Μόλις το ψηφιακό τηλεφώνημα «πιάνει γραμμή» στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, o Άλαν Σπάρχοκ, ηγέτης των Low από το ξεκίνημά τους το 1993, ζητάει λίγο χρόνο να επιστρέψει στο σαλόνι από τον κήπο του σπιτιού του στο Ντελούθ της Μινεσότα. Μου μαθαίνει να το προφέρω και σωστά και μετά δίνει και κάποια, ποτέ δεν ξέρεις, ταξιδιωτικά tips. «Αν βρεθείς ποτέ στα μέρη μας μάλλον θα πρέπει να ανεβείς στον λόφο, από εκεί μπορείς να δείς πως είναι διαμορφωμένη η πόλη ως προέκταση του λιμανιού. Και μετά, θα πρότεινα να περπατήσεις στην ακτή, που είναι τόσο μεγάλη που αν σταθείς σε ένα σημείο της νομίζεις πως είσαι στην Καλιφόρνια. Μετά σε τρυπάει βέβαια τόσο πολύ το κρύο που καταλαβαίνεις πως αυτό δεν ισχύει. Δεν ξέρω ποια είναι τα dont’s, δε θέλω να δεχτώ απειλητικά γράμματα από τα McDonald’s ή όπου άλλού σε αποτρέψω να πάς. Ας αρκεστώ στο εξής: Μην έρθεις τον Ιανουάριο».
Οι Low είναι ένα από τα λίγα συγκροτήματα που μοιάζουν τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα με τον τόπο καταγωγής τους, τις παγωμένες Δίδυμες Πόλεις, ακριβώς κάτω από τις Μεγάλες Λίμνες και τον Καναδά. Εσωτερικοί, χαμηλότονοι, μινιμαλιστές, τόσο ιδιαίτεροι που ολόκληρο είδος -το slowcore- επινοήθηκε για να περιγράψει την εμφάνισή τους στα 90s. «Ποτέ δεν μισήσαμε τον όρο slowcore. Κάποιος το έβαλε σε ένα άρθρο και στην αρχή είχε πλάκα – ε, μετά απλά σήμαινε “αυτή η μπάντα παίζει αργά”. Τώρα όσον αφορά την καταγωγή, είναι κάτι πολύ σημαντικό για τους Low. Μεγαλώσαμε σε αγροτικό περιβάλλον, νιώθαμε ότι ήμασταν πολύ μακριά από τον “πραγματικό κόσμο”, όπου συνέβαιναν όλα. Σε μία απομόνωση που έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πώς αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο. Αυτό ή σε ρίχνει ή σε κάνει να θες να προσπαθείς λίγο πιο σκληρά. Με μένα συνέβη το δεύτερο. Με έκανε να αφοσιωθώ ακόμη περισσότερο στο να συμβούν πράγματα που έμοιαζαν αδύνατα. Όπως ότι παραμείναμε η μπάντα από τη μικρή πόλη που γυρνάει τον κόσμο, ηχογραφεί, μακριά από τον ανταγωνισμό με τα άλλα γκρουπ στα μεγάλα αστικά κέντρα. Καμιά φορά σκέφτομαι π.χ. ότι αν μέναμε στο Λος Άντζελες ή τη Νέα Υόρκη θα ήταν πιο εύκολο να κάνουμε soundtrack για ταινίες. Από την άλλη, γλιτώνουμε τη φθορά. Κι έπειτα, έχουμε πολλούς φίλους εδώ στον ωραίο μικρό μας τόπο». Σε έναν τόπο που αναρωτιέμαι φωναχτά αν το μεγαλύτερο πολιτιστικό του προϊόν είναι οι Low, το Fargo ή ο Prince παίζει χωρίς ανταγωνισμό σε αυτή τη συζήτηση; «Ο Prince, ούτε συζήτηση. Όταν μεγάλωνα, για μένα ο Prince πήγαινε χέρι με χέρι με τον David Bowie. Ήμουν γύρω στα 13-14 όταν κυκλοφόρησε το “1999”. Κι όταν βγήκε το “Purple Rain”, ο αντίκτυπός του έγινε ακόμα πιο μεγάλος – η μουσική, η περσόνα και ότι καταγόταν από τη Μινεσότα. Ήμουν σε φαση “αλήθεια, μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο”».
To ντεμπούτο των Low, που είναι ένα από τα πλέον αναμενόμενα acts του Summer Nostos Festival 2019 (εμφανίζονται στο Ξέφωτο την Πέμπτη 27/6, 22.00), ήρθε το 1994 δύο μήνες πριν ο Κομπέιν τινάξει τα μυαλά του στον αέρα και κόψει τη φόρα στον grunge χείμαρρο. Έβγαλαν τρεις δίσκους στη μικρή Vernon Yard («αθώα χρόνια»), μεταπήδησαν στην αναγνωρισμένη εναλλακτική Kranky για άλλους τρεις («άκρατα φιλόδοξα χρόνια») κι από το 2005 δισκογραφούν στην εμβληματική Sub Pop («ένα ευτυχές χάος»). Συνεργάστηκαν με βαριά ονόματα στην κονσόλα, από τον Τζεφ Τουίντι των Wilco («θέλαμε να τον εντυπωσιάσουμε») στον Ντέιβ Φρίντμαν και τον Στιβ Αλμπίνι («ο πιο απαιτητικός»). Έχουν κολλήσει δηλαδή τα ένσημά τους στο αμερικάνικο alternative nation ώστε να θεωρούνται πια βετεράνοι, έχουν αλλάξει μερικούς μπασίστες (ο κορμός του γκρουπ παραμένει ο Άλαν και η ντράμερ σύζυγός του Μίμι Πάρκερ) μέχρι να καταλήξουν στον Στιβ Γκάρινγκτον, έχουν διαμορφώσει έναν τόσο συγκεκριμένο ήχο ώστε να μας ξαφνιάσουν με το περσινό δωδέκατό τους άλμπουμ Double Negative.
«Όταν αντιμετώπισα ζητήματα ψυχικής υγείας, μερικές φορές η ψυχολογική μου κατάσταση ήταν τέτοια που ήταν δύσκολο για την Μίμι να είναι γύρω, μπορούσα να γίνω πολύ απρόβλεπτος και ντροπιαστικός. Όμως οι γύρω μου ειχαν υπομονή μαζί μου και με προστάτευσαν από το να πληγωθώ»
Πιο «αφαιρετικό»; Πιο «πειραματικό» (με τόσο autotune); Πιο ambient; Τι λέει ο Άλαν; «Πάντα ψάχνουμε κάτι νέο, θέλουμε να βρούμε τι άλλο μπορούμε να κάνουμε και να το βγάλουμε από μέσα μας. Αυτή η διαδικασία συχνά σε ωθεί να το πας στα άκρα και κάπως έτσι το Double Negative αποστασιοποιήθηκε αρκετά από τις υπόλοιπες δουλειές μας. Κάθε φορά που ξεκινάμε να φτιάχνουμε έναν καινούργιο δίσκο, προσπαθούμε να θρέψουμε τις προσδοκίες μας, να γίνουμε καλύτεροι από ο,τι φανταζόμασταν ως τώρα. Σκεφτόμαστε φυσικά και τους fans. Όμως νιώθω πως είμαστε πολύ τυχεροί που έχουμε παγιώσει τη σχέση μας μαζί τους. Αισθάνομαι πως αν δουν ότι εμείς είμαστε ευχαριστημένοι με αυτό που κάναμε, είναι κι εκείνοι. Τη μία μπορεί να έχουμε πολύ απαλό ήχο, την άλλη πολύ θορυβώδη…Νομίζω πως πλέον μπορούν να περιμένουν σχεδόν τα πάντα από μας. Πιστεύω πως αν ήμουν στη θέση τους, κάθε φορά θα ήμουν ενθουσιασμένος να δω τι θα διαφορετικό θα συμβεί. Είναι σπάνια αυτή η εμπιστοσύνη, είμαστε τυχεροί που την έχουμε».
Στο ΚΠΙΣΝ θα στηρίξουν το σετ τους εκεί, στο περσινό άλμπουμ. Για το οποίο, οι -κατά βάση- εξαιρετικές κριτικές έγραψαν ότι αποτελεί «αντανάκλαση των μπερδεμένων καιρών μας με το μεγάλο έλλειμμα επικοινωνίας». Συμφωνεί; «Ναι, μπορώ να το δω αυτό. Δεν είναι όμως ότι καθίσαμε και είπαμε “τώρα θα γράψουμε για την πολιτική”, κανείς μας δεν γράφει με αυτόν τον τρόπο. Απλά εμπιστεύεσαι τα συναισθήματά σου και κάνεις τις επιλογές σου. Σίγουρα ήταν ένα άλμπουμ επηρεασμένο από τους καιρούς μας κι από όσα ζούμε. Ζούμε το τέλος της ελπίδας και πριν έρθει η πλήρης αποδιοργάνωση πρέπει να μάθουμε να ζούμε διαφορετικά. Νομίζω για μας, ο δίσκος ήταν μια προσπάθεια να καταλάβουμε την κατάσταση του κόσμου σήμερα π.χ. με τον σημερινό Πρόεδρο των ΗΠΑ αλλά κι όσα συμβαίνουν σε πολλές ακόμη χώρες, ακόμη και στην δική σας». Του ζητώ να εμβαθύνει στο πώς αντιμετώπισε την εκλογή Τραμπ. «Υπάρχουν δύο εντελώς αντίθετα σενάρια ερμηνείας γαι το τι συμβαίνει στις ΗΠΑ σήμερα. Η μισή χώρα, η συντηρητική, θεωρεί πως ο πρόεδρος είναι ψεύτης, δεν είναι έντιμος και πως η εκλογή του ήταν εγκληματική. Η υπόλοιπη μισή χώρα πιστεύει πως είναι σταλμένος από τον Θεό κι ότι πρέπει να βιαστούμε π.χ. να χτίσουμε αυτό το τείχος για να αποτρέψουμε τους “εγκληματίες” που θα περάσουν τα σύνορα. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που έχουν όπλα, που δεν υπολογίζουν τα δικαιώματα των γυναικών. Δες τι έγινε στην Αλαμπάμα, αλλά και σε τόσες άλλες πολιτείες: Η απαγορευση των έκτρωσεων στην χώρα σημαίνει πως περισσότερες γυναίκες και παιδιά θα πεθάνουν. Κι οποιοσδήποτε λέει το αντίθετο, λέει ψέματα».
Δεν είναι πολύ σίγουρος ότι ο Μπέρνι Σάντερς είναι η καλύτερη απάντηση σε αυτήν την κατάσταση, πιστεύει ότι ίσως η Ελίζαμπεθ Γουόρεν ή η Καμάλα Χάρις ή κάποιος σαν αυτές θα ήταν καλύτερος στην ηγεσία. Μιας και το έχουμε ρίξει στην πολιτική, του υπενθυμίζω ότι η τελευταία φορά που είχαν παίξει στην Αθήνα ήταν τον Γενάρη του 2015, ένα φορτισμένο Σαββατόβραδο λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες. Μάλιστα, είχε πει και κάποια συγκινητικά λόγια από το μικρόφωνο. «Ναι, μπορούσες να νιώσεις την ένταση μιλώντας με τους ανθρώπους. Είχαμε μείνει κάποιες μέρες στην πόλη και υπήρχε ένα τέτοιο κλίμα. Τώρα, ερχόμαστε 5 χρόνια μετά και με όσα έχουν γίνει, μπορώ να καταλάβω ακόμη περισσότερο το συναίσθημα. Τα πράγματα ίσως δεν εξελίχθηκαν όπως κάποιοι ήλπιζαν».
Έχω αφήσει την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου δολαρίων για το τέλος. Πώς είναι να σχηματίζεις, να καθιερώνεις και τελικά να επιβιώνεις σε ένα ροκ συγκρότημα με τον/την σύζυγό σου (ο Άλαν και η Μίμι είναι ζευγάρι σχεδόν από πάντα); «Είναι δύσκολο μερικές φορές, αλλά έτσι κι αλλιώς η ζωή είναι δύσκολη. Όταν ήμασταν νέοι συνηθίζαμε να λέμε πόσο πλάκα θα είχε να κάναμε κάτι δημιουργικό μαζί στη ζωή. Όταν στήθηκε η μπάντα υπήρχε πολύς ενθουσιασμός. Ήμασταν ούτως ή άλλως κοντά, γνωριζόμαστε από εννέα ετών, ήμασταν στην ίδια τάξη, στο ίδιο σχολείο. Η μπάντα απλά πήγε την σχέση ακόμη βαθύτερα: να είμαστε 24 ώρες τη μέρα μαζί και να δουλεύουμε πάνω σε δημιουργικά πράγματα που ενίοτε είναι δύσκολα. Νομίζω πως αυτό έχτισε μια βαθύτερη σχέση, έναν ισχυρό δεσμό. Όταν αντιμετώπισα ζητήματα ψυχικής υγείας, μερικές φορές η ψυχολογική μου κατάσταση ήταν τέτοια που ήταν δύσκολο για την Μίμι να είναι γύρω, μπορούσα να γίνω πολύ απρόβλεπτος και ντροπιαστικός. Όμως οι γύρω μου ειχαν υπομονή μαζί μου και με προστάτευσαν από το να πληγωθώ».
Σημειώνω ότι μιλά με πολύ γενναίο τρόπο για εκείνη την κατάσταση. Το αρνείται μόνο και μόνο για να μιλήσει ακόμα γενναιότερα. Λέει ότι δεν πίστευε ότι του συνέβη, ότι το να χάσεις -ακόμα και για λίγο- το μυαλό σου δεν απέχει τόσο όσο νομίζουμε, ότι είναι χαρούμενος που δεν έγινε στατιστική αυτοκτονιών.
Σπάνια, μια μουσική συνέντευξη καταλήγει σε ένα μικρό μάθημα ζωής…