LIFE FM, ο σταθμός που έμαθε στα 90s την Αθήνα να χορεύει

Τα Goody’s της Ιεράς Οδού στο Αιγάλεω βρίσκονταν στην είσοδο ενός τυπικού 80s μικρού εμπορικού κέντρου με την ονομασία «Συντριβάνι», σαν κι αυτά που ευδοκίμησαν στα προάστια της σοσιαλιστικής ευμάρειας. Τυπικό εφηβικό meeting point. Μόνο που συχνάζοντας εκεί, η σύγχυση μεγάλωνε. Σε αυτό το micro mall βρισκόταν το στούντιο του LIFE FM 89.2, του «σταθμού των ravers» που άφησε ανεξίτηλη την σφραγίδα του στην αθηναϊκή νεανική κουλτούρα των 90s. Στα σκαλιά της εισόδου του εμπορικού, σε διάφορα σημεία του αιθρίου, στον πάνω όροφο, σε ένα μικρό αλσύλλιο παραδίπλα, γενικά παντού σε ακτίνα λίγων τετραγωνικών μέτρων έβλεπες «περίεργα πλάσματα». Κεφάλια σε όλες τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου, πανκιά με κορδωμένες μοϊκάνες, φρικιά κάθε διαλογής, αλλά και πιο «κανονικά παιδιά». Όλοι τους με ζακέτες Frond, t-shirts είτε πλυμένα στη χλωρίνη είτε με στάμπες Ocean Pacific/ O’ Neill/ Maui, αρβύλες αγορασμένες στην Ηφαίστου στο Μοναστηράκι ή ζωγραφισμένα sneakers με λυμένα κορδόνια. Τα παπάκια, «τσαλάκια», «μπομπάκια» τους παραταγμένα σαν σε έκθεση στο μεγάλο πεζοδρόμιο.

Τι έκαναν εκεί; Άραζαν. Σε απόσταση αναπνοής από τον αγαπημένο τους σταθμό. Από τον σταθμό που κάποια στιγμή γύρω στο 1995 καθόριζε τι θα ακούσει και πως θα διασκεδάσει η μισή Αθήνα. Εκείνη που δεν πέταγε χαρτοπετσέτες στα ελληνάδικα, αλλά αφηνόταν στο κύμα της ηλεκτρονικής χορευτικής επανάστασης που έστω με καθυστέρηση μερικών χρόνων, είχε έρθει για τα καλά και στα μέρη μας.


LIFE FM η πρώτη περιόδος, με το κόκκινο πουκάμισο ο Γιώργος Σανιέ

20+ χρόνια μετά, ο Γιώργος Σανιέ -εκ των τεσσάρων ιδρυτών- θυμάται γελώντας αυτήν την οικονομικά «μεγαλειώδη αποτυχία» που όμως σημάδεψε μια εποχή και μια γενιά. Φυσική κατάληξη, άλλωστε, όλων των πραγματων που κινούνται με μόνο καύσιμο το ρομαντισμό και τη νεανική ορμή, αδιαφορώντας για business plans κι επιχειρηματικά ορθές αποφάσεις; «Μπήκα στον σταθμό το 1991. Ήταν μια συχνότητα που είχε πάρει η ΟΝΝΕΔ, αλλά ουσιαστικά δεν την είχε αξιοποιήσει. Δεν είχα καμία σχέση με τα πολιτικά, ήμουν ήδη από το 1985 ραδιόφωνικός πειρατής. Αρχικά εκπέμπαμε απλά ως 89.2, χωρίς συγκεκριμένο μουσικό ύφος – παίζαμε όλα τα είδη».

Δημήτρης Λαζαρίδης

«Από italo ως Joe Cocker», συμπληρώνει η έτερη δημιουργική ψυχή του σταθμού, Δημήτρης Λαζαρίδης, που μπήκε στο εταιρικό σχήμα στις αρχές του 1994. Ξανά ο λόγος στον Σανιέ. «O LIFE FM 89.2 προέκυψε το 1993. Ήδη από τα τέλη των 80s υπήρχε μια αναμπουμπούλα, όλοι περιμέναμε κάτι καινούριο. Και ξαφνικά έσκασε το rave. Είδα το ρεύμα, τη φρεσκάδα και τη δυναμική του κι αποφασίσαμε να παίζουμε ότι ηλεκτρονικό κυκλοφορούσε. Δεν ήταν μια στρατηγική επιχειρηματική κίνηση, νιώσαμε την ανάγκη να καλυφθεί αυτό το κενό και το κάναμε». Ο Δημήτρης Λαζαρίδης το περιγράφει πιο συνοπτικά: «ήταν μια ενστικτώδης κίνηση – νιώθαμε το groove της στιγμής, υπήρχε το Άλσος, τα πάρτυ στα Οινόφυτα, το έδαφος ήταν πρόσφορο για έναν σταθμό που θα εκφράζει όλους αυτους τους ανθρώπους». Κι έτσι σχηματίστηκε μια συχνότητα που αγκάλιασε νομοτελειακά το underground, ακόμα και κόντρα στις προτιμήσεις των εμπνευστών του (ο Γιώργος ακόμα και σήμερα ομολογεί «εγώ άκουγα πιο εμπορικά κομμάτια»). Ένας σταθμός με λογική αδιανόητη για τα σημερινά ραδιοφωνικά δεδομένα, μια –τηρουμένων των αναλογιών προφανώς- αθηναϊκή εκδοχή των πειρατικων λονδρέζικων σταθμών του ’88-’92 από τους οποίους προέκυψαν μετέπιτα πολυεθνικά μεγαθήρια όπως ο Kiss FM.

Όσο κι αν φαίνεται περίεργο την επιτυχία την καταλάβαινα στα φανάρια. Κυκλοφορούσα με ένα παπί και μέχρι να ανάψει το πράσινο, άκουγα από τα μισά αμάξια να παίζει ο LIFE.

Η εξάπλωσή του LIFE ήταν σεισμική. «Αντιπροσωπεύαμε σαφώς το καινούριο, αλλά δεν ξέραμε τι ακριβώς ήταν. Το μαθαίναμε όσο εξελισσόταν μαζί μας» είναι η εξήγηση. Η απόδειξή ήταν τα νούμερα. Στις μετρήσεις της Focus Bari o LIFE έφτασε στο peak του (1995-96) μέχρι το 4,5% των γενικών ακροαματικοτήτων, σαρώνοντας με ποσοστά ως και 15% στις ηλικίες 13-17 & 18-24. Σε αυτό το νεανικό κοινό ήταν σταθερά δεύτερο ραδιόφωνο στην πόλη, κάποια φεγγάρια μάλιστα ξεπερνούσε προσωρινά τον ΚΛΙΚ FM που όλοι ξέρουμε τι ειδικό βάρος κουβαλούσε στο lifestyle κατεστημένο της εποχής. «Όσο κι αν φαίνεται περίεργο την επιτυχία την καταλάβαινα στα φανάρια. Κυκλοφορούσα με ένα παπί και μέχρι να ανάψει το πράσινο, άκουγα από τα μισά αμάξια να παίζει ο LIFE. Βέβαια, χειροπιαστά, το εκτόπισμα του σταθμού το καταλαβαίναμε στα πάρτυ. Είχαμε κάνει ένα 48ωρο στο Horus στο Περιστέρι που σε όλη τη διάρκειά του πέρασαν σχεδόν 12.000 άνθρωποι», λέει ο Γιώργος, ενώ ο Δημήτρης θυμάται τις δύο sold out επικές Παραμονές Πρωτοχρονιάς στο Alsos, αλλά και τα open air events στην παραλιακή. Και συμπληρώνει: «Είχαμε δύναμη. Επιλέγαμε, σε κάποια φάση, τι θα ακούσει η Αθήνα. Στηρίξαμε το underground κι, αν υποθέσουμε ότι ο ΚΛΙΚ ήταν πιο ΒουΠου, στους 89.2 και βρήκαν φωνή και διέξοδο πολλά παιδιά π.χ. από τις λαϊκές γειτονιές των δυτικών προαστίων. Στο τηλεφωνικό κέντρο γινόταν χαμός, μου έχεις σώσει τη ζωή και τέτοιες ατάκες άκουγαν οι παραγωγοί. Τότε το rave, καλώς ή κακώς, αποτελούσε ένα νεανικό κίνημα που ήθελες να ανήκεις κι εμείς το ενσαρκώναμε. Δεν μπορεί να φανταστεί κάποιος που δεν το έζησε πόσος κόσμος ερχόταν στο εμπορικό, απλά για να περνάει την ώρα του, να βρίσκει ή να κάνει φιλους». Ήταν αυτά τα παιδιά που έκαναν εντύπωση στον 13χρονο του προλόγου…

Ο Ήχος του Life – tribute mix του Δημήτρη Λαζαρίδη

Από το στούντιο στο Αιγάλεω, λοιπόν, κι από την κεραία στα Πυροβολεία του Σχιστού έφευγε το σήμα που συντόνιζε την Αθήνα στο Power Mix της Λίνας. Στις εκπομπές του Γρηγόρη Στάικου και του Γιώργου Γεωργακόπουλου, του Χρήστου Σταυρόπουλου και των Γιάννη Παπαϊωάννου (ΙΟΝ) – Μερόπης Κοκκίνη. Στο εκρηκτικό drum ‘n’ bass διώρο των Ηλιάνας-Αλέξανδρου Δράκου (aka Massive). Στις εκπομπές των ίδιων των Γιώργου Σανιέ και Δημήτρη Λαζαρίδη. Στα sets μερικών εκ των σημαντικότερων DJs που έβγαλε η αθηναϊκή σκηνή – ο Mikele με progressive, o Πέτρος “Floorfiller” Κοζάκος με βρετανικό uplifting trance, o DJ Savage της Kinetic Records με techno. Κι ακόμα ο Μιχάλης Βέρρος, ο Γιάννης Μέγας των Trancemedia με πρώιμο psychedelic trance, η DJ Liberty, ο Σπύρος Καλούμενος και τόσοι άλλοι που αδικούνται από τη μη αναφορά. Σε ζωντανό πρόγραμμα, 07.00-02.00, 7 μέρες την εβδομάδα (εδώ μπορείτε να ακούσετε συγκεντρωμένα τα jingles του Χρήστου Βαλασέλλη).

Με τις εκπομπές να γίνονται σχεδόν αποκλειστικά με βινύλια, τα οποία προμήθευε ως χορηγός το Discobole του Γιώργου Κανέλλη. Εξασφαλίζοντας ότι ο LIFE 89.2 θα έχει την πιο cuttin’ edge μουσική που κυκλοφορούσε και κάνοντας ακαταμάχητη τη δισκοθήκη του σταθμού. «Μαθαίνοντας, βάλαμε μια στοιχειώδη δομή με μια playlist γύρω στο 1995 – 3-4 κομμάτια να κάνουν rotation στις εκπομπές, όχι κάτι τρομερό. Γρήγορα, άλλωστε, μας μυρίστηκαν και οι δισκογραφικές που ήταν ακόμα κραταιές και πίεζαν να κάνουμε πιο βατό το πρόγραμμα. Βγάζαμε και συλλογές μαζί τους – με την Eros, την FM Records, την Planetworks, και φυσικά το Discobole. Σε γενικές γραμμές πάντως υπήρχε απόλυτη ελευθερία. Η λογική ήταν ότι το πρωί και μέχρι νωρίς το απόγευμα έπαιζαν πιο ήρεμα πράγματα (trip hop, lounge, συλλογές Café del Mar κτλ.), αλλά όλο και κάποιος τρελαμένος θα άρχιζε να βαράει από το πρωί», εξηγεί ο Δημήτρης Λαζαρίδης το modus operandi του LIFE.


Πάνω Δημήτρης Λαζαρίδης, κάτω μαζί με τους Astral Projection

«Δεν μπορέσαμε να συνειδητοποιήσουμε το μπαμ και να το διαχειριστούμε σωστά επιχειρηματικά και γι’ αυτό δε βγάλαμε λεφτά. Ο σταθμός βέβαια έφτασε να απασχολεί 28 άτομα. Να σκεφτείς π.χ. ότι μας άκουγαν 40.000 άτομα την εβδομάδα και οι ανταλλακτικές διαφημίσεις με ένα επιδραστικό περιοδικό, όπως ήταν τότε το 01 που πουλούσε 5-7000 τεύχη το μήνα, ήταν ισότιμες. Γιατί η λογική μας ήταν να στηρίξουμε τους πάντες», συμπεραίνει, χωρίς πικρία, σήμερα ο Γιώργος Σανιέ. «Σταδιακά ο σταθμός μεγάλωσε τόσο που έφυγε από τα χέρια μας. Εμφανίστηκαν πολλές απαιτήσεις σε μας που τον τρέχαμε. Και συνέβη και κάτι άλλο. Η επιτυχία μας προφανώς ενόχλησε. Είχαμε διαρκώς μπελάδες με ασφαλιστικά μέτρα από τους διπλανούς σταθμούς. Από τη μία ο Jeronimo Groovy στους 88.9 κι από την άλλη ο σταθμός της Εκκλησίας με όσα συνεπάγεται αυτό. Και γύρω γύρω τα μεγάλα συγκροτήματα που είχαν μυριστεί την επιτυχία και ήθελαν να μας αγοράσουν. Χωρίς σοβαρές υποδομές σε εξοπλισμό, χωρίς χρηματοδότη-επενδυτή κι όλοι μιλούσαν για μας», προσθέτει. «Δεν το εξαργυρώσαμε. Θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει κάτι παράλληλο. Να είχαμε ανοίξει έστω ένα δισκάδικο ή ακόμα κι ένα club», συμπληρωνει ο Δημήτρης Λαζαρίδης.

Είχαμε δύναμη. Επιλέγαμε, σε κάποια φάση, τι θα ακούσει η Αθήνα. Στηρίξαμε το underground, στους 89.2 και βρήκαν φωνή και διέξοδο πολλά παιδιά. Στο τηλεφωνικό κέντρο γινόταν χαμός, μου έχεις σώσει τη ζωή και τέτοιες ατάκες άκουγαν οι παραγωγοί. 

Η πίεση βέβαια δεν προερχόταν μόνο από τα διαρκώς αυξανόμενα διοικητικά καθηκόντα. Σε μια χώρα που μέχρι το 1980 δε γίνονταν καν ξένες συναυλίες, είχε έρθει με πολύ μεγάλη φόρα από το εξωτερικό μια εκρηκτική κουλτούρα προορισμένη να σοκάρει μικροαστικές συνειδήσεις. Βάλε στο σέικερ και τα ιδιωτικά κανάλια στα πρώτα τους βήματα να περνούν βαριά την παιδική (τελικά αποδείχτηκε ανίατη) ασθένεια του κιτρινισμού, πρόσθεσε και τα glossy περιοδικά που άνοιγαν συνεχώς πεινασμένα για εκκεντρικότητα… κι εχεις το μείγμα που γέννησε τη «Μάνα Ρέιβερ» και τα υστερικά ρεπορτάζ στις τηλεοράσεις για τη «μουσική των ναρκωτικών που απειλεί τη νεολαία». Τα ίδια είχαν περάσει και στη Μεγάλη Βρετανία, 6-7 χρόνια πριν.

Σπύρος Καλούμενος

«Το rave αντιμετωπίστηκε σαν δημόσιος κίνδυνος από εφημερίδες, τηλεοράσεις κτλ. Μας παίρνανε από απίστευτες εκπομπές για να βγούμε και να μιλήσουμε, ενώ υπήρχε και μιας αντίληψη έχεις τον σταθμό των ravers, πουλάς ναρκωτικά – έπρεπε συνεχώς να αποδεικνύεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Παίζανε στις ειδήσεις κάτι ρεπορτάζ, τα ντύνανε με σκηνές από πάρτυ στην Ολλανδία κι ο κόσμος νόμιζε ότι γίνονται όργια στα δικά μας. Υπάρχει δε μια φοβερή σκηνή που έχουν έρθει οι αστυνομικοί και με μπουζουριάζουν πάνω στις κεραίες –ύστερα από την πολλοστή φορά που είχαν κατατεθεί ασφαλιστικά μέτρα- και με βλέπει η μάνα μου live στον τότε ΣΚΑΪ με χειροπέδες. Τώρα είναι αστείο, τότε όχι και τόσο. Πάρα πολλοί DJs βρέθηκαν στο αυτόφωρο, απλά και μόνο γιατί έπαιζαν μουσική σε πάρτυ που μπούκαρε η αστυνομία. Μιλάμε για τραγελαφικά πράγματα, γιατί οι καταστάσεις ήταν πρωτόγνωρες για όλους, από τον απλό κόσμο μέχρι τα media και τις αρχές. Κι από την άλλη, έχει σημασία αυτό, παράλληλα συνέβαινε και η έκρηξη των ελληνάδικων. Το δίλημμα, σε κάποια φάση, ήταν λαϊκά ή trance”. Και το συμπέρασμα είναι πόσο περισσότερο έβγαινε τότε ο κόσμος σε σχέση με σήμερα», ο Γιώργος Σανιέ φωτίζει και την αθέατη πλευρά.


Γιώργος Σανιέ, Λίνα, Δημήτρης Λαζαρίδης

“There is no business like… rave business”, έλεγε ο ιστορικός τίτλος ενός 01 της εποχής. Γρήγορα, ο LIFE βρήκε μιμητές, ο NRG στους 105.5 δημιουργήθηκε ως αντίπαλο δέος, ενώ και πιο mainstream σταθμοί πρόσθεσαν υποχρεωτικά dance ζώνες στο πρόγραμμά τους. Όμως, όπως συμβαίνει πάντα, ο κύκλος ολοκληρώθηκε και η παρακμή ακολούθησε τις χρυσές μέρες. «Δεν δημιουργήθηκε σκηνή με τον σωστό τρόπο, δε βγήκαν παραγωγοί, δεν στήθηκαν labels και μόλις πέρασε η μόδα (ή όταν σε συγκεκριμένα είδη, όπως η trance, έγιναν πιο χουλιγκάνικα τα πράγματα), το πράγμα έπεσε. Μπήκαν φυσικά και πολλοί αεριτζήδες μέσα και το χάλασαν», ο Δημήτρης Λαζαρίδης παρέμεινε ενεργός και ως εκδότης δύο περιοδικών (Lemon, Freeze) ή συνιδιοκτήτης του Astron bar και διαπίστωσε τι πήγε στραβά έχοντας περισσότερες από μία ιδιότητες. «Το 1997 πουλήσαμε τον σταθμό γιατί πια χάναμε λεφτά προσπαθώντας να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις του εξοπλισμού και των δικηγόρων» βάζει την τελεία ο Γιώργος Σανιέ. Δημιουργήθηκαν δύο ομάδες, η μία πήγε να τρέξει τον NRG και η άλλη πήγε στον BLUE SKY 107.2 που άντεξε ως το 2001.

Δεν τα κατάφερε όμως κι άσχημα ένας σταθμός παράγοντας τόσο ισχυρές αναμνήσεις που μέχρι και διαδικτυακή εκδοχή του είδε να στήνεται πριν λίγα χρόνια. Κι εκτός από αναμνήσεις, είχε και πολλές ιστορίες. Ας κλείσουμε με δύο από τον Δημήτρη Λαζαρίδη. «Είχα φιλοξενούμενο στην εκπομπή μου τον DJ LoFi για ένα ημίωρο mix κι όσο έπαιζε με παίρνει ο τεχνικός και μου λέει κατι περίεργο ακούγεται εδω και δέκα λεπτά, μαλλον έχουμε πέσει. Φυσικά, δε συνέβαινε τίτοτα τέτοιο, απλά ο Λάμπρος έπαιζε full obscure κι ακουγόταν ένας βόμβος – τόσο καινούρια ήταν για όλους όλα τότε. Η δεύτερη ιστορία έχει πρωταγωνιστή τον LTJ Bukem και την υπόλοιπη συμμορία των Logical Progression. Τους είχαμε φέρει για το +Soda και πιο πριν πέρασαν μια βόλτα από το στούντιο. Τα παληκάρια, βέβαια, ήταν μέσα στην κουλτούρα του ganja άρχισαν να βγάζουν κάτι τεράστια τσιγάρα και να κυκλοφορούν σαν να μη συμβαίνει τίποτα μέσα στο εμπορικό. Για να καταλάβετε το περιβάλλον, δίπλα στον LIFE ήταν ας πούμε ένα οδοντιατρείο. Εγώ από τη μία ήθελα να μη μας πάρει χαμπάρι κανείς, από την άλλη ντρεπόμουν να τους πω να τα σβήσουν. Τελικά, όλα πήγαν καλά, αλλά ζορίστηκα μέχρι να φύγουν. Φθηνά τη γλιτώσαμε για άλλη μια φορά…»

Flyers, περιοδικό Lemon, NRG 105.5, πάρτυ, πάρτυ, πάρτυ…

Η πρώτη δημοσίευση του ρεπορτάζ, με ελάχιστες παραλλαγές, έγινε στο συλλεκτικό τεύχος του περιοδικού SONIK, «Μισός Αιώνας Ηλεκτρονικής Μουσικής στην Ελλάδα» που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2016. Μπορείτε να το αποκτήσετε εδώ
Παναγιώτης Μένεγος