Όπως ακριβώς ήταν άγραφο το μπλοκάκι που σημειώνω όσα θέλω να θυμάμαι βλέποντας μια παράσταση, έτσι ακριβώς, tabula rasa, ήταν και η διάθεσή μου κατεβαίνοντας την οδό Πειραιώς μέχρι το Σχολείον της Ειρήνης Παππά, που στεγάζει μόνιμα τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, αλλά πλέον στεγάζει και παραστάσεις στο υπαίθριο θέατρο που υπάρχει στο πίσω μέρος του συγκροτήματος, αρκετά μακριά από την κίνηση της οδού Πειραιώς.
Κι αυτό γιατί οι απόψεις που ακολούθησαν την επιδαύρια πρεμιέρα της «Λυσιστράτης» του Αριστοφάνη και του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, της δεύτερης επιδαύριας παράστασης του Εθνικού Θεάτρου για φέτος, ήταν πολλές και αντικρουόμενες.
Κάθισα στη θέση μου, με τη μάσκα μου, αρκετά νωρίτερα από την ώρα της έναρξης και παρατηρούσα να γεμίζει παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε η κεντρική εξέδρα του υπαίθριου θεάτρου.
Και επειδή τα καθίσματα, όπως συχνά συμβαίνει στα υπαίθρια θέατρα, ήταν απλές, ενιαίες ξύλινες τάβλες, με κάποιους αριθμούς πάνω για την ταξιθεσία, οι αποστάσεις ήταν ακόμα πιο εύκολο να παραβιαστούν.
Στην παράσταση τώρα.
Οι μικροί κρατήρες που ήταν το καθοριστικό στοιχείο στο σκηνικό της Όλγας Μπρούμα έκαναν μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το κέλυφος των παλιών βιομηχανικών κτιρίων που υπήρχε στο φόντο. Χωρίς να μπορώ να αποκωδικοποιήσω, ακόμα, πώς ακριβώς θα συνδέονταν με την παράσταση. Και η παράσταση αρχίζει με το χορό ανδρών και γυναικών (ελαχιστοποιημένο σε μέλη, λόγω συνθηκών). Νέοι άνδρες και γυναίκες, με προσωπεία χαρούμενα, που συζητούν για την ιστορία της Λυσιστράτης, έτσι όπως έφτασε στ’ αυτιά τους και προσπαθούν να το αφηγηθούν. Και από την αρχή της παράστασης, μ’ αυτό το εύρημα, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος μας βάζει στον τρόπο που θέλησε να διαβάσει και να παρουσιάσει τη δική του «Λυσιστράτη». Γιατί αυτή η σκηνή ήταν η απεικόνιση, με τον τρόπο του θεάτρου, του χθες που φτάνει στο σήμερα, και ήταν ένα απολαυστικό σχόλιο στην ημιμάθεια, στην ελλιπή πληροφόρηση (ή στην παραπληροφόρηση), στην απουσία διαλόγου, στις κραυγές, στη σύγκρουση, στη χάβρα. Κι από την αρχή μας βάζει στο βασικό μοτίβο της παράστασής του ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, που είναι ένας μικρόκοσμος -αυτός των μελών μιας παράστασης που κάνει πρόβες-, μια μικροκοινωνία, στην οποία εντοπίζει ό,τι ακριβώς υπήρξε και στα χρόνια της Λυσιστράτης: την ασυνεννοησία, τον ανταγωνισμό, την καχυποψία, τη σύγκρουση εντέλει. Δεν είναι καινοφανές το εύρημα, αλλά κάθε εύρημα δοκιμάζεται κάθε φορά.
Ο ίδιος ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος κρατάει τον ρόλο του σκηνοθέτη αυτής της μικροκοινωνίας, παρεμβαίνει, διορθώνει, δέχεται την απόρριψη και την ανυπακοή, αμφισβητείται, ακυρώνεται κάποιες στιγμές. Κι εκεί ακριβώς χτίζει τη δική του Λυσιστράτη. Και συνομιλεί με τον Αριστοφάνη, κυρίως στο βασικό διακύβευμα, στο στοιχείο δηλαδή της σύγκρουσης και της έλλειψης συνεννόησης -διαχρονική ασθένεια. Και υπηρετεί αυτό το σκεπτικό του από την αρχή μέχρι το τέλος της παράστασης με απόλυτη συνέπεια στο σκεπτικό του. Και κάπου εκεί φάνηκε πόσο συναφή με αυτό το σκεπτικό ήταν τα σκηνικά της Ολγας Μπρούμα: μικροί κρατήρες ηφαιστείου επί σκηνής. Το εκρηκτικό στοιχείο των Ελλήνων, από τα χρόνια του Αριστοφάνη μέχρι σήμερα, που δυναμιτίζει κάθε δυνατότητα συνεννόησης και διαλόγου μαζί με τα κοστούμια του Αγγελου Μέντη.
Βασιζόμενος στους έμπειρους ηθοποιούς του, στη σάτιρα και στους πολλούς αυτοσχεδιασμούς που ήταν ικανοί να πραγματοποιήσουν ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος έστησε μια παράσταση με ρυθμό, με χιούμορ, με υπόκλιση σε σημαντικές στιγμές της παραστασιολογίας της Λυσιστράτης, όπως όταν όλοι τραγουδούν επί σκηνής το «Εναν μύθο θα σας πω…» του Μάνου Χατζιδάκι και με ένα απρόσμενο και απολαυστικό φινάλε, που έμοιαζε με ευχή και όραμα.
Η Λυσιστράτη της έμπειρης Βίκυς Σταυροπούλου ήταν δυναμική, λαϊκή, μεστή, ηγετική, ατακαδόρα. Αυστηρή και στακάτη ως συνεπής Σπαρτιάτισσα η Λαμπιτώ της Βίκυς Βολιώτη, η Στεφανία Γουλιώτη έκανε δική της την Καλονίκη, ενώ το πολύ γέλιο ήρθε από τον Πρόβουλο του Γιάννη Κότσιφα, την κλασική ερωτική σκηνή του Κινησία (Νίκος Ψαρράς, που θα έπρεπε να αξιοποιείται συχνότερα σε κωμικούς ρόλους) και της Μυρρίνης (της συναρπαστικής Αγορίτσας Οικονόμου) και τον σπαρταριστό Σπαρτιάτη του Στέλιου Ιακωβίδη, που με ερασμιακή προφορά (κλείνοντας το μάτι στους φετινούς «Πέρσες» του Εθνικού) απέδειξε ότι έχει τη φλέβα του σπουδαίου κωμικού.
Η «Λυσιστράτη» του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου ήταν μια φρέσκια παράσταση, χαρούμενη, με χιούμορ και σκεπτικό, που παρότι εστίασε στο στοιχείο της σύγκρουσης και στα δεινά της, απέδειξε ότι δουλεύτηκε με συλλογικότητα και καλή χημεία. Από τις ερμηνείες, τα σκηνικά και τα κοστούμια, μέχρι τη μουσική, τα φώτα, την κίνηση.