Κάποια στιγμή, στα μέσα των 00s, κι ενώ ο πλανήτης της χορευτικής μουσικής προσπαθούσε να βγει από την τρύπα του minimal techno, η λύση ήρθε τελικά από τον Βορρά. Όχι από τους Σουηδούς, τα στιλάτα ορθολογικά «αφεντικά» της Σκανδιναβίας, ούτε από τους «μποέμ επαναστάτες» Δανούς. Αλλά, από τους με έναν τρόπο «φτωχούς συγγενείς» Νορβηγούς. Δεν το λέμε εμείς, αυτόν τον στερεοτυπικό διαχωρισμό κάνει το ντοκιμαντέρ Northern Disco Lights που προσπάθησε, εκ των υστέρων, να περιγράψει αυτήν την σκηνή νέων παραγωγών που πατούσαν με το ένα πόδι στην disco και με το άλλο στο progressive rock, αγαπώντας παράφορα τον Bryan Ferry και τους Roxy Music. Mε ονόματα όπως Bjørn Torske, Todd Terje, Andre Bratten και φυσικά τους «διόσκουρους» Lindstrøm & Prins Thomas – εκείνοι ήταν που έβαλαν τη Νορβηγία στο χάρτη με τα ανάρπαστα 12ιντσα τους και το άλμπουμ Reinterpretations του 2007. Ενάμιση χρόνο νωρίτερα δε, ο Hans-Peter Lindstrøm είχε δώσει και τον ύμνο της σκηνής, το αξεπέραστο “I Feel Space”, που δικαιωματικά πια μπαίνει στον φάκελο με τα classics, κορωνίδα στο δικό του σερί σόλο κυκλοφοριών που πια μετράει 6 LPs και τουλάχιστον μια ντουζίνα EPs.
Σε αντίθεση με τον εξωστρεφή, επικοινωνιακό, σχεδόν «μεσογειακό» Prins Thomas, ο Lindstrøm δεν εμφανίζεται στο προαναφερθέν ντοκιμαντέρ. Επιβεβαιώνοντας τη φήμη ενός τύπου απόμακρου που δε θυσιάζει με τίποτα το χαμηλό του προφίλ. Τον αποκαλούν «παιδί της εξοχής», αφού πέρασε τα πολύ παιδικά του χρόνια σε μια μικρή πολή κοντά στον Αρκτικό Κύκλο που υπήρχαν μόνο αγρότες και ψαράδες, ενώ ακόμα και σήμερα ζει μεν εντός των ορίων της πόλης του Όσλου σε μια δασώδη έκταση δε με το το όνομα-γλωσσοδέτη Σβαρτνταλσπάρκεν.
Πώς αυτός ο, φαινομενικά μυστήριος, Σκανδιναβός που επιστρέφει μετά από μια δεκαετία αυτό το Σάββατο στην Αθήνα για το Winter Plisskën Festival, αναδείχθηκε σε έναν τους σημαντικότερους παραγωγούς ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής των τελευταίων 15 χρόνων; Ας δούμε τι απάντησε στις ερωτήσεις της Popaganda…
Ας αρχίσουμε με τα βασικά. Τι θα παρουσιάσεις στην Αθήνα; Το περσινό άλμπουμ ή και υλικό από τις προηγούμενές σου δουλειές; Θα παίξω κομμάτια από τις περισσότερες κυκλοφορίες μου. Παλιά, αλλά και καινούρια. Βέβαια, να ξέρετε ότι στο live συνήθως παρουσιάζω εναλλακτικές εκδοχές των κομματιών.
Τα live σου τα θεωρείς περισσότερο εγκεφαλικά ή σωματικά; Χμμμ… μ΄ αρέσει πολύ όταν κάνω τον κόσμο να χορέψει, αλλά μάλλον το προτιμώ όταν το κοινό ακούει προσεκτικά. Νομίζω, ένας συνδυασμός των δύο είναι το ιδανικό σενάριο.
Σε μια συνέντευξη μαζί του πριν λίγα χρόνια, ο φίλος και συνεργάτης σου Prins Thomas μου είχε πει ότι η πρώτη στιγμή μουσικής αποκάλυψης για εκείνον ήταν όταν άκουσε KISS. Στο δικό σου βιογραφικό κάπου διάβασα ότι πιτσιρίκος συμμετείχες σε μια Deep Purple tribute band. Τελικά, πόσο σημαντικό για τον ήχο σας ήταν ότι μέχρι τα 20 δεν είχατε καμία επαφή με τη χορευτική μουσική; Με κάποιον τρόπο, δεν ξέρω ποιον, σίγουρα έπαιξε ρόλο. Εμένα με ενδιέφεραν πολύ περισσότερο οι συγχορδίες και η μελωδία παρά το μπάσο και η ντραμς. Πάντως, κατά τη γνώμη μου ισχύει ότι όταν έχεις ένα ευέλικτο μουσικό παρελθόν, σε βοηθά να διαμορφώσεις έναν πιο μοναδικό ήχο.
Αν δεν κάνω λάθος, δεν εμφανίζεσαι ποτέ ως DJ. Κι όμως έχεις ρεμιξάρει με φοβερή επιτυχία πολύ διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα, από classics όπως το “Just An Illusion” μέχρι Franz Ferdinand. Η σχέση σου με το dancefloor, είναι σχέση «αγάπης-μίσους»; Ναι, μάλλον μπορείς να την πεις έτσι. Τα τελευταία χρόνια δεν έχω απολύτως κανένα ενδιαφέρον για την ηλεκτρονική μουσική κάθε είδους. Μετά από ένα gig, το πρώτο πράγμα που κάνω όταν γυρίζω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου είναι να βάλω κλασική μουσική ή όπερα. Για να καθαρίσει το κεφάλι μου (γέλια). Για να είμαι ειλικρινής, πιστεύω ότι δε μου κάνει καλό να ακούω μουσική παρόμοια με αυτή που γράφω. Γιατί έχω την κακή συνήθεια να απορροφώ τα πάντα και να αντιγράφω οτιδήποτε ακούω. Έτσι, μάλλον είναι προτιμότερο να ακούω Richard Strauss, Poulenc ή Stravinsky από το να ακούω EDM (γέλια ξανά).
Αν μπορείς να διαγράψεις μια για πάντα έναν χαρακτηρισμό που έχει δοθεί στη μουσική σου, θα επέλεγες το ‘nu disco”, το “cosmic disco” ή το “space disco”; Θα σου πω τη σειρά με την οποία τα προτιμώ: Cosmic > nu > space disco. Στ’ αλήθεια, δεν ξέρω γιατί. Υποθέτω το «κοσμικό» συμπεριλαμβάνει το «νέο» και το «διαστημικό» και μπορεί να κολλήσει με ο,τιδήποτε. Ή όχι;
Δε μου κάνει καλό να ακούω μουσική παρόμοια με αυτή που γράφω. Γιατί έχω την κακή συνήθεια να απορροφώ τα πάντα και να αντιγράφω οτιδήποτε ακούω. Έτσι, μάλλον είναι προτιμότερο να ακούω Richard Strauss, Poulenc ή Stravinsky από το να ακούω EDM.
Έχεις τη φήμη ενός κλειστού, εσωστρεφούς τύπου. Πώς ήταν για σένα εκείνη η περίοδος που όλα τα φώτα ήταν πάνω σας κι όλοι συζητούσαν για το νέο ήχο που έρχεται από τη Νορβηγία; Προσπάθησα να μην προβάλλω τον εαυτό μου ως μέλος μιας «σκηνής». Κι ακόμα το κάνω. Πιστεύω ότι το σημαντικό είναι πάντα να εστιάζεις στη μουσική και να μη σε ρουφά οτιδήποτε άλλο. Αποφέυγω τις συνεντεύξεις και τις φωτογραφίσεις, αν και καταλαβαίνω ότι χρειάζονται. Για μένα, τίποτα δε συγκρίνεται με την ώρα που περνάω στο στούντιο φτιάχνοντας καινούρια μουσική.
Θα επιμείνω λίγο στο «τοπικό» στοιχείο. Τι σημαίνει για κάποιον να αναδεικνύεται μέσα από μια τοπική σκηνή ή δεν υπάρχει πια τέτοιο πράγμα στην εποχή που οι παραγωγοί κάνουν μουσική στο υπνοδωμάτιό τους; Όχι, νομίζω είναι σημαντικό. Τουλάχιστον, για μενα, πιο πολύ απ’ ότι στο παρελθόν που μάλλον ήμουν πιο επικεντρωμένος στην έννοια του «παγκοσμίου» όταν ξεκινούσα. Κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι να κάνεις σπέσιαλ πράγματα στην πόλη σου, ακόμα και στη γειτονιά σου αν είναι δυνατόν, όταν τον περασμένο Αύγουστο μου ανέθεσαν να συνθέσω κάτι από το μουσείο Henie Onstad Kunstsenter στο Όσλο. Υπάρχουν πολλά παρόμοια πράγματα που θα ήθελα να κάνω στο μέλλον.
Η ηλεκτρονική μουσική, και ειδικά δουλειές σαν το δικό σου Where You Go I Go Too (που έμεινε πιστό στον «συμφωνικό» κανόνα του κλασικού Ε2-Ε4), έχει χαρακτηριστεί ως «μουσική των μεγάλων πόλεων». Εσύ όμως έχει επιλέξει να ζεις στο δάσος του Svartdalsparken και πολύ συχνά σε περιγράφουν ως “country boy”… Δεν είδα ποτέ την electronica ως κάτι απαραίτητα αστικό. Το ambient, ας πούμε, είναι για μένα περισσότερο οργανικό παρά συνθετικό, πιο κοντά στα δάση παρά στις πόλεις. Το να περπατάς στους δρόμους της πόλης και στα ακουστικά σου να παίζει ambient, δεν είναι παρά ένας τρόπος να φέρεις την ηρεμία της φύσης κοντά σου. Άσε που όταν το κάνω, αισθάνομαι ότι παίζω σε ταινία (γέλια).
Ποιο είναι το μεγάλο μουσικό σου απωθημένο; Να γράψω μουσική που να περιέχει ένα μεγάλο εκκλησιαστικό όργανο.
Πως σε βοήθησαν οι σπουδές σου στον Χριστιανισμό καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας σου; Στην πραγματικότητα, πολλές από τις συγχορδίες με τις οποίες απέκτησα εμμονή απ’ όταν ξεκίνησα να ακούω μπάντες σαν τους Deep Purple και τους Yngwie Malmsteen στα μέσα των 80s, συχνά προέρχονται από ψαλμούς που άκουγα όταν οι γονείς μου με έπαιρναν μαζί τους στην εκκλησία κατά την παιδική μου ηλικία.
Ο πατέρας σου σπούδασε Μετεωρολογία και Μαθηματικά, εσύ έγινες ένας διακεκριμένος παραγωγός. Έχεις συγκεκριμένες φιλοδοξίες για τους γιους σου; Τους αρέσει η μουσική; Εγκατέλειψα την προσπάθεια να τους οδηγήσω σε μια μουσική καριέρα. Δεν πιστεύω κιόλας ότι πρέπει να ασκείς πίεση στα παιδιά με κανέναν τρόπο. Μ’ αρέσει πάντως που ακούνε μουσική όλη την ώρα (φαντάζομαι, βέβαια, τα περισσότερα παιδιά αυτό κάνουν), ακόμα κι αν μισώ την περισσότερη από τη μουσική που προτιμούν (πιο δυνατά γέλια).
Δουλεύεις πάνω σε κάτι συγκεκριμένο αυτήν την στιγμή; Υπάρχει πλάνο να συνεργαστείτε ξανά σύντομα με τον Prins Thomas; Προσπαθώ μέχρι τα Χριστούγεννα να τελειώσω 1-2 κομμάτια. Και μετά ένα άλμπουμ, μακάρι πριν το καλοκαίρι. Μιλήσα με τον Thomas την περασμένη εβδομάδα, κάνουμε πολλά remixes μαζί. Είμαι σίγουρος ότι θα βρούμε, αργά ή γρήγορα, τον τρόπο και τον χρόνο να ξαναγράψουμε παρέα.