«Είμαι ένοχος γιατί δεν τήρησα καμία απόσταση. Δεν μπόρεσα να βγάλω καθόλου από πάνω μου την ιδιότητα του fan. Δε με ενδιέφερε κιόλας γιατί, εδώ που τα λέμε, αντικειμενική αφήγηση δεν υπάρχει». Ο Χρήστος Πέτρου «απολογείται» στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής για το ντοκιμαντέρ λπ, μια τανία φόρο-τιμής στην πρωτοπόρο Λένα Πλάτωνος. Βρίσκεται στην πόλη της documenta, το Κάσελ της Γερμανίας, η ταινία του θα προβληθεί στο τοπικό φεστιβάλ την Παρασκευή 16/11. Αμέσως μετά, όμως, θα μπει στο αεροπλάνο για να γυρίσει στην Αθήνα – το λπ έχει την τιμητική του αυτήν την εβδομάδα στο σινέ Τριανόν. Το ντοκιμαντέρ βγαίνει επιτέλους στην αίθουσα για να το δει το κοινό (έχει προηγηθεί μόνο μια προβολή που διοργάνωσε το Flix πέρυσι τον Δεκέμβριο στην Στέγη) με Q+A, dj sets και live (της ίδιας της Πλάτωνος και του Φοίβου Δεληβοριά) να το συνοδεύουν καθ’ όλη τη διάρκεια της κινηματογραφικής εβδομάδας που ακολουθεί.
Έχει περάσει περισσότερο από ένας χρόνος από τότε που ολοκληρώθηκε η ταινία, όμως ο σκηνοθέτης της ακούγεται ενθουσιώδης σαν να την τελείωσε χθες. Γιατί «ήταν μια ταινία που ήθελα να κάνω από έφηβος, πριν καν αποφασίσω ότι ήθελα να γίνω σκηνοθέτης. Ήμουν, και παραμένω, πολύ μεγάλος θαυμαστής της Λένας. Πρωτογνώρισα την μουσική της, στις αρχές των 80s. Τότε ήμουν στη φάση του post punk/new wave με Cure, Depeche Mode κτλ., έμπαινα και στο proto hip hop που είχε μόλις σκάσει, αλλά κάτι τέτοιο δεν είχα ξανακούσει. Ήταν ένα σοκ. Με έκανε -όσο κι αν ακούγεται περίεργο- περήφανο ως Έλληνα. Ηταν μουσική μπροστά από την εποχή της, ακόμα και σε διεθνές επίπεδο. Για μένα, ας πουμε, ήταν πιο πρωτοποριακή από την Anne Clarke», μου λέει ανεβάζοντας σταδιακά τα ντεσιμπέλ στη φωνή του.
Ο Χρήστος Πέτρου συστήθηκε στη Λένα Πλάτωνος το 2006 σε μια βιβλιοπαρουσίαση στο Μαρούσι. Ήταν για τη συλλογή στίχων Τα Λόγια μου που έβγαλε ο Γιώργος Χρονάς στις εκδόσεις Οδός Πανός, μια κυκλοφορία που την έφερε και πάλι στο φως σηματοδοτώντας -όπως λέει και η ίδια στο ντοκιμαντέρ- μια αναγέννηση. «Ήταν όντως πολύ σημαντική αυτή η μέρα για εκείνη, αλλάξαμε τηλέφωνα, κρατήσαμε μια επαφή, της μίλησα για το όνειρό μου και μια μέρα μου τηλεφώνησε στο Vinyl Microstore της Διδότου. Με κάλεσε στο διαμέρισμά της στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και μου είπε πώς θέλει να το κάνει. Κι αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Μιλούσαμε για διάφορα πράγματα, ακούγαμε μουσική και στο μεταξύ προσπαθούσα να βρω χρηματοδότηση».
Κάτι που φυσικά δεν είναι καθόλου εύκολο, το πρότζεκτ χρειάστηκε κοντά μια δεκαετία να ολοκληρωθεί. Όταν ο Χρήστος Πέτρου εξασφάλισε τα πρώτα χρήματα από το Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου προσέγγισε την Heretic, λόγω της δουλειάς που είχαν κάνει στο ντοκιμαντέρ για τον Larry Gus. Από δω και πέρα, λοιπόν, στο κάδρο μπαίνει ως παραγωγός κι ο Γιώργος Καρναβάς. «Παρότι ως παραγωγός είμαι προσανατολισμένος στο fiction, ήθελα να δοκιμάσω και προς την κατεύθυνση του ντοκιμαντέρ. Με τον Χρηστο γνωριζόμαστε από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, έτσι κι αλλιώς ήταν φανατικός του Synch (σ.σ. ο Καρναβάς ήταν το 1/2 των συνιδρυτών του φεστιβάλ), στο οποίο άλλωστε κάναμε κι αφιέρωμα στη Λένα το 2006».
Η ιδέα άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Τι ταινία όμως θα ήταν αυτή; Σε μια χώρα μάλιστα που δεν έχει δα και παράδοση σε ανάλογα docs… «Το πρώτο μισό των 80s ήταν η εποχή που τα synths μπήκαν για τα καλά στην pop, όμως οι δίσκοι που έβγαιναν ήταν καλογυαλισμένοι στην παραγωγή και κάπως μαλθακοί. Σε ένα τέτοιο, ξαναλέω όχι απλά ελληνικό αλλά διεθνές, τοπίο εμφανίστηκε η Λένα Πλάτωνος και κάνοντας το περάσμα από τη Λιλιπούπολη και τον Καρυωτάκη έβγαλε τα τρία καθοριστικά της άλμπουμ: Μάσκες Ηλίου (1984) – Γκάλοπ (1985) – Λεπιδόπτερα (1986). Για εμένα αυτοί οι δίσκοι είναι οριακοί, ακόμα και σήμερα τους θεωρώ μοναδικούς. Τους τοποθέτησα στο κέντρο της αφήγησής μου.
Ένα από τα πράγματα που ήθελα να πετύχει η ταινία είναι να γνωρίσουν ακόμα περισσότεροι την Λένα Πλατώνος. Δεν είναι δεδομένο ότι όσοι θα ενδιαφέρονταν για το doc θα ήταν ήδη fans και γνώστες του έργου της. Ας πούμε, την ανακάλυψαν τα δύο ανήψια μου κι αυτό μου φαίνεται πραγματικά ότι έχει μεγάλη σημασία. Δεν με πειράζει καθόλου να έχει κι έναν “εκπαιδευτικό” χαρακτήρα η ταινία», λέει ο Χρήστος Πετρου.
Βλέποντας την ταινία, νομίζω, ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα σημεία της είναι οι αφηγήσεις των ανθρώπων που μπήκαν μαζί με την Πλάτωνος στο στούντιο (παραγωγοί, μηχανικοί ήχου, μουσικοί) κι έφτιαξαν ηλεκτρονική πρωτοποριακή μουσική σε μια εποχή που τα στούντιο δεν είχαν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σε μια εποχή πριν το sampler που τα άλλαξε όλα. Είναι απολαυστικές οι διηγήσεις του Πάνου Δράκου ή του Γιάννη Κύρη για τις πατέντες που μηχανεύθηκαν προκειμένου να πετύχουν τα εφέ. Και είναι και ημιτελείς, γιατί δεν τις θυμούνται και πλήρως μετά από τρεις δεκαετίες που μεσολάβησαν και όλα έφτασαν να γίνονται σε μια οθόνη.
Οι άνθρωποι που δούλεψαν δίπλα της παρουσιάζονται ο ένας μετά τον άλλον. Από τον Γιάννη Παλαμίδα και τη Σαββίνα Γιαννάτου του Σαμποτάζ στην Έλλη Πασπαλά και τον Θάνο Σταθόπουλο που της χάρισαν επίσης τις φωνές τους. Ο λόγος και πάλι στον Χρήστο Πέτρου… «Ήθελα να είναι μια ταινία που θα μιλάνε οι άλλοι για τη Λένα, όχι τόσο εκείνη για τον εαυτό της. Ήθελα εκείνη να είναι κάτι σαν ένα πνεύμα πάνω από το doc. Γι΄αυτό αποφάσισα να της κάνω αυτά τα λίγα πλάνα που εμφανίζεται ντυμένη στα μαύρα σε ένα δωμάτιο με λίγο φως – γενικά “κακό” πλάνο που όμως εναρμονίζεται με αυτό το ελεεινό, τρισάθλιο και, τελικά, hardcore αρχειακό υλικό που είχαμε π.χ. από την εμφάνισή της στην ΕΡΤ 2 το 1986».
«Ειδα τα βίντεο της Λένας Πλάτωνος στο YouTube, ήταν κάποια κλιπ που έκανε για την ελληνική τηλεόραση, νομίζω, το 1987. Δε θυμάμαι αν βρήκα το link μόνος μου ή κάποιος μου το έστειλε, όμως έτσι όπως την είδα να είναι ντυμένη και να χορεύει με τον δικό της τρόπο, έπαθα πλάκα. Μαγεύθηκα. Άρχισα να μοιράζομαι τα βίντεο με φίλους, είναι εντελώς άγνωστη στις ΗΠΑ. Επικοινώνησα αμέσως μαζί της, δουλέψαμε μια συμφωνία μιας και δεν υπήρχε πια δισκογραφική να ελέγχει τα δικαιώματα. Κάτι που για μένα είναι καλύτερο, γιατί όλα τα έσοδα πάνε σε εκείνη χωρίς ενδιάμεσους. Μας πήρε βέβαια 5-6 χρόνια, αλλά τα καταφεράμε να βγάλουμε και τα τρία σπουδαία της άλμπουμ plus μερικά remixes από μοντέρνους καλλιτέχνες της electronica/dance. Το κοινό της Dark Entries την αγάπησε αμέσως. Είναι μια πολύ διαφορετική μουσική, ο παλμός της είναι εξωκοσμικός και την καθιστά εντελως αταξινόμητη».
1.5 χρόνο πριν σε συνέντευξή του στην Popaganda ο Josh Cheon, αφεντικό της Dark Entries από το Σαν Φρανσίσκο, εξηγούσε πως έκανε γνωστή, τη δεκαετία που διανύουμε, τη Λένα Πλάτωνος στο μοντέρνο ηλεκτρονικό κύκλωμα. Φυσικά, μιλάει στο doc, όπως εμφανίζονται κι άλλα ονόματα από το εξωτερικό σαν τους Red Axes (επίσης μας είχαν μιλήσει για την αγάπη τους στην ελληνίδα νεράιδα), τον Alexis Taylor των Hot Chip ή την συνονόματή της Lena Willikens. Κι έχει πολύ ενδιαφέρον να ακούς τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τη Λένα Πλάτωνος ακόμα κι αν δυσκολεύονται να κατανοήσουν τις λέξεις της. «Αν θεωρήσουμε ότι η Πλάτωνος είναι πια κάτι καθιερωμένο κι αναγνωρισμένο από το ελληνικό mainstream, αποτελεί ταυτόχρονα ένα παγκόσμιο niche έτσι όπως την έχουν ανακαλύψει τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό με τις επανεκδόσεις των δίσκων της. Κι αυτό για μας είναι μεγάλη (εξ)άσκηση για να δούμε τα όρια μια ελληνικής ιστορίας με δεδομένο το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς. Προσσπάθήσαμε πολύ για μια εναλλακτική διανομή, κάτι καταφέραμε, φάγαμε όμως κι αρκετές πόρτες», σημειώνει ο παραγωγός Γιώργος Καρναβάς. Η ταινία βγαίνει τώρα στο σινεμά, θα προβληθεί στην ΕΡΤ, θα κυκλοφορήσει κάποια στιγμή σε συλλεκτικό premium DVD, θα κάνει κατόπιν τη βόλτα της στο ίντερνετ.
Η Λένα είναι ένας πυρηνικός αντιδραστήρας που ήταν για χρόνια θαμμένος κάτω από τη γη και τώρα βρίσκεται και πάλι σε πλήρη λειτουργία (…) Το μεγάλο βάσανο αυτής της γυναίκας ήταν το να συγχρονίζεται με τους γύρω της αφού το μυαλό της έτρεχε πολύ μπροστά.
Η Λένα Πλάτωνος έμεινε σχεδόν ανενεργή για μιαμιση δεκαετία. Από το 1990 ως το 2007, μεσολάβησε μόνο ένας δίσκος, οι Αναπνοές του 1997. Δύσκολα χρόνια, η σκοτεινή περίοδος της κατάθλιψης. Την οποία το ντοκιμαντέρ διαχειρίζεται πολύ λεπτά, πολύ διακριτικά. Πώς ήταν αλήθεια η σχέση των συντελεστων μαζί της; «Νομίζω αργά αργά κέρδισα την εμπιστοσύνη της μέσα από μια διαδικασία που δε διέφερε σε τίποτα από το πως γινόμαστε φίλοι με κάποιον. Βρίσκεις κοινά σημεία επαφής, σε μας ήταν η μουσική, και σιγά σιγά ο άλλος σου ξεκλειδώνεται. Νομίζω ότι την έπεισα για την ειλικρίνεια των προθέσεων μου και τα πήγαμε πολύ καλά».
Ο Γιώργος Καρναβάς συμπληρώνει: «Η Λένα ως άνθρωπος είναι μια φοβερή έκπληξη όσο τη γνωρίζεις καλύτερα. Διατηρεί την παιδικότητα της και το μυαλό της πετάει συνεχώς σπίθες – είναι ένας πυρηνικός αντιδραστήρας που ήταν για χρόνια θαμμένος κάτω από τη γη και τώρα βρίσκεται και πάλι σε πλήρη λειτουργία. Κάναμε αρκετή παρέα όσο προχωρούσε το ντοκιμαντέρ, πίναμε τσάι και συζητούσαμε, κι εκεί κατάλαβα πώς το μεγάλο βάσανο αυτής της γυναίκας ήταν το να συγχρονίζεται με τους γύρω της αφού το μυαλό της έτρεχε πολύ μπροστά. Ίσως ακόμα και σήμερα να συβαίνει αυτό, είναι απίστευτος ο τρόπος που απορροφά πληροφορίες χωρίς να γνωρίζει το πλαίσιό τους».
Πριν κλείσουμε ο Χρήστος Πέτρου κάνει ειδική μνεία στους συνεργάτες του (Γιώργος Καρβέλας στη φωτογραφία, Τόλης Αποστολίδης στο μοντάζ και Νίκος Κωνσταντινου στον ήχο), απαντά ότι ο Βαγγέλης Παπαθανασίου κι ο Μίμης Πλέσσας θα τον ιντρίγκαραν για επόμενα πρότζεκτ («…και ίσως η Μαρινέλλα») και κλείνει λέγοντας: «Θεωρώ ότι ένας λόγος που συμμετείχε κι έδωσε την συγκατάθεσή της ήταν ότι ήθελε να μείνει κάτι για την υστεροφημία της. Όλους μας απασχολεί, γιατί να μην απασχολεί κι εκείνη;»
Αντί επιλόγου, λοιπόν, ας δούμε τι λέει η ίδια η Λένα Πλάτωνος για το λπ…
«Ο σκηνοθέτης Χρήστος Πέτρου κατόρθωσε να δημιουργήσει μια απίστευτη μουσική ταινία για τη ζωή μου. Άγγιξε σε βάθος την ποίησή μου, τη μουσική μου κι εμένα την ίδια. Ασφαλώς το ντοκιμαντέρ βρίσκει την ολοκλήρωσή του στις μαρτυρίες από καλλιτέχνες του περιβάλλοντός μου. Σημαντική και η παρουσία και συνεισφορά του Γιώργου Καρναβά. Το λπ είναι ένα αισθητικό οικοδόμημα από θαυμαστές ισορροπίες που με εκφράζουν απολύτως»