Αν και δεν είναι η μόνη ταινία στην οποία «πρωταγωνιστεί» ένα μαγαζί όπου πωλούνται δίσκοι (ας μην ξεχνάμε και το Empire Records που προηγήθηκε κατά πέντε χρόνια και το οποίο στο τρέχον πλαίσιο ψηφιακής ωραιοποίησης των αγίων αναλογικών πάντων, αντιμετωπίζεται ως ένα υποτιμημένο και υπόγεια επιδραστικό, χαμένο διαμάντι), από το 2000 οπότε και προβλήθηκε, κάνοντας όλο τον καλό τον κόσμο μετά τα σινεμά να τρέχει σε βιβλιοπωλεία για να αποκτήσει ετεροχρονισμένα το ομώνυμο βιβλίο σε δυο τρεις διαφορετικές βερσιόν και άλλες τόσες γλώσσες (ακόμη και περισσότερες απ’ όσες γνωρίζουμε φαρσί), είναι πρακτικά αδύνατο να γίνει η οποιαδήποτε αναφορά σε ένα δισκοπωλείο χωρίς τον άμεσο, πηγαίο και «ολογραμματικό» συνειρμό στο Championship Vinyl του High Fidelity και σίγουρα σε περισσότερες από μία εκ των σκηνών απείρου (κάλλους) γραφικότητας που είδαμε και κατόπιν διαβάσαμε (και μέχρι σήμερα έχουμε ξαναδεί δεκάδες φορές) να διαδραματίζονται εκεί.
Σκηνές σαν εκείνη που ο Jack Black με σκαμπρόζικη μαεστρία αδειάζει την τσέπη του αβοήθητου πελάτη, φορτώνοντάς τον το ένα βινύλιο μετά το άλλο, ή σαν εκείνη που ο John Cusack πατάει το play, ακούγεται το “Dry the Rain” και ξέρει ότι θα πουλήσει 5 κόπιες από το The Three EPs των Beta Band, ή σαν μία από τις ουκ ολίγες με τα τάχαμου προσεκτικά επιλεγμένα top 5 με κάθε πιθανή, φαιδρή ή σοβαρή αφορμή (όσο σοβαρή μπορεί να είναι μία αφορμή που σε οδηγεί σε ξεδιάλεγμα ποπ δίσκων) ή τέλος πάντως σαν οποιαδήποτε από τις δεκάδες αυτής της ταινίας, κάποιες παρόμοιες με τις οποίες δεν γίνεται να μην έχεις ζήσει στην πραγματική σου ζωή αν διανύεις τουλάχιστον την τέταρτη δεκαετία της, έχοντας «ξοδέψει» ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι της σε δισκάδικα της Αθήνας, του Βερολίνου, της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου, του Βόλου, της Θεσσαλονίκης, σε δισκάδικα του κόσμου όλου, ακούγοντας και αγοράζοντας μουσική.
Και φυσικά ας μην ξεχνάμε εκείνη τη σκηνή που ο «Rob Gordon» εξηγεί πως μετά από ένα μεγάλο χωρισμό τα έχασε, δηλαδή τα έχασε όλα, κιλά, δουλειά, πανεπιστήμιο, ώσπου τελικά «ξύπνησε» από το μακάριο χάος του για να συνειδητοποιήσει ότι είχε πιάσει δουλειά σε ένα δισκάδικο – η αρχή της πορείας που τελικά θα τον οδηγούσε στο άνοιγμα του δικού του ασύλου ανιάτων βινυλιομανών.
Ο Πάκης Τζιλής, πάντως, το 1991 δεν αποφάσισε να ανοίξει το δικό του μαγαζί στη Θεσσαλονίκη (για να το δει να εξελίσσεται γρήγορα σε ένα από τα πιο «υποψιασμένα» αλλά όχι «συμπλεγματικά» της χώρας ολόκληρης) λόγω κάποιου τραυματικού χωρισμού, αλλά εξαιτίας μιας μετεφηβικής αφέλειας, όπως λέει στην Popaganda. Και αυτό, αν σκεφτείς ότι ο Λωτός κλείνει φέτος τα 25 χρόνια (20 από τα οποία στη Σκρα 7 – «σκρα» όπως περίπου κάνει η βελόνα αν την πάρεις σβάρνα ενώ στροφάρει σπειροειδώς πάνω στο βινύλιο;), απ’ ότι φαίνεται είναι προτιμότερος λόγος για να ξεκινήσεις κάτι «που θα μπορούσε άνετα να πει κανείς ότι δεν είναι και ό,τι καλύτερο επιχειρηματικά. Αλλά αυτό που σε αναζωογονεί είναι η ίδια η μουσική, το μοίρασμα της αγάπης και της μούρλας με άλλους ανθρώπους». Εδώ που φτάσαμε, μας έχει μείνει και τίποτα άλλο;
Δεν ξέρω ούτε έναν που έχει μεγαλώσει αγοράζοντας μουσική σε φυσικά φορμά, που να μην έχει φανταστεί, έστω και φευγαλέα, τον εαυτό του ως εγκέφαλο του δικού του δισκοπωλείου. Κι εσύ από μικρός το ονειρευόσουν; Καταλαβαίνω τι λες. Ο Λωτός, που το Δεκέμβριο συμπληρώνει 25 χρόνια ζωής – και μάλιστα από τον Οκτώβριο του ‘96 μέχρι σήμερα βρίσκεται στο ίδιο σημείο, στο 7 της Σκρά – γεννήθηκε μέσα σε ένα πλαίσιο μετεφηβικής αφέλειας, με την έννοια ότι υπήρχε πολύ μεγάλη αγάπη για τη μουσική και έντονη ενασχόληση, αλλά φυσικά καμία συναίσθηση και γνώση του εμπορικού τμήματος της δουλειάς. Αυτό αναγκαστικά το μαθαίνεις στην πορεία και πολλές φορές μέσα από δυσκολίες και κατραπακιές. Τώρα πια εννοείται ότι υπάρχει και μια έντονη επαγγελματική νοοτροπία. Προσπαθώ και για τη δική μου, προσωπική ηρεμία αλλά και στις σχέσεις μου με τον κόσμο, να ισορροπώ από τη μια πλευρά την εμπορική διάσταση που έχει αυτή η δραστηριότητα, και από την άλλη την αγάπη για τη μουσική.
Οπότε μια τυπική μέρα στη ζωή ενός δισκοπώλη δεν μοιάζει βγαλμένη από κάποια ταινία του αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά; Δεν είναι το απόλυτο dream job του αμετανόητου μουσικόφιλου; Έχει δύο κομμάτια. Το ένα είναι γεμάτο ευχαρίστηση και επικοινωνία. Υπάρχει όμως και το άλλο κομμάτι, που έχει να κάνει με την επαγγελματική διεκπεραίωση διαφόρων πραγμάτων μέσα στην ημέρα. Και ειδικά τα τελευταία χρόνια που τρέχω τον Λωτό μόνος μου, προσπαθώ να είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου για να προλάβω τα πάντα, τον κόσμο που έρχεται εδώ, το site, τις παραγγελίες και άλλα τέτοια. To παίρνω όλο πάνω μου και πολλές φορές είμαι σε ένα κυνήγι του χρόνου.
Όταν άνοιξε ο Λωτός πως ήταν το τοπίο των δισκοπωλείων στη Θεσσαλονίκη; Δε νομίζω ότι τα δισκάδικα εκείνη την εποχή στην πόλη ήταν στο peak τους. Αυτό θα μπορούσα να πω ότι ήρθε μερικά χρόνια αργότερα, στα τέλη των 90s. Σίγουρα όμως ήταν περισσότερα απ’ όσα υπάρχουν σήμερα. Ακόμη και στο φάσμα ή στις μουσικές περιοχές που ας πούμε ότι κινείται ο Λωτός.
Το οποίο φάσμα που το εντοπίζεις; Γιατί αν και από σένα έχω ψωνίσει τα πάντα, από indie της Νέας Ζηλανδίας μέχρι black metal από το…Brooklyn, ανέκαθεν είχα την αίσθηση ότι στο Λωτό υπήρχε μια έμφαση προς την πιο πειραματική πλευρά του φεγγαριού. Ποτέ δεν θέλησα να ταυτιστεί ο Λωτός με κάποιο συγκεκριμένο μουσικό χώρο. Ένα από τα πράγματα που θεωρώ πολύ βασικά μέσα στη διαδικασία της δουλειάς είναι να υπάρχουν ανοιχτές κεραίες σε σχέση με την εξέλιξη της μουσικής, με την έννοια ότι όλο αυτό το πράγμα δεν είναι στατικό, συνέχεια κυλάει, αλλάζει, και αρκετές φορές, όπως έχουμε δει, κάνει κύκλους. Οπότε προσπαθώ να είμαι πάντα ανοιχτόμυαλος. Εντάξει, σίγουρα ο Λωτός ποτέ δε δούλεψε με πολύ mainstream πράγματα. Από εκεί και πέρα όμως ποτέ δεν περιορίστηκε αυστηρά σε ένα χώρο. Μπορεί να δίνεται έμφαση σε κάποιους χώρους ανά περιόδους και ειδικά σε στιγμές έκρηξης νέων πραγμάτων. Αν και έχουμε πολλά χρόνια να ζήσουμε μία σοβαρή έκρηξη, δηλαδή κάτι θα δημιουργήσει κάποια ρήγματα και θα προκαλέσει ανατροπές. Εντάξει, μπορεί στο μαγαζί να υπάρχει και ένα προσωπικό στίγμα – εφόσον με ενδιαφέρει το κομμάτι της πειραματικής μουσικής με την έννοια ότι είναι μια κατάσταση διαρκούς αναζήτησης – και να περνάω δηλαδή σε ένα βαθμό το δικό μου γούστο στον κόσμο με τον οποίο έχω σταθερή επαφή όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και το δικό μου γούστο επηρεάζεται από όσους αγοράζουν μουσική από τον Λωτό.
Ως δισκοπώλης τα τελευταία 25 χρόνια, πέρα από τα διάφορα hype, αντιλήφθηκες κάποιες οριακής σημασίας εκρήξεις, όπως λες, ακόμη και αν έγιναν πιο «υπόγεια»; Αν θέλουμε να μιλήσουμε με γενικότερους όρους, η τελευταία μεγάλη έκρηξη που επηρέασε την κατάσταση και σε επίπεδο κοινωνικής ζωής στην πόλη, ήταν η ηλεκτρονική μουσική, που από τα μέσα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 90 οπότε και είχε γίνει πιο μαζική, άλλαξε πράγματα, «αμφισβήτησε» την πρωτοκαθεδρία του ροκ, δημιούργησε μια κίνηση σε άλλους χώρους, πάρτι σε αποθήκες και τέτοια. Άλλαξε το σκηνικό εντελώς. Από κει και πέρα, κατά καιρούς υπάρχει λίγο πιο έντονο ενδιαφέρον από τον κόσμο για πιο συγκεκριμένα ρεύματα, αλλά σε καμία περίπτωση κάτι τόσο μεγάλο όπως τότε.
Πως ήταν η ανθρωπογεωγραφία της πελατείας σου στην αρχή και πως την έχεις δει να αλλάζει μέχρι σήμερα; Μετά από τόσα χρόνια, μπορείς τέλος πάντων να πεις ότι υπάρχει κάποιος «τυπικός» πελάτης του Λωτού; Αυτό που με χαροποιεί, γιατί δείχνει μια σχέση εμπιστοσύνης, είναι ότι κάποιοι από τους πελάτες του Λωτού είναι μαζί μου 25 χρόνια. Κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή, μεγαλώνουμε μαζί. Από κει και πέρα, και αυτό μάλλον θα σου το πει ο κάθε δισκοπώλης, η ανθρωπογεωγραφία έχει αλλάξει κυρίως ηλικιακά. Αν παλιότερα το μεγαλύτερο τμήμα των πελατών ήταν μεταξύ 18 και 25 ετών, τώρα ο κόσμος που κινείται μέσα στο δισκοπωλείο είναι κυρίως από 30 μέχρι 55. Υπάρχουν και οι νεότερες ηλικίες, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό. Κατά τ’ άλλα, σε επίπεδο φυσιογνωμίας, έχει να κάνει με το τι απασχολεί το κοινό την κάθε περίοδο. Τα τελευταία χρόνια πάντως παρατηρώ ότι υπάρχει μια διάχυση του γούστου των πελατών, οπότε δεν υπάρχουν και εμφανή ενδυματολογικά, ξέρω γω, χαρακτηριστικά ή σε επίπεδο συμπεριφοράς, που να προδίδουν το γούστο. Γενικά, δε βλέπω διαδικασίες ταύτισης, όπως παλιά.
Θυμάσαι τη σκηνή του High Fidelity που ο John Cusack λέει «τώρα θα πουλήσω πέντε κόπιες από το The Three EPs των Beta Band»; Πόσο συχνά έχει συμβεί κάτι ανάλογο στο Λωτό; Φυσικά και θυμάμαι τη σκηνή. Έχει γίνει δεκάδες φορές στο Λωτό. Ειδικά με τον κόσμο που είναι σταθερός και ξέρω το γούστο του. Αυτό είναι από τα ωραία κομμάτια της δουλειάς, ξέρεις, λίγο ονειρικό. Γίνεται πολύ ωραίο παιχνίδι και αυτό είναι που με ανανεώνει και με κρατάει. Γιατί πρόκειται για μια δουλειά που θα μπορούσε άνετα να πει κανείς ότι δεν είναι και ό,τι καλύτερο επιχειρηματικά γιατί έχει μικρό κέρδος, μεγάλο στοκ, κλπ. Αλλά αυτό που σε αναζωογονεί είναι η ίδια η μουσική, το μοίρασμα της αγάπης και της μούρλας με άλλους ανθρώπους. Αν έβαζα μια candid camera στο Λωτό, από το πρωί ως ως το βράδυ θα κατέγραφε απίστευτα περιστατικά και φοβερούς διαλόγους. Έχει πολύ πλάκα, ας πούμε, να μπαίνει κάποιος στο μαγαζί, να αναγνωρίζει ένα πελάτη και να φοβάται ότι θα του πάρει τα πράγματα που θέλει, οπότε ξεκινάει στα γρήγορα το ψάξιμο από την άλλη άκρη του τοίχου, ρίχνοντας ο ένας στον άλλο διαρκώς περίεργες ματιές.
Η περιβόητη ανάσταση του βινυλίου είναι κάτι που άπτεται και της σαλονικιώτικης ή γενικότερα της ελληνικής πραγματικότητας; Μπορεί να μην το ζούμε στη διάσταση που έχει στην Αμερική ή στην Αγγλία που είναι και τα κέντρα της μουσικής βιομηχανίας και μάλιστα σε αυτές τις χώρες οι πρωταγωνιστές στην αναβίωση του βινυλίου είναι οι μικρότερες ηλικίες, παρ’ όλα αυτά κι εδώ υπάρχει μια μεταστροφή των αριθμών. Μέχρι και τα τέλη των 00s το φορμά που πρωταγωνιστούσε στις πωλήσεις του Λωτού ήταν το cd, σε ένα ποσοστό 70-30. Το 2012 ήταν η πρώτη χρονιά που οι πωλήσεις των βινυλίων ξεπέρασαν των cd. Και τώρα πια έχουμε φτάσει στο 70-30 αλλά από την ανάποδη. Κυρίως γιατί έχει επιστρέψει σε αυτό το παιχνίδι κόσμος που το είχε αφήσει για κάποια περίοδο.
Γιατί τόσος κόσμος αγαπάει να μισεί τη Record Store Day; Σίγουρα μακροχρόνια ο θεσμός θα μπει σε μια διαδικασία εκφυλισμού. Αλλά ακόμα είναι στο στάδιο που δυναμώνει χρόνο με το χρόνο. Προς το παρόν είναι κάτι πολύ καλό για τα δισκοπωλεία γιατί προσφέρει πολύ ισχυρή οικονομική ένεση. Ο τζίρος που γίνεται εκείνη την ημέρα όχι απλώς δεν επαναλαμβάνεται καμία άλλη μέρα του χρόνου – στο Λωτό είναι μια μέρα πανικού με κόσμο να μένει έξω από το μαγαζί – αλλά δίνει μία ώθηση που μπορεί να κρατήσει ένα-δυο μήνες. Οπότε λειτουργεί θετικά, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζω τις «σκιές» που τη συνοδεύουν, όπως εκδόσεις που δεν έχουν νόημα, κάποιες τιμές αδικαιολόγητα υψηλές, τάσεις κερδοσκοπίας τόσο από συναδέλφους όσο και από ιδιώτες, ενώ και οι πολυεθνικές έχουν μπει πια για τα καλά στο παιχνίδι και σε ένα βαθμό διαμορφώνουν πλέον τους όρους.
Κεφάλαιο Poeta Negra Records. Discuss… Η Poeta Negra είχε χρονικά δύο φάσεις: Η πρώτη ήταν πιο σύντομη και «διαδραματίστηκε» λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και η δεύτερη ξεκίνησε ουσιαστικά το 2000 και ολοκλήρωσε τον κύκλο της το 2007 και έγινε σε συνεργασία με τον Απόστολο Ρίζο. Yπήρξε και μια «έκτακτη επανεμφάνιση» το 2015, με αφορμή τη record store day, με την κυκλοφορία του Sans – Mapping The Invisible (το οποίο σύντομα θα επανεκδοθεί από τους ίδιους σε μια περιορισμένη βινυλιακή έκδοση με διαφορετικό εξώφυλλο). Είμαι ιδιαίτερα ικανοποιημένος με τα «αποτυπώματα» που άφησε πίσω της η εταιρία, πιστεύω ότι οι δουλειές που εκδόθηκαν είναι διαχρονικές. Πολλές φορές οι κυκλοφορίες της εξέφραζαν ένα πνεύμα ρηξικέλευθο και αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη διαφόρων τάσεων της ελληνικής μουσικής σκηνής. Ήταν μια προσπάθεια που έγινε με αγάπη και σοβαρότητα και τελείωσε όταν αισθανθήκαμε ότι δε μπορούμε να το κάνουμε και υποστηρίξουμε πλέον σωστά. Ενδεχόμενη τρίτη περίοδος για την Poeta Negra, δεν προβλέπεται για το ορατό μέλλον, αλλά ποτέ δε μπορείς να ξέρεις τι θα φέρει ο χρόνος…
Ξέρω ότι είσαι χαμηλών τόνων, αλλά δε μπορείς να αρνηθείς ότι έχεις κερδίσει με το σπαθί σου μια θέση ανάμεσα στους πιο εμβληματικούς δισκοπώλες της Θεσσαλονίκης. Πως έχεις δει λοιπόν από μέσα τη σκηνή της πόλης να αλλάζει ανά τα χρόνια; Για να μην ανατρέξω πολύ πίσω και σκεφτώ τις άπειρες μεταλλάξεις της σκηνής, θα μείνω στα πιο πρόσφατα. Τα τελευταία πέντε χρόνια λοιπόν οπότε και η χώρα βρίσκεται σε αυτή την περιβόητη κρίση, βλέπω μια αναζωογόνηση, πολλά νέα σχήματα, δημιουργία χώρων, ομάδες, συλλογικότητες, μια πλούσια πολύπλευρη δραστηριότητα, οπότε ίσως τελικά να ισχύει ότι η οικονομική κρίση γεννάει τέχνη. Αναρωτιέμαι αν αυτό θα ισχύσει από δω και πέρα, τώρα που ανοίγει άλλο ένα, ίσως το χειρότερο μέχρι σήμερα, κεφάλαιο της κρίσης.
Μετά από τόσα χρόνια στη «φάση» έχεις καταλήξει με ασφάλεια σε κάποια Do’s and Don’ts του καλού δισκοπώλη; Το όλο πράγμα έχει περισσότερο να κάνει με την παρακολούθηση των πραγμάτων, που η αλήθεια είναι ότι πλέον έχει γίνει πάρα πολύ δύσκολη, γιατί οι κυκλοφορίες είναι αναρίθμητες, όσο και να προσπαθήσει κανείς είναι αδύνατο να έχει μια συνολική εικόνα της μουσικής παραγωγής. Πρέπει όμως να έχεις ανοιχτά αισθητήρια. Και το άλλο που είναι πολύ σημαντικό, που εν προκειμένω βοήθησε στη μακρόχρονη πορεία του Λωτού, είναι η σχέση εμπιστοσύνης με τον κόσμο. Να είσαι εντάξει απέναντι στους πελάτες σου.
Ο συντοπίτης σου, ο Μπάμπης Αργυρίου συμφώνησε με τον Morrissey. Εσύ τι λες; Τι ήρθε πρώτα, η μουσική ή η μιζέρια; Αν και προσπάθησα να έρθω σε διάλογο με εκείνα τα κύτταρα του οργανισμού μου, που μας συνδέουν με τις πρώτες μορφές του είδους μας, αυτό στάθηκε αδύνατο. Θα απαντήσω αισιόδοξα και θα δηλώσω «η μουσική», μιας και είναι η πρώτη γλώσσα που καταλαβαίνει κανείς, ακόμα και μέσα από την κοιλιά της μάνας του.