Τραγουδά συνέχεια, ακόμη και στις πρόβες το «Killing me softly with this song» (telling my whole life with his words). Και μου μιλάει για τις λέξεις, που είναι φώτα μέσα στο σκοτάδι «κάθε μια είναι ένα φως. Την αρθρώνεις και μπορείς να προχωρήσεις παρακάτω». Ντυμένη στα άσπρα η Αμαλία Μουτούση μιλά για το σκοτάδι του κρυπτικού έργου «Μετατόπιση προς το ερυθρό», μια αφόρητα ζεστή νύχτα του Ιουνίου, λίγο πάνω από την σκονισμένη επικράτεια της Χαμοστέρνας. Είναι μια Λίλιθ στο έργο, η βασίλισσα που ταϊζει τους υπηκόους της και ταϊζοντας τους αφανίζει. Killing me softly…
Δίπλα μας όσο μιλάμε «κάθονται» ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Λευτέρης Βογιατζής «ευγνώμων, ευγνώμων, ευγνώμων, δεν τελειώνει αυτό, ευγνώμων». Εικόνες τσίρκου της παράστασης που προλέγει το τέλος του ανθρώπινου είδους, συναντιούνται με εικόνες της έφηβης Αμαλίας να κάνει βουτιές με το κεφάλι από ψηλά βράχια, τότε που η φαντασία της ήταν ό,τι είναι οι λέξεις σήμερα για αυτή. Φώτα. Η κατάργηση της λογικής.
Η Αμαλία Μουτούση είναι βελούδινη και χαλύβδινη, είναι μια σπείρα που ψηλώνει ξανά και ξανά, τραγουδώντας Νταϊάνα Ρος, Αρίθα Φράνκλιν, περπατώντας κάτω από τα πεύκα στην εξοχή και ζητώντας ένα πράγμα κυρίως: Χρόνο.
Διαβάζοντας το δελτίο τύπου για τη «Μετατόπιση προς το ερυθρό», αυθόρμητα σκέφτηκα μια φράση από την εισαγωγή του Γιώργου Χειμωνά στη μετάφραση της Μήδειας «πρέπει να έχει σκοτάδι για να μη φαίνεται ότι ο Άλλος λείπει, πρέπει να έχει πολύ σκοτάδι ο βάρβαρος έρωτας της Μήδειας».
Πώς συνδέεται η έννοια του σκοταδιού και της απουσίας με την παράσταση; Το έργο αυτό είναι κρυπτικό. Τα πράγματα αγγίζουν το σκοτάδι με ένα τρόπο ακαριαίο, σαν αυτή τη φράση του Χειμωνά που μου είπες. Για να πάει κατευθείαν στην καρδιά του σκοταδιού είπε αυτή τη φράση ο ποιητής. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο συμβαίνει στην «Μετατόπιση προς το ερυθρό». Εχει μιλήσει με συγκεκριμένα λόγια ο Μαυριτσάκης για να αγγίξει την καρδιά του σκοταδιού. Και όταν λέω λόγια εννοώ όλο το σύμπαν του έργου, όχι μόνο τις λέξεις, αλλά και τις εικόνες που βγαίνουν από τις λέξεις, ακόμα και τα κενά που υπάρχουν ανάμεσα στα γραμμένα λόγια. Μπορεί και αγγίζει το σκοτάδι ακαριαία αυτό το έργο, γιατί συνέχεια πηγαίνει προς το φως. Υπάρχει ένας κόσμος που ίπταται, μια υπέρβαση στα πράγματα προκειμένου να μπορείς να μιλήσεις. Όταν κάθονται δυο άνθρωποι με ένα ουίσκι στο χέρι και μιλάνε για το σκοτάδι, το σκοτάδι χάνει αυτή την «άλλη» του διάσταση, τη βιβλική, την κοσμογονική, την βαθιά υπαρξιακή του διάσταση. Και γι’ αυτό υπάρχει η υψηλή τέχνη της ποίησης, για να μπορεί να εκφράσει το σκοτάδι του ανθρώπινου γένους. Αυτό το έργο μιλά για το ανθρώπινο είδος και το τέλος του.
Ένα τέλος που έρχεται ή που έχει έρθει ήδη; Ένα τέλος που είναι εδώ. Μου θυμίζει πολλές φορές τη σχέση μας με το θάνατο. Ο θάνατός μας είναι εδώ από το πρώτο δευτερόλεπτο που θα γεννηθούμε. Αλλά πάντα, κάπως, με τη ζωή μας τον βάζουμε πιο μακριά, τον μεταθέτουμε σαν να είναι ο χρόνος γραμμικός: Τώρα είμαι τριάντα, μετά σαράντα, μετά πενήντα, μου μένει όλο πιο λίγο, όλο πιο λίγο. Υπάρχει ένας τοίχος μπροστά που κάποτε θα τον φτάσω. Ο θάνατος είναι πάντα εδώ, είναι συστατικό αυτής της ζωής.
Τι είναι σκοτάδι; Σε μια εποχή πυροτεχνημάτων και προβολέων σαν τη σημερινή; Το σκοτάδι είναι αυτή η περιοχή μέσα μου, αλλά και έξω από εμένα, που μοιάζει με το κομμάτι στο διάστημα που είναι τελείως μαύρο και δεν μπορούμε να το ερμηνεύσουμε. Αυτό το πράγμα που έχω μέσα μου και που δεν το ξέρω. Μου βγαίνει στον ύπνο μου συχνά. Το σκοτάδι είναι κάτι που δεν ξέρω τι έχει μέσα.
Σε φοβίζει αυτό; Αυτό έχει έναν τρόμο. Αλλά, αυτή η τάση να πηγαίνουμε προς το σκοτάδι είναι μια έλξη που είναι φωτεινή.
Τίποτα δεν σου εξηγούν οι λέξεις, απλά σε βοηθούν να προχωράς μέσα στο σκοτάδι. Κάθε μια είναι ένα φως που και μόνο που την αρθρώνεις, που πρέπει να πεις την επόμενη, περπατάς μες στο σκοτάδι.
Πώς δηλαδή; Αμα σε έλκει το σκοτάδι, σε έλκει για να φωτίσεις. Μπαίνεις εκεί μήπως και κάτι φωτιστεί μέσα σε αυτή τη στοά, στον λαβύρινθο. Μήπως περπατώντας εκεί, με τη φαντασία σου ή με τα ίδια σου τα πόδια δεις το φως. Είτε μέσα από τα όνειρα, είτε μέσα από το έργο του Μαυριτσάκη, είτε μέσα από τη σχέση σου με το σύμπαν που σε περιβάλλει και του οποίου μόνο ένα μικρό κομμάτι έχει εξερευνηθεί. Με οποιοδήποτε τρόπο κι αν σε έλκει αυτό το σκοτάδι, πηγαίνοντας εκεί πηγαίνεις για να το φωτίσεις. Κι εγώ πολλές φορές με το θέατρο -το οποίο είναι κατεξοχήν και τέχνη του ποιητικού λόγου- έχω νιώσει ότι οι ίδιες οι λέξεις είναι φώτα μέσα στο σκοτάδι. Και δεν είναι ότι σου εξηγούν πράγματα –αυτό με μαγεύει πιο πολύ: Τίποτα δεν σου εξηγούν οι λέξεις, απλά σε βοηθούν να προχωράς μέσα στο σκοτάδι. Κάθε μια είναι ένα φως που και μόνο που την αρθρώνεις, που πρέπει να πεις την επόμενη, περπατάς μες στο σκοτάδι.
Είναι οι λέξεις σαν ανάσες για να συνεχίσεις να ζεις; Ακριβώς. Είναι ανάσες.
Και εσύ είσαι η βασίλισσα του σκοταδιού, σε αυτό το κρυπτικό έργο για το τέλος του ανθρώπινου γένους. Είμαι η βασίλισσα αυτού του βασιλείου που είναι φοβερά σκοτεινό, άγριο και εφιαλτικό. Στην παράστασή μας το βασίλειο αυτό είναι φωτισμένο με τον προβολέα του τσίρκου. Υπάρχουν πρόσωπα μέσα στην παράσταση – όπως εγώ- που είναι πιο πολύ πλάσματα παρά άνθρωποι. Εχουν όμως το περίβλημα το σάρκινο, το ανθρώπινο. Πιο πολύ είναι πλάσματα της φαντασίας, μιας φαντασίας τρομερά ενδιαφέρουσας. Όπως υπάρχει μια ποίηση που μας κάνει να μην βλέπουμε τα πράγματα, να τα ωραιοποιούμε, έτσι υπάρχει και μια τέτοια φαντασία. Υπάρχει όμως και μια ποίηση και μια φαντασία που μας κάνει να βλέπουμε τα πράγματα τόσο πολύ κατάματα που -επειδή υπάρχει αυτή η βίαιη πρόσκρουση- χρειαζόμαστε τη φαντασία. Όπως σε μερικά όνειρα που βλέπουμε τα αδιανόητα και μετά όταν τα σκεφτόμαστε συνειδητοποιούμε ότι μόνο μέσα σε ένα όνειρο θα μπορούσαμε να αντέξουμε και τόση χαρά, κα τόση αγριότητα και τόση ασχήμια, και τόσο πόνο. Αν ήταν έξω από το όνειρο μπορεί να σταμάταγε η καρδιά μας, να πεθαίναμε από ανακοπή.
Πως χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης την έννοια του τσίρκου; Ως ένα φίλτρο για να μπορέσουμε να φύγουμε από τη φυσικότητα που έχουμε οι άνθρωποι στην καθημερινότητα μας. Για να μπορέσουμε να πάμε σε ένα χώρο που επιτρέπει στην φαντασία μας να προβάλλει πράγματα. Το ζωικό βασίλειο του έργου αποτελείται από όλα τα ζώα με αρχηγό τον άνθρωπο που είναι το πιο άγριο από τα ζώα. Και εγώ είμαι η βασίλισσα, το πιο άγριο ζώο όλων. Είμαι βασίλισσα τροφός, όπως η Αγαύη στις Βάκχες που κατασπαράζει το παιδί της και τρώει τις σάρκες του. Εγώ ταϊζω, δεν κατασπαράζω.
Και ταίζοντας, κατασπαράζεις στην ουσία; Ακριβώς. Μέχρι να τον εξοντώσω. Αυτή είναι η βασίλισσα τροφός, η βασίλισσα του σκοταδιού, μια Λίλιθ. Είναι βιβλικής ποιότητας η γραφή αυτή. Με αυτή την έννοια είναι κρυπτική, όπως η Βίβλος μόνο μέσα από παραβολές μπορεί να σου πει πράγματα που είναι δίπλα σου, που συμβαίνουν εδώ και τώρα, αλλά κάπως πρέπει να σου τα πει μέσα από μια παραβολή για να μπορέσεις να δεις αυτό που είναι τόσο κοντά σου και που συνέχεια το προσπερνάς.
Πως αντέδρασες όταν διάβασες για πρώτη φορά το έργο; Αυτό που βοήθησε πολύ ήταν η σχέση που έχω με τον σκηνοθέτη Θάνο Παπακωνσταντίνου. Εδώ και περίπου ένα χρόνο έχω σχέση με τον Θάνο έχοντας δει δυο παραστάσεις του και έχοντας μιλήσει οι δυο μας για κάτι που θα θέλαμε να κάνουμε. Συζητούσαμε κάτι συγκεκριμένο, χωρίς να έχει προκύψει η πρόταση του Μαυριτσάκη και του Φεστιβάλ Αθηνών. Το είχαμε βάλει στα σκαριά. Και προέκυψε αυτή η πρόταση για το «Μετατόπιση προς το ερυθρό», μου ζήτησε ο Θάνος να το διαβάσω και αν με ενδιέφερε να το κάνουμε μαζί. Το διάβασα και ξέροντας τον Θάνο και έχοντας εμπιστοσύνη βαθιά σε αυτόν – τον είχα γνωρίσει, ήξερα κάτι από τον καλλιτεχνικό του ψυχισμό- με βοήθησε πολύ να μπω απλά στο έργο. Και παραμένω έτσι με την ίδια ενέργεια μέσα σε αυτή τη δουλειά. Σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα.
Σε ακούω να μιλάς για τη συνεργασία σου με τον Παπακωνσταντίνου, πώς χτίστηκε, και σκέφτομαι τον Λευτέρη Βογιατζή. Την ξεχωριστή σχέση σας. Αυτός είναι ο τρόπος. Να ερωτεύομαι τον σκηνοθέτη μου. Να τον ερωτεύομαι καλλιτεχνικά. Να με εμπνέει, να κάνει τη φαντασία μου να λειτουργεί. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο για εμάς. Αν δεν λειτουργεί η φαντασία είμαστε νεκροί. Πρέπει να μπορεί να λειτουργήσει η φαντασία για να μπορείς μέσα σε αυτή να εκπλήσσεσαι εσύ ο ίδιος από τα πράγματα που προκύπτουν από εσένα. Ξαναγυρίζουμε σε αυτό που λέγαμε πριν: Μόνο μέσα σε μια σχέση φαντασίας άφοβης, άγριας, παιδικής, έτσι όπως θυμάμαι τον εαυτό μου όταν ήμουν μικρή και μου άρεσε να κάνω βουτιές με το κεφάλι. Το θυμάμαι και λέω πώς το έκανα; Εκανα βουτιές με το κεφάλι ανάποδα από πάρα πολύ ψηλά, από βράχια σε νησιά και ήμουν μόνο εννιά, δέκα χρονών. Κοιτάζω τώρα τους βράχους και αναρωτιέμαι «μα τι σκεφτόμουν, δεν φοβόμουν; Δεν έβλεπα το κενό;». Ηταν η φαντασία μου που με απελευθέρωνε, έμπαινε μπροστά από τη λογική. Τώρα στη θέση αυτού του πράγματος μπορεί να είναι οι λέξεις. Αυτό που είπες πριν: Με τις λέξεις αναπνέω. Με τις λέξεις κάνω τις βουτιές μου. Το ίδιο είναι και με τον Λευτέρη.
Και ας μη είναι πια εδώ. Ο Λευτέρης έφυγε, δεν υπάρχει πια ανάμεσά μας, αλλά μέσα από τη ζωή μου, από αυτό που κάνω στο θέατρο, δεν ξέρω γιατί αλλά νιώθω ότι είναι εδώ. Συνέχεια. Ό,τι ακούω, ό,τι κάνω, ό.τι λέω είναι συνέχεια εδώ. Μιλάει. Διορθώνει. Γελάει. Σνομπάρει. Κατεβάζει τα μούτρα του. Συνέχεια και σε όλα. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω. Είναι εδώ ο Λευτέρης.
Μες στο σκοτάδι ακούς τη φωνή του Λευτέρη Βογιατζή; Συνέχεια. Ο Λευτέρης είχε πάντα αυτό που ονομάζω φως. Και στο πιο σκοτεινό έργο να μπαίναμε – θυμάμαι χαρακτηριστικά την Αντιγόνη– πάντα μου έλεγε «αυτό τον τονισμό». Και του απαντούσα «μα τι μου μιλάς για τονισμούς Λευτέρη, εγώ τώρα είμαι χαμένη». Και μου απαντούσε με απορία «Χαμένη; Τον τονισμό, κάνε τον τονισμό». Συνέχεια με γείωνε μέσα στο σκοτάδι των πραγμάτων, είτε με τον τονισμό που έπρεπε να κάνω, με την τελεία, το κόμμα που έπρεπε να βάλω ή όχι. Ο Λευτέρης ήταν σαν ορειβάτης που βάζει γάντζους στα βράχια για να ανεβαίνει. Ο Λευτέρης γραπωνόταν από αυτά τα πράγματα, ένα κόμμα, μια λέξη, μια κίνηση, ένας τονισμός, ο,τιδήποτε έχει να κάνει με το σώμα, με τη φωνή. Με αυτά πηγαίνω τώρα εγώ. Ευγνώμων είμαι.
Τι ωραία λέξη. Ευγμώμων. Ευγνώμων. Ευγνώμων. Δεν τελειώνει αυτό. Ευγνώμων. Ευγνώμων…
θυμάμαι τον εαυτό μου όταν ήμουν μικρή και μου άρεσε να κάνω βουτιές με το κεφάλι. Το θυμάμαι και λέω πώς το έκανα; Εκανα βουτιές με το κεφάλι ανάποδα από πάρα πολύ ψηλά, από βράχια σε νησιά και ήμουν μόνο εννιά, δέκα χρονών. Κοιτάζω τώρα τους βράχους και αναρωτιέμαι «μα τι σκεφτόμουν, δεν φοβόμουν; Δεν έβλεπα το κενό;
Και τώρα μπαίνεις σε ένα ακόμα σκοτεινό έργο. Που όμως φωτίζεται από τον προβολέα ενός τσίρκου. Γιατί τσίρκο; Εχει μια τρομερή ελαφράδα. Εχει ένα γέλιο το τσίρκο και μια χαρά άγρια που πρώτα απ’ όλα την αντέχουν τα παιδιά.
Γέλιο που προκύπτει από έναν κλόουν που ταπεινώνεται, από σώματα που κινδυνεύουν από πτώση ή από τα δόντια ενός θηρίου… Γιατί ο άνθρωπος σε αυτό το έργο παρουσιάζεται εξαιρετικά τραγικός και απογυμνωμένος. Τραγικά γελοίος μέσα στην πτώση του. Πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι ενώ διαπραγματεύεται την πτώση, αυτό το έργο έχει χώρο για αγάπη. Είναι όπως ο τραγικός ήρωας στην αρχαία τραγωδία: Κάπως βλέπεις τον εαυτό σου στον τραγικό ήρωα, μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέπτη ώστε να δεις την αλήθεια, το πόσο ο άνθρωπος έχει πέσει. Πώς ένας άνθρωπος μπορεί να γιατρευτεί από αυτή την πτώση, ή να ξαναγεννηθεί, να δημιουργηθεί ένα άλλο είδος ανθρώπου; Μου αρέσει που η οποιαδήποτε ερμηνεία είναι και λίγο ύβρις. Όχι όμως από αυτές τις ύβρεις που μπορούν πραγματικά να σε οδηγήσουν κάπου, όπως η βλασφημία. Εχουμε την τάση να ερμηνεύουμε τα πάντα ακόμα και αυτά που δεν γνωρίζουμε. Ας μείνουμε επιτέλους στη σχέση μας με το άγνωστο. Το έργο αυτό κάνει, δεν μας λέει πως θα είναι το τέλος, μας μιλάει για αυτό χωρίς να το ερμηνεύει.
Είναι δουλειά του θεατή αυτό; Πώς μπορεί να είναι αληθινά ευαίσθητος απέναντι σε αυτό το έργο; Ο Μάνος Χατζιδάκις είπε κάποτε ότι η ευαισθησία δεν είναι ένα πράγμα λεπτεπίλεπτο και εύθραυστο. Είναι ένα άγριο πράγμα που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Με αυτή την ευαισθησία πρέπει ο θεατής να μπορεί να σταθεί απέναντι σε ένα τέτοιο έργο. Να μην βιαστεί να πει αυτό ή τίποτα. Καθόμαστε εδώ και βλέπουμε κάτι που απλά δεν ξέρουμε. Είναι σα να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε το θάνατο μας. Θέλουμε όλα να μπαίνουν σε κουτάκια. Όχι, δεν είναι τέτοιο αυτό το έργο.
Μετά την παράσταση τι θα κάνεις; Φεύγω. Αμέσως. Εχω δουλέψει non stop. Πρέπει να φύγω. Για να κερδίσω το χρόνο μου γιατί μετά με περιμένει η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών όπου ξεκινώ πρόβες με τον Γιάννη Χουβαρδά για τον Αμλετ, σε μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά. Θα ανέβει τον Ιανουάριο, θα είναι εκεί και ο Χρήστος Λούλης, που είναι συνεργάτης μου σταθερά τα τελευταία χρόνια. Και ο Γιώργος ο Γάλλος… Όλα τα παιδιά του Λευτέρη θα είναι εκεί.
Τι ωραία που θα δουλέψεις με τον Γιάννη Χουβαρδά, ξανά. Ο Γιάννης είναι ο πρώτος άνθρωπος που μου δημιούργησε αυτή τη φωλιά στο Αμόρε όταν έφυγα από το Διπλούς Ερως και δεν ήθελα να σκορπιστώ στο ελεύθερο θέατρο.
Πριν χρόνια είχα διαβάσει πως στο μπάνιο τραγουδάς το «I say a little prayer for you». Ακόμα το τραγουδάς; Τώρα τραγουδάω το «Τelling my whole life» με την Αρίθα Φράνκλιν. Όλα αυτά τα τραγούδια που τραγουδάω τα άκουγα όταν ήμουν 12, 13 χρονών. Γενικά νιώθω ότι είμαι πολύ συνδεδεμένη με αυτή την ηλικία, με την εφηβεία. Μου έρχονται ήχοι και τραγούδια που άκουγα εκείνη την εποχή. Καμιά φορά γίνομαι υπερευαίσθητη.
Νιώθεις ότι αρχίζεις ξανά; Είναι περίεργο που μου το λες… Ναι, είναι σα να αρχίζω ξανά. Περπατώ στην εξοχή όπου μένω χρόνια και ξαφνικά μυρίζω το πεύκο και νιώθω όπως όταν το πρωτομύρισα. Το ίδιο συμβαίνει με ήχους, με τραγούδια. Όχι με την έννοια της νοσταλγίας. Αλλά με μια φόρα, μια φόρα που λέω πόσα χρόνια έχω μπροστά μου να ξαναζήσω; Θεέ μου δώσε μου χρόνο, κι άλλο χρόνο. Δίνε μου, δίνε μου. Αυτό ζητώ συνέχεια. Δίνε μου.
Ελληνικό Φεστιβάλ
The Helter Skelter Company – Θάνος Παπακωνσταντίνου
Μετατόπιση προς το ερυθρό, του Γιάννη Μαυριτσάκη
6-7 Ιουλίου, 21:00 Πειραιώς 260, Κτίριο Η
Εκδοτήρια εισητηρίων Πανεπιστημίου 39 (εντός στοάς Πεσμαζόγλου)
Τηλ 2103272000
Δευτέρα-Παρασκευή: 9:00-17:00
Σάββατο: 9:00-15:00
Πληροφορίες και αγορά εισητηρίων διαδυκτιακά: www.greeekfestival.gr