«Στο σχολείο ξεχνώ την φυλακή»: Αυτό το βιβλίο με τις συνταρακτικές ιστορίες νεαρών προσφύγων που αφηγούνται την περιπετειώδη διέλευσή τους από την Ασία στην Ευρώπη, προσφύγων-μαθητών του 33ου δημοτικού σχολείου Βόλου που λειτουργεί στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων, συντάραξε την σκηνοθέτιδα Μαριάννα Οικονόμου. Για ποιό λόγο αυτά τα παιδιά, τα περισσότερα ανήλικα, συλλαμβάνονται και κλείνονται στη φυλακή ως διακινητές παράτυπων μεταναστών –και μετά από κράτηση που μπορεί να φθάσει και τους 18 μήνες, φθάνουν στα δικαστήρια συχνά ως ενήλικες; Πως είναι δυνατόν να καταστρέφονται σε μια στιγμή τα όνειρα και οι ελπίδες για το μέλλον τους; Καρπός της έρευνάς της, η ταινία «Ο πιο μακρύς δρόμος» («The Longest Run»), που προβάλλεται αυτή την εβδομάδα στο 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα.
Μια ταινία συγκινητική, ανθρώπινη, τρυφερή, σπαρακτική – κι ας μην έχει ούτε ένα δάκρυ. Μια ταινία με κορύφωση του δράματος τις φωνές των απεγνωσμένων μανάδων που, ως Χορός αρχαίας τραγωδίας, μιλάνε στα φυλακισμένα στην Ελλάδα παιδιά τους μέσα από το καλώδιο μιας τηλεφωνικής γραμμής, ανήμπορες να τα βοηθήσουν από εκεί που βρίσκονται, στα χώματα του πολέμου και του τρόμου του ISIS.
Ο Αλσαλέχ από τη Συρία και ο Τζασήμ από το Ιράκ, οι δύο «πρωταγωνιστές» του ντοκιμαντέρ, γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι στη φυλακή ανηλίκων Βόλου, καθώς περίμεναν, ανυπόμονα, για ατέλειωτους μήνες, την ημέρα της δίκης τους. Με τη βαριά κατηγορία της διακίνησης παράτυπων μεταναστών, η ποινή φυλάκισής τους θα μπορούσε να φτάσει τα 25 χρόνια. Αθώοι και απελπισμένοι, εύχονται το δικαστήριο να πιστέψει την ιστορία τους: Ο Τζασήμ διηγείται πώς οι Τούρκοι διακινητές τον απείλησαν και τον χρησιμοποίησαν ως «βιτρίνα», βάζοντάς τον, άθελά του, να οδηγήσει το σκάφος της ντροπής στον Έβρο. Ο Αλσαλέχ πώς ταξίδευε με Έλληνες διακινητές, «σφραγισμένος» μέσα σε νταλίκα για την Πάτρα και την Ιταλία. Η ελληνική αστυνομία τα παιδιά αυτά είδε, τα παιδιά αυτά έπιασε. Οι διακινητές για μια ακόμη φορά την γλύτωσαν. Και το μεγάλο όνειρο του Αλσαλέχ και του Τζασήμ για μια καλύτερη ζωή κοντά στους συγγενείς τους στην Γερμανία, μέσω της Ελλάδας, έγινε θρύψαλα στις αφιλόξενες φυλακές της. «Καλύτερα να ήμουν στη Συρία, στον πόλεμο. Τι κι αν είμαι ζωντανός εδώ; Ζωντανός αλλά δεν παίρνω ανάσα. Μεγάλωσα εδώ μέσα…», λέει ο Αλσαλέχ κάποια στιγμή στην ταινία.
Η κάμερα τους ακολουθεί και καταγράφει την άνυδρη ζωή τους στη φυλακή, για οχτώ μήνες -σχεδόν χωρίς να παίρνει θέση, χωρίς μελοδραματικούς τόνους, χωρίς εξάρσεις. Με έναν ρεαλισμό που «σπάει» το στομάχι…
Ζητάω από την Μαριάννα Οικονόμου να αφηγηθεί, χωρίς ερωτήσεις και διακοπές, την ιστορία της δημιουργίας αυτού του σημαντικού ντοκιμαντέρ. Να αφήσει τον εαυτό της ελεύθερο μπροστά σε μια κόλλα χαρτί ή την οθόνη ενός κομπιούτερ, να γράψει τι έγινε μέσα σε αυτούς τους οχτώ μήνες, μέσα σε αυτά τα κάγκελα, μέσα σε αυτές τις καρδιές. Και να τι κατέθεσε στο προσωπικό της σημείωμα:
Η ιδέα για αυτό το ντοκιμαντέρ προέκυψε πολύ πριν την τρέχουσα προσφυγική κρίση, πριν δύο χρόνια περίπου, όταν έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο «Στο Σχολείο Ξεχνώ Την Φυλακή», με αφηγήσεις ανήλικων κρατουμένων προσφύγων για το ταξίδι τους από την Ασία στην Ελλάδα. Αυτές οι μαρτυρίες με συγκλόνισαν και μου προκάλεσαν πολλά ερωτήματα, κυρίως για τον ρόλο των διακινητών σε αυτά τα ταξίδια της παράτυπης μετανάστευσης και τους λόγους που τόσοι νέοι μετανάστες βρίσκονται στις ελληνικές φυλακές κατηγορούμενοι για κακουργηματικές πράξεις, εκτίοντας πολύ μεγάλες ποινές.
Συνάντησα τον καθηγητή Κώστα Μάγο, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει τα εργαστήρια αφήγησης στη φυλακή του Βόλου και είχε επιμεληθεί την έκδοση, για να τον ρωτήσω αν πίστευε ότι θα ήταν εφικτό να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για αυτό το θέμα και αν θα τον ενδιέφερε μία συνεργασία. Ήταν πολύ θετικός από την αρχή και με βοήθησε να εισηγηθώ το αίτημά μου στον διευθυντή των φυλακών.
Το θέμα ήταν να πάρουμε άδεια κινηματογράφησης μέσα στη φυλακή και μάλιστα για πολλαπλές επισκέψεις. Μετά από 6 μήνες, πολλές «παρενοχλήσεις» και ιδιαίτερη επιμονή, πήραμε τελικά την άδεια από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Εκεί, έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο η κυρία Ευτυχία Κατσιγαράκη, Προϊστάμενη του Τμήματος Πρόληψης Εγκληματικότητας, η οποία αμέσως κατάλαβε τη σημασία παραγωγής μια τέτοιας ταινίας -και την υποστήριξε. Το θέμα της εκμετάλλευσης ανηλίκων από τους διακινητές είχε αρχίσει να παίρνει πολύ μεγάλες διαστάσεις και απασχολούσε το Υπουργείο.
Ξεκινήσαμε τα γυρίσματα, αρχικά με πολλούς περιορισμούς, καταγράφοντας τα μαθήματα του κύριου Μάγου με τους φυλακισμένους. Με τον καιρό χτίσαμε μια σχέση εμπιστοσύνης με τον διευθυντή και το προσωπικό των φυλακών και η κίνησή μας έγινε πιο ελεύθερη.
Ο Τζασήμ και ο Αλσαλέχ από την αρχή μου προξένησαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τους ξεχώρισα για την ιστορία τους, την προσωπικότητά τους, τη στενή φιλία τους μέσα στη φυλακή και το γεγονός ότι ήταν ακόμα υπόδικοι, άρα θα υπήρχε σύντομα εξέλιξη στην ιστορία τους. Αρχικά ήταν καχύποπτοι και φοβισμένοι, αλλά με τον καιρό μας εμπιστεύτηκαν και δημιουργήσαμε μια πολύ καλή σχέση. Μας επέτρεπαν να τους καταγράφουμε σε διάφορες εκφάνσεις της καθημερινότητάς τους και να παρακολουθούμε τις εξελίξεις σχετικά με την επερχόμενη δίκη. Δεν στήσαμε σκηνές, προσπαθούσαμε πάντα να είμαστε στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή – να δημιουργήσουμε μια σχέση συνεργασίας με τα δύο αγόρια.
Όλοι οι τρόφιμοι ήταν φιλικοί και επιζητούσαν κουβέντα μαζί μας. Επιλέξαμε να μην δείχνουμε τα πρόσωπα όσων δεν συμμετείχαν στην ταινία, γιατί ένας πολύ σημαντικός όρος της άδειας των γυρισμάτων ήταν να προστατευθεί η ταυτότητα όσων δεν είχαν δώσει την συγκατάθεσή τους να εμφανιστούν.
Οι τηλεφωνικές συνομιλίες με τους γονείς τους ήταν για μένα οι πιο συγκλονιστικές και σπαρακτικές σκηνές της ταινίας – αποκαλύπτουν με τον πιο άμεσο τρόπο τον διπλό εγκλεισμό που βιώνουν αυτές οι οικογένειες, την τραγικότητα του πολέμου, τους λόγους που έφυγαν αυτά τα παιδιά από τον τόπο τους. Και το ότι οι μανάδες και οι πατεράδες που νοιάζονται και ανησυχούν για τα παιδιά τους, είναι ίδιοι σε όλο τον κόσμο. Δεν μπορώ ούτε να σκεφτώ την περίπτωση να συνέβαινε κάτι παρόμοιο στο παιδί μου.
Μεγάλη μας επιτυχία ήταν ότι καταφέραμε να πάρουμε άδεια κινηματογράφησης της δίκης του Τζασήμ και να συμπεριλάβουμε αυτό το πολύ αποκαλυπτικό υλικό στην ταινία.
Το μεγάλο πρόβλημα με το δικαστήριο ξεκινάει από το γεγονός ότι κατηγορούνται για κακουργηματική πράξη. Βάση του Ποινικού Κώδικα, η ποινή για διακίνηση είναι πολύ σκληρή, ανεξαρτήτως ηλικίας, και υπολογίζεται βάσει του αριθμού των μεταφερόμενων ατόμων. Κάθε μεταφερόμενο άτομο επιφέρει 10 χρόνια φυλάκιση για τον διακινητή. Άρα ο Τζασήμ, επειδή ήταν σε βάρκα με 7 άτομα έπρεπε να καταδικαστεί σε 70 χρόνια κάθειρξη. Με τις ελαφρύνσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου στη φυλακή, την «επιείκεια» του δικαστηρίου κλπ., τελικά καταδικάστηκε σε 3 χρόνια -και γι’ αυτό ήταν ανακουφισμένος.
Η Ελλάδα προσπαθεί να αποτρέψει τη διακίνηση, εξ ου και οι σκληρές ποινές. Το τελευταίο που τους απασχολεί είναι το μέλλον αυτών των νέων. Είναι πολύ δύσκολο πάντως να διαχωρίσει κανείς ποιος είναι ο διακινητής και ποιος είναι το θύμα της διακίνησης μέσα σε μια βάρκα. Ελπίζω τώρα, που το φαινόμενο της εκμετάλλευσης προσφύγων από τους διακινητές έχει καταγραφεί και αναγνωριστεί ως πολύ σοβαρό από την αστυνομία, οι αρχές να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στο ποιόν συλλαμβάνουν για διακίνηση και μεγαλύτερη επιείκεια στους ανήλικους.
Η αίσθηση αδικίας που αισθάνονται αυτά τα παιδιά είναι πολύ μεγάλη, αλλά δεν πιστεύω ότι θα τους ωθήσει σε ακραίες συμπεριφορές, γιατί οι ίδιοι απειλούνται από το ISIS και αυτός είναι και ο λόγος που έφυγαν από τον τόπο τους. Με τον Αλσαλέχ έχουμε κρατήσει μια στενή σχέση, μιλάμε συχνά. Ο Τζασήμ εξαφανίστηκε και δυστυχώς έχασα κάθε επαφή μαζί του…
Περιμένω το ντοκιμαντέρ να ευαισθητοποιήσει κάποιους αρμόδιους σε θέματα που αφορούν στο σωφρονιστικό σύστημα, σε πολιτικές σχετικά με τους ανήλικους πρόσφυγες και την προστασία τους, το νομικό πλαίσιο, την καταπολέμηση της διακίνησης.
Όσο γίνονται πόλεμοι και απειλείται η ζωή ανθρώπων, πάντα θα υπάρχουν μετακινήσεις πληθυσμών σε αναζήτηση ενός ασφαλούς τόπου και μιας καλύτερης ζωής. Κανένα σύνορο, μπάρα ή τείχος δεν θα τους σταματήσει. Πάντα θα βρίσκεται μια άλλη οδός προς την ελευθερία, ακόμα και αν η δίοδος γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη. Οι διακινητές θα συνεχίζουν να δρουν και να πλουτίζουν εις βάρος των προσφύγων, γιατί οι ίδιοι οι πρόσφυγες τους έχουν ανάγκη για το ταξίδι τους. Είναι αυτοί που έχουν τις απαραίτητες διασυνδέσεις και προσβάσεις. Άρα, κατά τη γνώμη μου, το μεγάλο θέμα είναι η ίδια η πηγή του προβλήματος. Όσο η διεθνής κοινότητα δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες της στην Μέση Ανατολή και συνεχίζεται ο πόλεμος, τόσο θα συνεχίζεται το μεταναστευτικό ρεύμα. Πιστεύω ότι μόνο με τη στενή συνεργασία της Τουρκίας και της Ευρώπης μπορεί να βρεθεί κάποια λύση. Επίσης, νομίζω ότι, αν υπάρξει ενημέρωση στις χώρες ‘εξόδου’ για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στο ταξίδι και τις συνθήκες διαβίωσης στην Ευρώπη, ίσως να μειωθεί η ροή προς τα εδώ…