Σας έχει συμβεί να ακούτε ένα τραγούδι και να σας αγγίζουν τόσο τα όσα λέει ώστε να σκεφτείτε «αυτοί δεν είναι στίχοι, αυτό είναι ποίηση»; Δεν μπορώ να πω με σιγουριά τι διαφοροποιεί την ποίηση από τη στιχουργία, πάντως είναι μάλλον κοινώς αποδεκτό ότι η πρώτη είναι ανώτερη της δεύτερης και ότι δρα αυτόνομα μέσα μας χωρίς το δεκανίκι της μουσικής. Το ερώτημα «Ποιους στίχους θα μπορούσατε να χαρακτηρίσετε ποίημα;» τέθηκε σε μια ποιήτρια και σε τρεις ποιητές. Αυτές είναι οι απαντήσεις τους:
Γλυκερία Μπασδέκη
Όλη η δισκογραφία της Πλάτωνος ( σε στίχους της Κριεζή.αλλά κυρίως σε δικούς της) είναι υψηλή νεοελληνική ποίηση. Κι όλος ο Αττίκ το ίδιο. Κι ό,τι έγραψε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και το χάρισε δεξιά κι αριστερά κρυστάλλινη ποίηση είναι.
Αλλά επειδή πρέπει να διαλέξω αυτό που αγαπώ πιο πολύ (απ’αυτά που αγαπώ πιο πολύ) θα σταθώ στο ‘’τρελό παιδί’’ του Χατζιδάκι. Κι ας μην του έβαζε μουσική,κι ας μην το μουρμούριζε η Νταντωνάκη. Μόνο του. Ατραγούδιστο. Γιατί λένε ότι ποίηση είναι οι λέξεις που έχουν τη δύναμη να σε σώσουν και να σε σκοτώσουν με την ίδια προθυμία.
Το ‘’τρελό παιδί’’ του κυρίου Μάνου μ’έχει σώσει/σκοτώσει,σκοτώσει/σώσει αμέτρητες φορές. Μια στρίβει το μαχαίρι,μια με φιλάει στο στόμα.
Αυτό που κάνει ένα ποίημα χωρίς να το ξέρει,δηλαδή.
Κάθε τρελό παιδί
(Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις)
Κείνο το πρωί του είπα καλημέρα
κείνο το πρωί του είπα καλημέρα.
Κάθε τρελό παιδί
έχει στο χέρι
φιλί της Παναγιάς
κι ένα μαχαίρι.
Κι η μάνα του δεν τραγουδά
κι η μάνα του δεν τραγουδά.
Κάθε που σφάζονται
δυο περιστέρια
η νύχτα καίγεται
στα δυο του χέρια.
Και το κορίτσι δε μιλά
και το κορίτσι δε μιλά.
Το βιβλίο «Τέσσερα θεατρικά, Στέλλα travel – Ραμόνα travel – ΑΧ! – Donna Abbbandonata» της Γλυκερίας Μπασδέκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις bibliotheque.
γιώργος δομιανός
γεννιέσαι.
κοίτα, του βγήκε το δοντάκι, να το πετάξουμε στα κεραμίδια. και μετά γαλάζια φόρμα τζάμπερς και φωτογραφίες με τα ξαδελφάκια, βαριέσαι, και ξύλο στην έκτη δημοτικού, και γραβάτα για να σε δει ο παππούς στο γυμνάσιο, διάφανο μουστάκι, πενταήμερη, εμετός φθηνού ουίσκι, γήπεδο και λίγη φούντα, μαθαίνεις τις πορείες σε μαθαίνουν χίλια πράγματα κι αυτές, και μπάτσοι και τρως ξύλο μα όλο και πιο ατσάλι, και σκοτώθηκε ο φίλος με τη μηχανή και κλαις μα όλο και πιο ατσάλι, φιλιά στα πάρκα, χωρίσματα και τσιγάρα και όλο και πιο ατσάλι και ξαφνικά
έρχεται η συννεφούλα
και κάτω από τις γέφυρες κυλάνε ή ποτάμια ή τραίνα ή εραστές, το κάθε ένα από αυτά ρυθμίζει την ροή του με τέτοιο τρόπο ώστε παρακολουθείς αρπαγμένος από τα κάγκελα να νοιώθεις πως σε τουφεκίζει το έλα και το φύγε. αυτό που θα απομείνει θα είναι ο κρυφός ρυθμός της καρδιάς σου και τα ιδρωμένα αποτυπώματα πάνω σε υπερεκτεθειμένες φωτογραφίες.
δεν είναι άνοιξη φέτος αυτή
γιατί να έρθει το τέλος του κόσμου με έναν λυγμό; ποιος θα κλάψει γι’ αυτόν τον κόσμο; αν είναι να έρθει με έναν ήχο, ας είναι τραγούδι και εκεί στην τέταρτη με πέμπτη νότα μια απροκάλυπτη ευφορία να πνίξει κάθε ζωντανό κύτταρο να σηκώσει από τους τάφους, τα υπόγεια, τις σκόνες, κάθε νεκρό – δε θα χωράμε πια σε αυτά τα λίγα εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα. κι αν έχουμε πεθάνει χωριστά, νεκροί θα είμαστε μαζί, συννεφούλα μου.
πεθαίνεις
έλα, αστειεύομαι: τριγύρνα μ’ όσους θέλεις κάθε βράδυ.
Συννεφούλα
(Στίχοι: Διονύσης Σαββόπουλος
Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος)
Είχα μια αγάπη, αχ καρδούλα μου,
που `μοιαζε συννεφάκι, συννεφούλα μου.
Σαν συννεφάκι φεύγει ξαναγυρνάει
μ’ αγαπά τη μια την άλλη με ξεχνάει.
Κι ένα βράδυ αχ καρδούλα μου
διώχνω ξαφνικά τη συννεφούλα μου.
Δεν αντέχω άλλο πια να με γελάει
μ’ αγαπάει τη μια την άλλη με ξεχνάει.
Κι έρχεται ο Απρίλης αχ καρδούλα μου
να κι ο Μάης συννεφούλα μου.
Δίχως τραγούδι, δάκρυ και φιλί
δεν είναι άνοιξη φέτος αυτή.
Συννεφούλα, συννεφούλα να γυρίσεις σου ζητώ
και τριγύρνα μ’ όσους θέλεις κάθε βράδυ.
Δεν αντέχω άλλο να `μαι μοναχός
μ’ αγαπάς τη μια κι ας με ξεχνάς την άλλη.
Η ποιητική συλλογή του γιώργου δομιανού «Δεν είναι η εποχή των κερασιών» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χαραμάδα.
Βασίλης Αμανατίδης
Το τι και γιατί κάτι είναι ποίημα είναι μεγάλη κουβέντα και ας την κάνουμε κάποια άλλη στιγμή αλλού. Μπορώ όμως να σκεφτώ αρκετούς Έλληνες στιχουργούς ή τραγουδοποιούς, που έχουν φτιάξει στίχους εξίσου ισχυρούς με τον συμπυκνωμένο και αναπεπταμένο (αναστημένο) λόγο που είναι τα καλά ποιήματα. Εύλογο: το τραγούδι επαναφέρει τον λόγο στην τράγου ωδή. Εκεί τα λόγια γίνονται σώμα, ενώνονται αξεδιάλυτα με τη μελωδία και τον ρυθμό και χώνονται ευκολότερα και βαθύτερα στη συλλογική μνήμη. Το τραγούδι δηλαδή διατηρεί κάτι από αυτό που η ποίηση στον 20ό αιώνα τείνει να χάσει: την προφορική διάσταση και την ακροαματική της διαδικασία. Ως τέτοιοι δημιουργοί και ως τέτοια έργα μου έρχονται πρόχειρα στη μνήμη οι: Νίκος Γκάτσος, τραγούδια του Σαββόπουλου (π.χ., ναι, το «Καλοκαίρι»), από τη Λίνα Νικολακοπούλου τα «Σκουριασμένα χείλη» ειδικώς, ενώ ποίηση σκέτη και αδιαπραγμάτευτη είναι φυσικά πολλά τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, αλλά και δείγματα των Ελευθερίου, Τριπολίτη, Αλκαίου, Αγγελάκα, Κ. Βήτα. Ωστόσο, προσωπικά με επηρέασε προπάντων το αταξινόμητο υβρίδιο της Λένας Πλάτωνος. Η Πλάτωνος, ολική δημιουργός, ποιεί λόγο, ρυθμό και μέλος εξίσου, αναπάντεχα, και σχεδόν ταυτόχρονα. Πολλά της τραγούδια –τα περισσότερα– δίνουν την εντύπωση πως είναι ποιήματα. Αυτό δεν είναι απόλυτα αληθές. Αν απομονωθεί η μουσική –όσο αυτό είναι δυνατόν να συμβεί σε ένα τραγούδι– οι στίχοι «ζαλίζονται» ελαφρώς, μοιάζουν να χρειάζονται και τη μελωδία, δεν στέκουν ως απολύτως αυτεξούσιοι. (Τούτο δεν αποτελεί βεβαίως ψόγο: είναι ό,τι θα έπρεπε ούτως ή άλλως να συμβαίνει σε αυτόν τον χρυσό συμβιβασμό που είναι μεταξύ λόγου και μέλους το τραγούδι). Ωστόσο, η Πλάτωνος έχει ποιήσει και τραγούδια στα οποία οι στίχοι είναι λαμπρός, αυτεξούσιος λόγος. Παράδειγμα: η «Αναλύζα» από το «Σπάσιμο των πάγων». Έχω κατά καιρούς συγκινηθεί πολύ με το τραγούδι αλλά και με τα λόγια αυτά, μαζί και ξέχωρα. Κάτι που ίσως σημαίνει ότι εδώ λειτούργησε θαυμάσια –τουλάχιστον σε μένα– το «μαζί και μόνοι»: μέλος και λόγος, μέλος, λόγος. Νά το:
Αναλύζα
(Στίχοι: Λένα Πλάτωνος
Μουσική: Λένα Πλάτωνος)
Αναλύζα,
παίρνεις βιαστικά το πορτοφόλι
και ξαναγοράζεις τσιγάρα
με κατάλληλο τρόπο
έχοντας ριγμένα τα μαλλιά σου
φορώντας τα κόκκινα γυαλιά σου
ώστε να μη φαίνεται, ότι φαίνεσαι
να τον κοιτάς…
όταν εγχειρίζεις το μέρος της καρδιάς
και βγάζεις παλιές σχολικές
βιτρίνες ζαχαροπλαστείων
από επικίνδυνη μεμβράνη
τυχαία δηλαδή και ύποπτη ύλη
που σκιάζει τη ρόδινη δύση,
τους μεσαίους δρόμους,
τα ταξινομημένα ταχυδρομικά κουτιά.
Επιτέλους σκαρφαλώνεις
στην αποφορτισμένη σου στήλη
και χαρτογραφείς από εκεί πάνω
δυναμικούς σχηματισμούς από καρό
και με το ένα χέρι καλύπτεις το παιχνίδι
«ηλεκτρονικό κρυφτό»
και με το άλλο αποκαλύπτεις το παιχνίδι
«τα μάτια σου κοιτώ και πέφτω χάμω»…
Κι όμως
όλοι κάποτε κλάψαμε
μπροστά ή πίσω.
Ο καιρός είναι γλυκός
και τα φυτά ποτίζονται
κι εσύ λες
«έτσι δεν υποφέρω αλλά δε ζω».
Η ποιητική συλλογή «μ_otherpoem: μόνο λόγος» του Βασίλη Αμανατίδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.
Σαμσών Ρακάς
«Μη δίνετε σημασία σ’ αυτή τη μπλόφα
των μελοποιήσεων και των φωνασκιών
[…]
γιατί τα λόγια σ’ ένα τραγούδι
είναι σαν οδοντωτό τραινάκι,
όπου κάθε λέξη του στίχου είναι ένα δόντι
για ν’ ανεβαίνει στη μελωδία ο φωνασκός»
Ν. Καρούζος / Συνέντευξη στο περιοδικό Η Λέξη (1981)
Όποτε πηγαίνω στο νησί ανυπομονώ να επισκεφθώ το συγκεκριμένο σημείο. Είναι ένα παραθαλάσσιο δάσος που με γοητεύει να περνάω με το αμάξι, κυρίως όταν δύει ο ήλιος, τότε που οι ακτίνες πέφτουν σχεδόν οριζόντιες στα μάτια σου. Βάζω δυνατά τη μουσική και καθώς διασχίζω το μέρος όλα γίνονται φωτορυθμικά. Ένα πεύκο, μια ακτίνα, ένα πεύκο, μια ακτίνα. Τα μάτια σου ανοιγοκλείνουνε σε τούτο το ρυθμό. Δυναμώνεις τη μουσική. Ο στίχος καταιγιστικός: «κοίτα τα κορμιά πώς θυσιάζονται στο υγιειοκομείο που μας ρίξαν». Ένα πεύκο, μια ακτίνα. Ακούς τα έγχορδα σαν φύση. Λες και οι ρίζες των δέντρων γραντζουνάνε από κάτω το πέτρωμα. Ένα πεύκο, μια ακτίνα. Ένα πεύκο, μια ακτίνα. Μέχρι που παραδίνεσαι. Ένα εξάστερο φως σε τυφλώνει. Τώρα οδηγάς με κλειστά μάτια. Ο θάνατος είναι ένα συμβάν ρουτίνας. Επιστρέφεις στο σκοτάδι μέσα στην κοιλιά της μάνας σου. Η άβυσσος είναι γεμάτη από ποτάμια πίσσας. Δυναμώνεις τη μουσική. Οι νότες τώρα πέφτουνε σαν σφαίρες. Αρχαίοι σκοπευτές σε σημαδεύουν. Νεράιδες με πολυβόλα κρύβονται πίσω από τα δέντρα. Ρίχνουνε στο ψαχνό. Τρύπες ανοίγουνε στο σώμα σου. Τα σπλαχνα σου υποδέχονται για πρώτη φορά το φως. Μια ηδονή σε κατακλύζει. Μα ο στίχος εξακολουθεί «κοίτα τα κορμιά πώς θυσιάζονται στο υγιειοκομείο που μας ρίξαν». Βρίσκεσαι σε μια κηδεία που της λείπει όμως ο νεκρός. Γιατί έχεις συναντήσει την ποίηση. Την προσωπική. Την αυθεντική. Όχι αυτή που σε αναπαύει. Αλλά αυτή που σε παύει και σε ανασταίνει. Αυτή που γνωρίζουν οι Mohammad. Μη σε μπερδεύει το όνομα. Το συγκρότημα είναι ελληνικό. Και σε τούτη την πραγματικότητα που ζούμε, με τέτοιο όνομα, μοιάζει πιο ελληνικό από ποτέ. Άλλωστε ο τίτλος του κομματιού είναι σαφής: «Sakrifis». Κι είναι ένα κομμάτι ορχηστρικό. Όχι για μένα.
Η ποιητική συλλογή «Αμπερλουδαχαμίν» του Σαμσών Ρακά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Υποκείμενο.