Τι μπορεί να έχει πετύχει τον τελευταίο καιρό η Lindsay Lohan, η κοκκινομάλλα πρώην αγαπημένη ingénue του Χόλιγουντ, που να δικαιολογεί thinkpieces όπως αυτό εδώ στο περιοδικό New Yorker; Έχει περάσει περισσότερο από μία δεκαετία από τον τελευταίο επιδραστικό της ρόλο σε κάποια κινηματογραφική ταινία, από τα πιο ηχηρά της σκάνδαλα και από τις πιο ειλικρινείς απόπειρες αποκατάστασης της δημόσιας εικόνας της στάρλετ.
Τα τελευταία χρόνια, ζει μεταξύ Λονδίνου, Ντουμπάι και Ελλάδας και κάνει περιοδικές επανεμφανίσεις, χαρίζοντας σύντομες αναλαμπές στο αμφιλεγόμενο παρελθόν της, όπως το 2017 με τις δηλώσεις της υπέρ του παραγωγού Harvey Weinstein ή με το Instagram βίντεο που απεικονίζει την ίδια να παρενοχλεί μία οικογένεια Σύρων προσφύγων στη Μόσχα, το 2018.
Η επίσημη επιστροφή της στα φώτα της δημοσιότητας — με τους δικούς της όρους — γίνεται με την αναβάθμιση μίας παλιάς πετυχημένης φόρμας. Η Lohan έχει γίνει συνώνυμη με τη νυχτερινή διασκέδαση, είτε πρόκειται για τις μέρες της ως party girl είτε χάρη στα νυχτερινά μαγαζιά στα οποία έχει κατά καιρούς ανοίξει δώσει το όνομά της. Και ποιος καλύτερος τρόπος να κεφαλαιοποιήσει αυτό το brand από ένα reality στο MTV;
Tέσσερα χρόνια μετά την ανευόδωτη τηλεοπτική προσπάθεια της Oprah Winfrey να την βάλει στον ίσιο δρόμο, το “Lindsay Lohan’s Beach Club” ακολουθεί την 32χρονη Lohan στο νέο της πόνημα, ένα παραθαλάσσιο club στη Μύκονο, σε μία καλοκαιρινή εκδοχή του εθιστικού “Vanderpump Rules”. Τι μπορεί να πάει στραβά;
«Ζω τη ζωή μου κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας… αλλά μερικές φορές πρέπει να σταματήσεις. Έτσι εξαφανίστηκα», εξομολογείται η Lohan. «Τώρα θέλω να κάνω τα πράγματα διαφορετικά. Θέλω να γίνω το αφεντικό του εαυτού μου». Αργότερα, δίνει το στίγμα της νέας της περσόνας, ανακοινώνοντας στον συνεργάτη της, έναν Έλληνα που μας συστήνεται ως Πάνος, ότι δεν έχει χώρο για συναισθηματισμούς σε θέματα χρημάτων και επιχειρήσεων.
Το μήνυμά της στο κοινό που παρακολουθεί από το σπίτι είναι απλό: “Get ready. Boss bitch!”
Η τελευταία δεκαετία έχει αναδείξει έναν νέο γυναικείο αρχέτυπο: το “girl boss”. Αυτός ο κάπως πατερναλιστικός όρος προήλθε από την αυτοβιογραφία της Sophia Amoruso (το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η βραχυχρόνια σειρά του Netflix περιελάμβανε και ένα hashtag στον τίτλο, για να καταστήσει ολοφάνερο σε ποια γενιά απευθύνεται). Η Amoruso μετέτρεψε τα μεταποιημένα vintage ρούχα που πουλούσε στο eBay σε μία (χρεωκοπημένη, πλέον, και ελάχιστα φεμινιστική) αυτοκρατορία με την επωνυμία Nasty Gal, αλλά τα πιο σοβαρά από τα ατοπήματα του ομώνυμου girl boss δεν δραματοποιήθηκαν από την σειρά πριν την ακύρωσή της και το κοινό έμεινε με την εικόνα μίας αντισυμβατικής επιχειρηματία, η οποία πετυχαίνει σε πείσμα των δυσκολιών.
Το παράδειγμα του girl boss αποτελεί το δημιούργημα ενός φεμινισμού εμποτισμένου από τη νεοφιλελεύθερη λογική της ατομικής καπιταλιστικής επιτυχίας, τυλιγμένης σε μία συσκευασία θηλυκότητας και σεξαπίλ. Είναι η αναβαθμισμένη εκδοχή του “Lean In” φεμινισμού, εκ του ομώνυμου βιβλίου της COO του Facebook, Sheryl Sandberg. Οι αδελφές Kardashian, καθοδηγούμενες από τη δαιμόνια μητέρα-μάνατζερ Kris Jenner, είναι η επιτομή του απόλυτου τηλεοπτικού girl boss. Το ίδιο και η Lisa Vanderpump του “Vanderpump Rules”, το οποίο ακολουθεί την «αληθινή νοικοκυρά» του Μπέβερλι Χιλς και το φιλόδοξο προσωπικό του εστιατορίου της στο δυτικό Χόλιγουντ.
Ίσως η πορεία της Lohan, μετά την χαμένη υπόσχεση των πρώτων βημάτων της, να μοιάζει αντιθετική προς την πορεία ενός girl boss: πολλαπλές συλλήψεις και παραβιάσεις αναστολής, αρκετά περάσματα από την αποτοξίνωση και μία δημόσια σύγκρουση με τον διψασμένο για δημοσιότητα πατέρα της την έχουν καταστήσει μία ασταθή φιγούρα, ικανή να πουλήσει φύλλα ταμπλόιντ με τα κατορθώματά της, αλλά ίσως όχι και τόσο ικανή να πουλήσει οτιδήποτε ως επιχειρηματίας.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, η ζωή της Lohan εκτυλίσσεται δημόσια σαν ένα ατελείωτο reality. Με το “Lindsay Lohan’s Beach Club”, η ίδια επιχειρεί να αντιστρέψει το βλέμμα της κάμερας, μετατρέποντας σε αντικείμενό του τους γοητευτικούς υπαλλήλους που έχουν αναλάβει να προωθήσουν το απροσδιόριστο brand της και που βρίσκονται εκεί όχι για να σερβίρουν σαμπάνια, αλλά καλοκουρδισμένο reality δράμα. «Όπως με βλέπουν όλοι, τους βλέπω και εγώ,» υπενθυμίζει. «Η κάμερα έχει γυρίσει». Αυτό θα παραμείνει μάλλον ευσεβής πόθος, αφού το θέαμα που ενδιαφέρει περισσότερο το κοινό είναι για ακόμα μία φορά εκείνο της ίδιας της Lohan, η οποία στην τωρινή της μετενσάρκωση ακροβατεί ανάμεσα στο ρόλο της εισηγήτριας σε ομιλία TED και στην ασταθή επιτέλεση του girl boss, ενώ εκείνο που αναμένεται στην πραγματικότητα από την ίδια είναι απλώς η έκθεση της αστάθειάς της.