τα συναισθήματά του για την Μπαττερφλάι είναι πραγματικά ή αποτελούν ένα καπρίτσιο ενός πρόσκαιρο πάθους. Ο Σάρπλες, γνωρίζοντας καλύτερα τα τοπικά ήθη, τον προειδοποιεί ότι η νεαρή γκέισα ενδέχεται να βλέιπει τον γάμο ως μία «δέσμευση ζωής». Ο καιροσκόπος υποπλοίαρχος δεν παίρνει σοβαρά τα λόγια του, πιστεύοντας πως κάποια μέρα θα ακολουθήσει την ήρεμη οικογενειακή ζωή που θα του εξασφαλίσει μία Αμερκανίδα σύζυγος.
Η Μαντάμα Μπαττερφλάι καταφθάνει στο σημείο της τελετής με την γαμήλια πομπή. Μετά από κάποιες επίσημες συστάσεις, η Τσο-Τσο-Σαν αποκαλύπτει την πραγματική της ηλικία – είναι μόλις 15 ετών – και εξηγεί ότι η οικογένειά της εξέπεσε κοινωνικά, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να γίνει γκέισα για να επιβιώσει. Προσφέρει στον Πίνκερτον την μικρή προίκα της, λέγοντάς του ότι ασπάστηκε το Χριστιανισμό με σκοπό να παντρευτούν.
Ο γάμος ολοκληρώνεται και όλοι δίνουν ευχές στο νιόπαντρο ζευγάρι. Ξαφνικά, ωστόσο, ακούγονται μακρινές φωνές: είναι ο βουδιστής μοναχός Μπόνζο, ο θείος της Μπαττερφλάι. Έχει φτάσει ως εκεί για να την καταραστεί, καθώς αρνήθηκε την αρχέγονη θρησκεία του έθνους της ασπαζόμενη τον Χριστιανισμό. Η οικογένεια της Μπαττερφλάι την αποκηρρύσει και αποχωρεί. Ο Πίνκερτον προσπαθεί να παρηγορήσει τη σύζυγό του. Εκείνη όμως του λέει πως δεν έχασε τίποτα μπροστά σε αυτά που κέρδισε με το γάμο τους και, ευτυχισμένη, φορώντας το γαμήλιο κιμονό της, σμίγει με τον Πίνκερτον στην πρώτη τους νύχτα.
Η δεύτερη σκηνή μας βρίσκει τρία χρόνια αργότερα, όταν η Τσο-Τσο-Σαν περιμένει τον άνδρα της να επιστρέψει από ένα μακρινό ταξίδι. Η υπηρέτρια της Μαντάμα, Σουτζούκι, προσεύχεται για βοήθεια, όμως η Μπαττερφλάι την επιπλήττει που πιστεύει τους θεούς της Ιαπωνίας και όχι την υπόσχεση του Πίνκερτον ότι μία μέρα θα γυρίσει. Ο Σάρπλες φτάνει στην οικία με ένα γράμμα από τον Πίνκερτον, όμως πριν εκείνος προλάβει να το διαβάσει, εμφανίζεται ο Γκόρο, που έχει φέρει έναν νέο «υποψήφιο» γαμπρό για την Μπαττερφλάι, τον πλούσιο πρίγκιπα Γιαμαντόρι. Η τελευταία προσφέρει τσάι στους καλεσμένους, όμως αρνείται την πρόταση γάμου, καθώς ο άνδρας της δεν την έχει εγκαταλείψει.
Ο Αμερικανός πρόξενος προσπαθεί επίμονα να γνωστοποιήσει το περιεχόμενο της επιστολής, διακόπτεται ωστόσο συνέχεια από την πιστή σύζυγο που ανυπόμονη περιμένει να μάθει νέα του. Τότε αποφασίζει να την ρωτήσει τι θα έκανε αν ο Πίνκερτον δεν γύριζε ποτέ. Εκείνη σοκάρεται στο άκουσμα της ερώτησης και απαντά πως θα γινόταν πάλι γκέισα, ή καλύτερα θα προτιμούσε να πεθάνει. Ο Σάρπλες της προτείνει με νόημα ότι μάλλον θα πρέπει να ξανασκεφτεί την πρόταση του Γιαμαντόρι. Η Μπαττερφλάι βγαίνει έξω γεμάτη οργή και επιστρέφει κρατώντας στα χέρια το μικρό γιο της, καρπό του έρωτά της με τον Αμερικανό υποπλοίαρχο. Ο Σάρπλες εγκαταλείπει το σπίτι, υποσχόμενός της ότι θα μιλήσει στον Πίνκερτον για το παιδί τους. Ένας κανονιοβολισμός ακούγεται εκείνη τη στιγμή, δίνοντας το σήμα ότι ένα πλοίο καταφθάνει στο λιμάνι. Οι Σουτζούκι και Μπαττερφλάι βλέπουν με ένα τηλεσκόπιο πως πρόκειται για το πλοίο του Πίνκερτον. Γεμάτες χαρά, ανθοστολίζουν το σπίτι, περιμένοντας την άφιξή του στη γαμήλια εστια…
Η αυγή χαράζει και η Σουτζούκι παραινεί την Μπαττερφλάι, που ακόμη περιμένει άυπνη τον σύζυγό της, να κοιμηθεί. Σύντομα εμφανίζεται στο σπίτι ο Σάρπλες με τον Πίνκερτον και την Κέιτ, τη νέα σύντροφο του υποπλοιάρχου. Οι στιγμές του Πίνκερτον δίπλα στην Μπαττερφλάι τον γεμίζουν τύψεις και τον κάνουν να αποχωρήσει. Εκείνη τρέχει να τον βρει, όμως αντί για αυτόν συναντά την Κέιτ. Η Μπαττερφλάι αποφασίζει να παραδοθεί στη μοίρα της. Συμφωνεί να παραχωρήσει το παιδί. Απελπισμένη, παίρνει το σπαθί με το οποίο ο πατέρας της είχε αυτοκτονήσει, επιλέγοντας να πεθάνει από το να ζει γεμάτη ντροπή. Ενώ είναι έτοιμη να βάλει τέλος στη ζωή της, η Σουτζούκι φέρνει τον γιο της με σκοπό να την αποτρέψει από το μοιραίο. Ωστόσο εκείνη κάνει χαρακίρι και, ετοιμοθάνατη, περπατά ως το γιο της και πεθαίνει δίπλα του, ενώ από μακριά ακούγεται ο Πίνκερτον να φωνάζει το όνομά της…
Η αποδοκιμασία της πρεμιέρας και οι πέντε όπερες σε μία…
Η «Μαντάμα Μπαττερφλάι» έκανε πρεμιέρα στη Σκάλα του Μιλάνου την 17η Φεβρουαρίου 1904. Αν και πριν την έναρξη της «πρώτης» απόλαυσε ενός θερμού χειροκροτήματος, η όπερα αποδοκιμάστηκε έντονα στην πρώτη παρουσίασή της. Το θέμα της γκέισας Μπαττερφλάι χλευάστηκε ως μία «κακή αντιγραφή» της Μιμή, της κεντρικής ηρωίδας της Μποέμ. Ο Πουτσίνι απέσυρε το έργο, όμως δεν πτοήθηκε από τις αποδοκιμασίες. Πηγές μάλιστα αναφέρουν πως ο Πουτσίνι είχε εκμυστηρευθεί σε συνεργάτες τις υποψίες που έτρεφε ότι ανταγωνιστές του είχαν κατακλύσει την αίθουσα, με σκοπό να σαμποτάρουν την πρεμιέρα.
Το «στραπάτσο» της επίσημης πρώτης οδήγησε εμμέσως σε ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της «Μαντάμα Μπάττερφλάι», το οποίο εν πολλοίς την κατέστησε το αριστούργημα που είναι σήμερα. Το χαρακτηριστικό αυτό δεν είναι άλλο από τις πολλαπλές βερσιόν της όπερας, αποτέλεσμα των αλλαγών υπέστη το έργο τα επόμενα χρόνια.
Ο Πουτσίνι επέφερε καταρχάς σημαντικές τροποποιήσεις στην εκδοχή που παρουσιάστηκε στη Σκάλα, χωρίζοντάς το αρχικά δίπρακτο έργο σε τρεις πράξεις. Η νέα εκδοχή έκανε πρεμιέρα στην ιταλική πόλη Μπρέσα, στις 28 Μαΐου 1904, όταν και η «Μαντάμα Μπαττερφλάι» έτυχε της απόλυτης αποθέωσης. Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1906 παρουσιάζεται στην Ουάσινγκντον και τη Νέα Υόρκη αντίστοιχα. Παρά την επιτυχία, ο Πουτσίνι διαμορφώνει μία τρίτη βερσιόν που κάνει πρεμιέρα στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης. Το 1907, ο Ιταλός συνθέτης επιφέρει εκ νέου μικρές ορχηστρικές και φωνητικές αλλαγές, διαμορφώνοντας την λεγόμενη τέταρτη βερσιόν, η οποία παρουσιάστηκε στο Παρίσι. Ο Πουτσίνι θα κάνει τις τελευταίες διαφοροποιήσεις για την πέμπτη βερσιόν, η οποία θεωρείται και η «στάνταρ Μαντάμα Μπαττερφλάι», με τις περισσότερες παραστάσεις παγκοσμίως.
Οι αλλαγές του Τζάκομο Πουτσίνι είχαν ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει απόλυτη συμφωνία ως προς το αν το έργο είναι σε δύο ή τρεις πράξεις. Γι’ αυτό συχνά παρουσιάζεται ως τρίπρακτο, την ώρα που κάποιες συνόψεις αναφέρονται σε δίπρακτη όπερα, χωρίζοντας την δεύτερη πράξη σε δύο μέρη.
Η ιστορία της σύνθεσης μίας «ιαπωνικής» όπερας…
Πώς κατέληξε ο Πουτσίνι να «αγκαλιάσει» μουσικά την ιστορία μίας γκέισας που ερωτεύθηκε ένα στέλεχος του αμερικανικού ναυτικού; Ο Ιταλός συνθέτης ταξιδεύει το 1900 στο Λονδίνο, με σκοπό να παρακολουθησει τη «Μαντάμα Μπαττερφλάι», το μονόπρακτο έργο του Αμερικανού θεατρικού παραγωγού και συγγραφέα, Ντέιβιντ Μπελάσκο. Ο Πουτσίνι δεν καταλαβαίνει λέξη από την παράσταση, καθώς δεν μιλάει καθόλου αγγλικά, όμως οι εικόνες του θεατρικού του κινούν το ενδιαφέρον και ζητά από τον συνεργάτη του, Τζούλιο Ρικόρντι, να αποκτήσει τα οπερατικά δικαιώματα. Το 1901, ο Πουτσίνι ξεκινά, με τους αγαπημένους του λιμπρετίστες Λουίτζι Ίλικα και Τζουζέπε Τζακόζα, με τους οποίους είχε ήδη επιτυχώς συνεργαστεί στα έργα Μανόν Λεσκώ, Μποέμ και Τόσκα, τη σύνθεση της «Μαντάμα Μπαττερφλάι».
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τον Πουτσίνι και τους υπόλοιπους συντελεστές είναι το «μπόλιασμα» της όπερας με στοιχεία ρεαλιστικότητας, εγχείρημα όχι εύκολο, αν αναλογιστεί κανείς ότι η ιστορία εκτυλλισόταν στο μακρινό Ναγκασάκι, όπου τα ήθη και τα έθιμα ήταν εντελώς ξένα προς εκείνα της Ιταλίας. Ο Ίλικα ταξίδεψε στο Ναγκασάκι, με σκοπό να αφουγκραστεί τα τοπικά πολιτιστικά στοιχεία και να σκιαγραφήσει, κυριολεκτικά και μετοφορικά, τα «ντόπια χρώματα» της Άπω Ανατολής. Η σύζυγος του Ιάπωνα πρέσβη στην Ιταλία συναντήθηκε μάλιστα με τον λιμπρετίστα, για να του τραγουδήσει παραδοσιακά ιαπωνικά τραγούδια και να τον μυήσει στην παραδοσιακή ιαπωνική μουσική.
Η μελέτη του Πουτσίνι γύρω από την μουσική παράδοση της Ιαπωνίας αποτυπώνεται στη σύνθεση της «Μαντάμα Μπατερφλάι», με τον Ιταλό συνθέτη να κάνει συχνά «ευθεία αναφορά» σε ρυθμούς ιαπωνικών τραγουδιών που είχε στο μεταξύ ακούσει.
Η «Μαντάμα Μπαττερφλάι», όπερα με απήχηση ανάλογη εκείνης της Μποέμ και της Τόσκα, αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα έργα με δεκάδες παραστάσεις παγκοσμίως. Η πρωτότυπη ιστορία της, τα μουσικά θέματά της από την ιαπωνική παράδοση και ο προβληματισμός που θέτει γύρω από τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό που ακολούθησε την οικονομική επέκταση των δυτικών βιομηχανικών κρατών στις αρχές του 20ού αιώνα, καθιστούν την «Μαντάμα Μπαττερφλάι» έναν «αναγκαίο σταθμό» για κάθε φίλο της όπερας. Ποια θα μπορούσε να είναι καλύτερη ευκαιρία από την παράσταση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής;