Λένα Φιλίπποβα: «Δυσκολεύομαι πολύ να κατανοήσω πώς στην Ελλάδα θέατρο ρεπερτορίου σημαίνει να έχεις 17 παραστάσεις στη σεζόν»

Ένα ευφυές παιχνίδι με τον έρωτα και το χρόνο στήνει ο Χάρολντ Πίντερ στον Εραστή, καταγράφοντας την άβυσσο που κρύβεται κάτω απ’ την επιφάνεια της καθημερινής ζωής. Εκεί ζουν οι φαντασιώσεις, οι συνειδητές και οι ασυνείδητες επιθυμίες των ηρώων. Έχοντας από καιρό χάσει την προσωπική τους ταυτότητα και τη μεταξύ τους επαφή, φλυαρούν, θέλοντας να κρύψουν το εσωτερικό τους δράμα. Η ερωτική, όμως, απιστία θα αποκαλύψει με τον πιο αναπάντεχο τρόπο τη βαθιά μοναξιά που τους συνδέει, αλλά και την απεγνωσμένη τους ανάγκη για κατανόηση και αληθινή επικοινωνία. Η Λένα Φιλίπποβα μιλάει στην Popaganda για την επιλογή της να σκηνοθετήσει το συγκεκριμένο έργο αλλά και για το πώς προσαρμόστηκε στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα.

Πώς πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε επαγγελματικά με το θέατρο;  Το ενδιαφέρον για το θέατρο μου το μετέδωσε ο πατέρας μου σε πολύ μικρή ηλικία. Αυτός ήταν που το αγαπούσε πολύ. Από μικρή το είδα σαν κόσμο μαγικό. Δεν μπορώ να θυμηθώ κάποια συγκεκριμένη στιγμή που πήρα την απόφαση. Απ’ το σχολείο ακόμα συμμετείχα στις ερασιτεχνικές ομάδες θεάτρου και όταν το τελείωσα, έδωσα εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Μου φαινόταν απόλυτα φυσιολογική επιλογή, σαν η απόφαση να είχε ήδη παρθεί.

Πώς ήταν τα θεατρικά χρόνια σας επί εποχής ΕΣΣΔ; Στη Σοβιετική Ένωση ο καλλιτέχνης είχε ιδιαίτερη συνθήκη για να υπάρξει. Από την μια πλευρά οι περιορισμοί και από την άλλη η επιτακτική ανάγκη για την πνευματική αναζήτηση. Αυτή η σύγκρουση γεννούσε πραγματικούς καλλιτέχνες. Κοιτούσαν σε κάποιο πολύ μακρινό σημείο του ορίζοντα. Ήθελες να τους ακολουθήσεις. Οφείλω πολλά σ’αυτούς τους λίγους, σ’αυτούς που τους θεωρώ δασκάλους μου.

Πότε ήρθατε στην Ελλάδα και πώς προέκυψε αυτή σας η κίνηση; Στην Ελλάδα βρέθηκα για πολύ προσωπικούς λόγους. Πάνε πολλά χρόνια. Τώρα αισθάνομαι ότι και αυτό σα να ήταν «προαποφασισμένο». Τότε, βέβαια, δεν είχα καμία επίγνωση πόσο μεγάλη αλλαγή θα μου φέρει αυτή η κίνηση. Δεν είχα, όμως, άλλη επιλογή. Ακολούθησα την καρδιά μου.

«Μου αρέσει πολύ ο κόσμος του Πίντερ. Έχει κάποιο μυστήριο. Πολλές φορές συνορεύει με το θέατρο του παραλόγου. Όπως άλλωστε και η ζωή».

Τι σας δυσκόλεψε στην αρχή στην ελληνική θεατρική κουλτούρα και πώς μεταφέρατε δικά σας στοιχεία της ρωσικής θεατρικής κουλτούρας στις δουλειές σας εδώ; Τα πάντα. Ήταν όλα εντελώς διαφορετικά. Μου πήρε πολύς καιρό να προσαρμοστώ. Οι άνθρωποι σκέφτονταν διαφορετικά, οι μηχανισμοί στη θεατρική πραγματικότητα ήταν διαφορετικοί. Προστέθηκε ο δυτικός τρόπος ζωής, η ανάγκη της επιβίωσης που σου περιορίζει τις επιλογές, διαφορετικά ιδανικά.

Ποιες είναι οι ομοιότητες και ποιες οι διαφορές μεταξύ ελλήνων και ρώσων ηθοποιών, σκηνοθετών και κοινού; Ως λαοί πιστεύω ότι έχουμε πολλά σημεία στα οποία μπορούμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον. Η θεατρική πραγματικότητα διαφέρει, όμως, σε πολλά σημεία. Έχουμε διαφορετική παράδοση στη θεατρική παιδεία. Δεν μου αρέσει να συγκρίνω. Μπορώ να μιλήσω για το πώς βιώνω την ελληνική θεατρική πραγματικότητα. Δυσκολεύομαι πολύ να κατανοήσω πώς στην Ελλάδα  παραδείγματος χάρη, θέατρο ρεπερτορίου σημαίνει να έχεις 17 παραστάσεις στη σεζόν. Για ποια αναζήτηση στην Τέχνη μπορούμε να μιλήσουμε, όταν οι πρόβες στον χώρο είναι μεταμεσονύκτιες, όταν δεν μπορείς να κουνήσεις κανέναν προβολέα για να κάνεις τους φωτισμούς κι έχεις στη διάθεσή σου τους δυο γενικούς φωτισμούς στημένους για άλλες παραστάσεις, αφού στην ίδια μέρα υπάρχουν δυο πρεμιέρες η μία πίσω από την άλλη και μετά ακολουθεί ακόμα μια μεταμεσονύκτια παράσταση;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Διδάσκατε υποκριτική στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που μάθατε από τους μαθητές σας; Στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου δίδασκα επτά χρόνια. Πιστεύω ότι όλα τα πράγματα που μαθαίνω από τα νέα παιδιά έχουν την αξία τους. Μ’ ενδιαφέρει πώς βλέπουν τον κόσμο, πώς τον ανακαλύπτουν, ποια νοήματα έχουν μεγαλύτερη αξία γι’ αυτούς. Κάθε γενιά διαφέρει. Αλλάζει ο κόσμος, αλλάζουν και οι άνθρωποι. Ή το αντίθετο: αλλάζουν οι άνθρωποι και αλλάζει ο κόσμος γύρω τους. Το να παρακολουθείς αυτές τις αλλαγές είναι πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση.

Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με το σενάριο; Τι είναι αυτό που πιο πολύ αγαπάτε στη δραματουργία; Η δραματουργία είναι ελληνική λέξη. Εμπεριέχει τη δημιουργία. Υπάρχει η δυνατότητα να φτιάξεις έναν κόσμο που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αλλά τα υλικά του είναι πραγματικά. Η καλή δραματουργία, όπως και το καλό σενάριο μιλούν πάντα για τα «αόρατα» πράγματα, εμφανίζουν τα υπόγεια ρεύματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Σε βοηθούν να προχωράς στη δική σου ύπαρξη.

«Κάθε γενιά διαφέρει. Αλλάζει ο κόσμος, αλλάζουν και οι άνθρωποι. Ή το αντίθετο: αλλάζουν οι άνθρωποι και αλλάζει ο κόσμος γύρω τους. Το να παρακολουθείς αυτές τις αλλαγές είναι πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση».

Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τον Εραστή του Πίντερ;  Το έργο αυτό το επιλέξαμε μαζί με τους ηθοποιούς που παίζουν στην παράσταση, με την Χρύσα Κοτταράκου και τον Κωνσταντίνο Παράση. Μας άρεσε το θέμα, η σχέση ενός ζευγαριού. Ο λαβύρινθος μιας σχέσης. Κανένας δε μπορεί να υπάρξει μόνος του, η επιθυμία του κάθε ανθρώπου να μοιράζεται με κάποιον το είναι του, τον κάνει να αναζητά το ταίρι του. Το βρίσκει και μετά αρχίζει η αναζήτηση του εαυτού μας σε μια σχέση. Αυτά μας ενδιέφεραν και επιλέξαμε αυτό το έργο του Πίντερ.

Πως προσεγγίσατε σκηνοθετικά τη συγκεκριμένη παράσταση; Μου αρέσει πολύ ο κόσμος του Πίντερ. Έχει κάποιο μυστήριο. Πολλές φορές συνορεύει με το θέατρο του παραλόγου. Όπως άλλωστε και η ζωή. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι οι ήρωες στο θέατρο του παραλόγου υπάρχουν στο πουθενά, ενώ στα έργα του Πίντερ υπάρχουν πάντα σε πολύ συγκεκριμένο περιβάλλον. Το περιβάλλον αυτό είναι πολύ αναγνωρίσιμο, σχεδόν κοινότοπο. Δεν σε προετοιμάζει για κάποια έκπληξη. Αρχίζουν, όμως, να  ξετυλίγονται τα αόρατα νήματα του εσωτερικού τοπίου κι εκεί συναντάς πράγματα που δεν μπορείς να ερμηνεύεις εύκολα, είναι διφορούμενα και μισο-ειπωμένα .  Με ενδιέφερε να χτίσουμε μια πορεία της εσωτερικής διαδρομής των ηρώων. Οι ήρωές του έχουν πολλά κατά νου, αλλά εκφράζουν τα ελάχιστα. Ο κόσμος του έργου διαθέτει κάποιο μυστικό, είναι γεμάτος παύσεις.  Το έργο έχει κυκλική δομή.  Κάθε καινούργιος κύκλος πρέπει να πηγαίνει πιο πέρα, αλλά και να μπορεί να επιστρέφει στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε.

Ποιο είναι το όραμά σας για την ιδανική στιγμή πάνω στη σκηνή;  Όταν όλα τα πράγματα στη σκηνή βρίσκουν το ιδανικό σημείο συνάντησης. Οι ηθοποιοί ανακαλύπτουν το βαθύτερό τους είναι και συναντιούνται με το έργο που παίζουν. Όταν στη σκηνή είναι παρόν κάποιο νόημα.

Ο Εραστής, του Χάρολντ Πίντερ, Σκηνοθεσία: Λένα Φιλίπποβα, Μετάφραση: Χρύσα Κοτταράκου, Σκηνικά – κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα.  Παίζουν: Χρύσα Κοτταράκου, Κωνσταντίνος Παράσης. Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Από Μηχανής Θέατρο (Ακαδήμου 13).
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.