O Ντον Ντρέιπερ Ήταν Φιλελές*
του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου
* – Η δουλειά σου είναι να σερβίρεις ψέματα λοιπόν. Πώς κοιμάσαι τη νύχτα;
– On a bed made of money
Στις αρχές των 60s κυνηγώντας άλλον έναν ενδιαφέροντα ποδόγυρο, ο Ντον Ντρέιπερ βρίσκεται ατσαλάκωτος με το κοστούμι του, το καπελάκι του και την ξινισμένη φάτσα του σε ένα διαμέρισμα γεμάτο καπνούς. Για να είναι κοντά σε μια γυναίκα, αναγκάζεται να συμβιώσει με μια παρέα beatniks, αμφισβητιών της πολιτικής, πρώιμων χίπηδων, cool παιδιών που ζουν με καθαρή τη συνείδηση τους μακριά από το σύστημα. Όταν μαθαίνουν πως είναι διαφημιστής, πως εργάζεται στη Μάντισον Άβενιου ένας απ’ αυτούς του λέει καλυμμένος πίσω από την ιερότητα της υποκουλτούρας του: «Η δουλειά σου είναι να σερβίρεις ψέματα λοιπόν. Πώς κοιμάσαι τη νύχτα;». «On a bed made of money», του απαντάει ο Ντον με την πιο ξινή φάτσα της φαρέτρας του – και είχε πολλές διαθέσιμες.
Η κουβέντα κλιμακώνεται. «Εσύ φτιάχνεις το ψέμα. Εσύ δημιουργείς ανάγκες. Ανήκεις σε αυτούς, όχι σε εμάς», του λέει σε ένα γνώριμο απαξιωτικό και διχαστικό τόνο που δεν μπορεί παρά να φέρνει συνειρμούς για τον μανιχαϊσμο που ζούμε. Ο Ντον σηκώνεται, φτιάχνει τη γραβάτα και του φτύνει την απάντηση: «Δεν θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά δεν υπάρχει ένα μεγάλο ψέμα. Δεν υπάρχει σύστημα. Το σύμπαν είναι αδιάφορο». Ένας μαστουρωμένος χίπης παραδίπλα, παραπονεμένος από την κατάρρευση των βεβαιοτήτων του, τον ρωτάει: «Γιατί το είπες αυτό ρε φίλε;».
Ο Ντον Ντρέιπερ το είπε γιατί είναι φιλελές. Η λέξη χρησιμοποιείται με προφανή ειρωνεία, στην Αμερική του ψυχρού πολέμου, πόσο μάλλον στην Αμερική του σήμερα, η λέξη δεν έχει νόημα. Αλλά στον δικό μας ήπιο εμφύλιο είναι μια λέξη ιδανική για να περιγράψει τον άνθρωπο της αγοράς, τον κυνικό υπολογιστή που βλέπει αριθμούς εκεί που οι άλλοι βλέπουν ανθρώπους. Μια λέξη ιδανική για να περιγράψει τον τύπο που θέλοντας να ρίξει μια γυναίκα, της λέει: «Όταν λες αγάπη σκέφτεσαι κεραυνούς, αστραπές, να μην μπορείς να δουλέψεις, να μην μπορείς να φας, να το σκας με τον άνθρωπο σου, να παντρεύεσαι και να κάνεις παιδιά. Αν δεν το έχεις νιώσει μέχρι στιγμής, είναι γιατί δεν υπάρχει. Αυτό που νομίζεις αγάπη έχει εφευρεθεί από τύπους σαν και εμένα. Για να πουλήσουμε καλσόν». Όχι μόνο της το λέει, αλλά στο τέλος την ρίχνει.
Ο Ντον Ντρέιπερ είναι φιλελές γιατί δεν τον νοιάζει να αλλάξει τον κόσμο. Για την ακρίβεια, θα ένιωθε υπέροχα, αν όλα έμεναν όπως στο status quo των 50s. Οι σιωπηλοί και επιτυχημένοι άντρες που αφήνουν τη γυναίκα στα προάστια και ζουν τις περιπέτειες στην πόλη, οι καταπιεσμένοι χαρακτήρες που πίνουν «επειδή είναι καλύτερο από το να ξεκουμπώνεις το πουκάμισο σου, επειδή το αξίζεις. Πίνουμε γιατί αυτό κάνουν οι άντρες», όπως λέει ο άνθρωπος που έχει ραμμένες τις καλύτερες ατάκες στη σειρά, ο Ροτζερ Στέρλινγκ. Δεν τον νοιάζει να αλλάξει τον κόσμο – αν ήταν στο χέρι του, δεν θα ασχολιόταν με το να αλλάξει καν τον εαυτό του.
Αλλά δεν είναι στο χέρι του – δεν είναι στο χέρι κανενός μας. Στο τέλος, η αλλαγή θα έρθει να σε βρει όπου και να είσαι. Και αυτό είναι το νόημα μιας σειράς που μπορεί να ασχολήθηκε με συμβαιολογραφική λεπτομέρεια με τις αλλαγές στα ήθη, την πολιτική, την διακόσμηση, τα κοστούμια και τα κουρέματα της κουλτούρας της Αμερικής, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια σπουδή στην ψυχανάλυση.
Αυτό είναι το νόημα της σειράς: Ένα βιβλίο – γιατί ο Γουάινερ ένα βιβλίο σαν αυτά του Τζον Τσίβερ ήθελε να γράψει, είναι προφανές (απλά είχε την τύχη να το γράψει στην καλύτερη εποχή της τηλεόρασης. Ηθελε να γράψει για τους ασφυκτικούς ρόλους που επιλέγουμε στη ζωή, τα κοστούμια και τα στερεότυπα που κρατούν για λίγο και καταπιέζούν πολύ. Για τα πράγματα που είναι καλύτερα όταν είναι στο ξεκίνημά τους, για την ανδρική μελαγχολία και για την γυναικεία καταπίεση, για το πόσο δύσκολο είναι οι άνθρωποι να αλλάξουν τελικά – όλοι κουβαλάνε τα σκοτάδια τους, αλλά η αλλαγή ή η συμφιλίωση με το ποιος είσαι, είναι απαραίτητη όσο και να κοστίζει.
Δεν ξέρω γιατί ο κόσμος έβλεπε Μad Μen, αυτή τη φαινομενική σαπουνόπερα όπου σχεδόν τίποτα δε συνέβαινε, που οι σιωπές ήταν περισσότερες από τις ατάκες. Αλλοι για το διαρκώς αυξανόμενο hype, άλλοι για την αισθητική, άλλοι για τους όμορφους ανθρώπους. Προσωπικά, απόλαυσα την αργόσυρτη, σχεδόν βαρετή για κάποιον αμύητο, ατμόσφαιρα, γιατί παρουσίαζε προβλήματα διαχρονικά, προβλήματα βασικής ψυχολογίας, προβλήματα που έχω εγώ, είχαν οι προγονοί μου και οι γείτονες μου, είχατε εσείς και θα έχουν οι απόγονοι σας, πακεταρισμένα σε ένα όμορφο περιβάλλον. Είναι ωραίο να βλέπεις πως ακόμα και ο Ντον Ντρέιπερ υποφέρει, αυτό μας έδειχνε ο Γουάινερ διαρκώς, μπορείς να τα έχεις όλα και γυναίκες και λεφτά και το Μανχάταν στα πόδια σου και πάλι να μην την παλεύεις. Είναι κάπως καθησυχαστικό.
Στο τέλος όμως, κόντρα σε όλα, κόντρα στο όλο και πιο βαθύ σκοτάδι, μετά από μια περιήγηση στην σκοτεινή πλευρά της κάθε ψυχοσύνθεσης, ο Γουάινερ έκλεισε το μάτι. Επέλεξε την αισιοδοξία από την αυτοκτονία, σκότωσε μόνο έναν χαρακτήρα που για λόγους σεξισμού μάλλον κανείς δεν είχε συμπαθήσει πολύ. Έδωσε δεύτερες ευκαιρίες σε όλους και έδειξε πως όσο δύσκολο και να είναι, στο τέλος υπάρχει ελπίδα, αν όχι για αλλαγή τουλάχιστον για συμφιλίωση με το ποιος είσαι.
Δεν είναι τυχαίο πως, ο πάντα καχύποπτος με αλλαγές, επαναστάσεις, χίπηδες και λοιπές ευαισθησίες Ντον, πρώτα καταρρέει σε μια πραγματική στιγμή ψυχανάλυσης – η πρώτη που δεν έγινε πάνω σε μια μπάρα, μια από τις λίγες στιγμές που δεν κάπνιζε, δεν φορούσε κοστούμι και δεν έπινε – κι έπειτα, αποδέχεται τον εαυτό του κάνοντας (με λευκό ατσαλάκωτο πουκάμισο ασφαλώς) γιόγκα, ακούγοντας ως άλλος Τόνι Σοπράνο ένα καμπανάκι λίγο πριν το τέλος
Δεν θα αλλάξει τον κόσμο τελικά, ποτέ δεν το ήθελε. Ηταν αρκετά έξυπνος/κυνικός/αδιάφορος για να ασχοληθεί με αυτό. Δεν θα αλλάξει ούτε τον εαυτό του πολύ, το ξεπέρασε πια, απλά θα τον αποδεχθεί. Και επειδή ξέρει περισσότερο απ’ όλους να πακετάρει συναισθήματα, μπορεί να πουλήσει Coca Cola κι ελπίδα στο ίδιο μπουκάλι, αφομοιώνοντας την υποκουλτούρα που ποτέ δεν δέχθηκε.
Γιατί είπαμε, ο Ντον Ντρέιπερ μπορεί να ήταν ευαίσθητος τελικά, μπορεί να κατάλαβε πως η αγάπη είναι κάτι παραπάνω από τρόπος για να πουλάς καλσόν, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν ένας φιλελές που ήξερε πως δεν υπάρχει ένα μεγάλο ψέμα αλλά πολλά μικρά, πως δεν υπάρχει ένα σύστημα – ειδικά αν εργάζεσαι γι’ αυτό – πως το σύμπαν είναι πράγματι αδιάφορο για σένα αν δεν προσπαθήσεις. Και αυτός, αν μη τι άλλο προσπάθησε.
Όλα Είναι Παροδικά. Έτσι Είναι η Ζωή.
της Χρύσας Οικονομοπούλου
Aπό το 2007, εδώ και χρόνια δηλαδή, κοίτα να δεις, έχω διαβάσει πολλά για το Mad Men, κυρίως επειδή δεν εμπιστευόμουν το κριτήριό μου και επειδή είμαι από αυτούς που γκουγκλάρουν τους στίχους των τραγουδιών με την ελπίδα ότι είναι βαθύτεροι, ότι το νόημά τους εκτείνεται πέραν
του αρχικού πρώτου επιπέδου και ότι οι ίδιοι, ως ρηχοί άνθρωποι, χάνουν κάτι που είναι μπροστά στα μάτια ανθρώπων πιο καλλιεργημένων, πιο πεπαιδευμένων, πιο σημειολόγων.
‘Ετσι διάβασα:
– τις θεωρίες συνωμοσίας, που δεν με κάλυψαν
– τις συνδέσεις των ηρώων με την κοινωνία και την πολιτική της εποχής
– τις αναλύσεις κριτικών και θεατών
αλλά, όπως πάντα συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει να βρεις κάτι να καλύπτει ε σ έ ν α.
Το πλεονέκτημα, ή το μειονέκτημα, του Mad Men έναντι άλλων σειρών που επηρέασαν την καθημερινότητά μου, όπως το Six Feet Under ας πούμε, είναι πως το ΠΕΡΙΜΕΝΑ, πως το έβλεπα real time, σεζόν μετά τη σεζόν και όχι τα επεισόδια όλα μαζί συγκεντρωμένα, και έτσι είχα χρόνο να σκεφτώ: Τι ήθελα να γίνει, πού πάει το πράγμα, αν υπάρχει αναπόδραστο στη μοίρα των χαρακτήρων τους οποίους στην αρχή θεωρούσα πολύ εξαρτημένους από την εποχή και το ρετρό της υπόθεσης – αίσθημα που μειωνόταν όσο οι κύκλοι κυλούσαν. Αν το καλοσκεφτείς, δεν ήταν και πολύ διαφορετικές οι εποχές. Είναι πολύ καλύτερη τώρα η θέση της γυναίκας στην παραγωγή; Είναι λιγότερο απάνθρωπες οι «μπίζνες» για τους ενθρώπους που αισθάνονται τα τεκταινόμενα της ζωής λίγο βαθύτερα στην ψυχή τους; Και, κυρίως, είναι οι σχέσεις πολύ διαφορετικές, ως προς τις ισορροπίες;
Όχι, όχι, και όχι.
Εκείνο όμως που πάνω από όλα παρέμενε πάντα αμετακίνητο ως αξίωμα (στο δικό μου μυαλό, δε, πάνω σε αυτό βασίζεται στα αλήθεια η ταύτιση όλων με τη σειρά) αφορά την σκληρή διαπίστωση πως, πραγματικά, τα πάντα είναι προϊόντα τυχαίων συναντήσεων με ανθρώπους που θα νοιαστούν και θα αγαπήσουν σε στιγμές σημαντικές ή όχι, επιβαίνοντας στο άρμα των συγκυριών. Τη διαπίστωση πως, όπως είπε και η υπεύθυνη του κέντρου αποκατάστασης στον Ντον στο φινάλε, οι άνθρωποι πηγαινέρχονται όποτε θέλουν, με απόλυτη ελευθερία. Και σε αυτό το αέναο πήγαινε-έλα, προλαβαίνεις να αισθανθείς για κάμποσο, να ευτυχήσεις για λίγο, και να πάρεις μερικές στροφές στη ζωή σου.
Το Mad Men δεν είχε επίλογο για να ξεσπάσεις, να δεις μπροστά σου την αγάπη ως απόλυτο προορισμό, όπως το Six Feet Under.
To Mad Men δεν σε καθησύχασε πως στο τέλος όλα βγάζουν ένα ανακουφιστικό, μεταφυσικό, νόημα.
Το Mad Men δεν ήθελε να νιώσεις καλύτερα μέσω μιας μεγαλειώδους κάθαρσης.
Το Mad Men ήθελε να ξέρεις την αλήθεια: για τίποτα δεν θα είσαι βέβαιος. «Όλα είναι παροδικά, Η ευτυχία είναι μικρές στιγμές, και μετά φεύγει.
Δεν μπορείς να το διαχειριστείς; Κακώς. Και πρόβλημά σου. Έτσι είναι η ζωή.
Τίποτα δεν είναι απόλυτο: ο Ντον δεν είναι ο μονοδιάστατος κυνικός, και μπορεί να παραλύσει από τη θλίψη επειδή ένας άνθρωπος που δεν γνωρίζει, σε έναν χώρο όπου από ειρωνικό twist του σεναρίου βρέθηκε, αυτοψυχαναλύεται εκφράζοντας τον φόβο πως όλα αυτά που θέλει αγωνιωδώς να δώσει μπορεί να μη βρεθεί κανένας να τα πάρει.
Η Τζόαν, γυναίκα με τους άντρες στα πόδια της βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μοναξιά επειδή υπήρξε πάντα αποφασισμένη να είναι κάτι πολύ παραπάνω από αντικείμενο πόθου και ποτέ δεν συμβιβάστηκε με αυτόν τον ρόλο, τον τόσο αρκετό για την εποχή και τις σύγχρονές της.
Η Πέγκι, η φαινομενικά λιγότερο ωθούμενη απο το συναίσθημα από όλους εκεί μέσα, βρίσκει τον έρωτα που ποτέ δεν αποτέλεσε προτεραιότητά της.
Ο Πιτ, ένας wannabe Ντον λιγότερο κατεστραμμένος και μοιραίος, συμβιβάζεται με την ελάχιστα περιπετειώδη φύση τού καριερίστα οικογενειάρχη.
Ο Ρότζερ, ο χαρακτήρας που αποτελούσε έναν σταθερό πυλώνα comic relief στη σειρά (… όσο comic relief χωράει δηλαδή στο Mad Men) βρίσκει ακόμα μια (πρόσκαιρη; ποτέ δεν θα μάθουμε) αγάπη – και δεν είναι σύμπτωση που υπονοείται ότι οι χαρούμενοι έρωτες, που δεν εμπεριέχουν
αβάσταχτο δράμα, έρχονται σε ανθρώπους που διάγουν τη ζωή τους χωρίς να πολυσκέφτονται.
Η Σάλι παίρνει τον μητρικό ρόλο που της όριζε από την αρχή μια ιστορία που, αντίθετα σχεδόν με το σύνολο των τηλεοπτικών και κινηματογραφικών, ποτέ μα ποτέ δεν θεώρησε τη μητρότητα και την οικογένεια «ευλογία», «μεγαλύτερα δώρα» και στόχους ζωής.
Και απέναντι σε όλη αυτήν την απελπιστική μη-μονιμότητα, σε όλα τα πρόσκαιρα της ζωής που οφείλονται στο ότι οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν χωρίς να δίνουν λογαριασμό, το μοναδικό μη αναστρέψιμο γεγονός: Η Μπέτυ θα πεθάνει. Αυτό είναι μόνιμο.
Από το τέλος της σειράς έλειπαν οι δραματικές κορυφώσεις – και μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι αυτό ήταν το απόλυτα ταιριαστό φινάλε για μια σειρά στην οποία το συναίσθημα, και τις επτά σεζόν, ήταν υποδόριο και χαμηλότονο, πέρασα και εγώ τη φάση άρνησης «Ε ΟΧΙ, δεν το βλέπω τόσες σεζόν ΓΙΑ ΑΥΤΟ» – αλλά η αλήθεια είναι πως για αυτό το έβλεπα: γιατί όσο και να περιπλανήθηκε ο ήρωας, η πραγματικότητα είναι πως Το Γραφείο, με την έννοια της καριέρας αλλά και του τρόπου ζωής, αποτελούσε πάντα τον χώρο που ένιωθε άνετα, επειδή ήταν ο περιφραγμένος, τεχνητός κόσμος που μπορούσε απόλυτα να ελέγχει και από τον οποίο έπαιρνε τις συγκινήσεις που τόσο απεγνωσμένα και ανικανοποίητα κυνηγούσε στην υπόλοιπη ζωή του και στις δυσλειτουργικές του σχέσεις με τους ανθρώπους που σπανίως μπόρεσε να πλησιάσει αρκετά. Γιατί οι δύο πιο δυναμικοί γυναικείοι χαρακτήρες της σειράς πάλεψαν ως το τέλος με το κλισέ της γυναίκας που φοβούνται οι άντρες με έναν τρόπο στωικό αλλά και επίμονο, και οι νίκες τους ήταν πάντα μικρές, χωρίς θριάμβους, συνοδευόμενες από θυσίες που δεν παρουσιάστηκαν με τρόπο εκκωφαντικό – δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι η παραίτηση της Πέγκι από τη μητρότητα δεν παρουσιάστηκε καν ως θυσία: μέχρι τον έβδομο κύκλο κάποιοι δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι το storyline Πέγκι-παιδί είχε πραγματικά τελειώσει οριστικά από την αρχή. Και γιατί ο θάνατος, το μεγαλύτερο δράμα της ζωής και το μοναδικό storyline με τη σφραγίδα του οριστικού, είχε την εικόνα μιας όμορφης, πλούσιας γυναίκας που περιμένει το τέλος καπνίζοντας στην κουζίνα της στα προάστια κι ενός αποχαιρετισμού που δεν ειπώθηκε ποτέ. Γιατί η Μπέτυ και ο Ντον, ψυχροί και στερημένοι από ακραία συναισθήματα ως το τέλος, όχι απλώς δεν συναντήθηκαν αλλά δεν είχαν καν την ευκαρία να χρησιμοποιήσουν λέξεις, κάνοντάς το.
-“Birdie…”
-“I know”
Ένα από τα πιο αφαιρετικά, διακριτικά και σπαραξικάρδια αντίο της τηλεοπτικής ιστορίας.