Κοιτάζοντας πότε πίσω και πότε μπροστά με τη Λευκή Συμφωνία

Πού χάθηκε 17 ολόκληρα χρόνια η Λευκή Συμφωνία;

Θοδωρής ∆ημητρίου: Μουσικά δεν κάναμε τίποτα μαζί από τη στιγμή που σταματήσαμε, πίσω στο 2000. Σχέσεις όμως συνεχίσαμε να έχουμε. Το όλο πράγμα ξεκίνησε πάλι γιατί θέλαμε να ζήσουμε ξανά τη φάση της πρόβας, αυτό που κάνει δηλαδή ένα συγκρότημα. Μας φαινόταν ενδιαφέρον το αν και πως θα μπορούσαμε να παίξουμε πάλι τα τραγούδια μας. Αυτός είναι ο πυρήνας της όρεξής μας τώρα: να ερμηνεύσουμε ξανά όλα αυτά τα κομμάτια.

Σωτήρης Καστάνης: Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια υπήρξε και ένα ενδιαφέρον από κόσμο που επικοινωνούσε με τον καθένα μας προσωπικά και ρωτούσε: «παιδιά, υπάρχουν καινούρια κομμάτια ή παλιά ακυκλοφόρητα; Υπάρχει πιθανότητα να κάνετε κάτι;» Νομίζω ότι και αυτό μας κέντρισε. Μας έκανε να αναρωτηθούμε: στην πράξη μπορεί να βγει κάτι; Θέλουμε; Γουστάρουμε; Το ‘χουμε; Το κλίμα στις πρώτες συναντήσεις ήταν ενθουσιώδες. Για μένα ήταν πιο πάνω από τις προσδοκίες μου.

ΘΔ: Στις πρώτες πρόβες τσεκάρεις βασικά αν μπορείς να ανταποκριθείς. Γιατί εντάξει, τα κομμάτια είναι αρκετά δύσκολα.

ΣΚ: Μπήκαμε με φόρα. Θυμάμαι ότι δεν κάτσαμε να ψάξουμε τα κομμάτια που θα παίζαμε. Είπαμε «πάμε να δούμε τι θυμόμαστε». Εκεί ήταν το μεγάλο στοίχημα. Και μας ήρθε πάλι όλο το «έργο».

∆ιογένης Χατζηστεφανίδης: Τα δάχτυλα πάνε μόνα τους.

ΘΔ: Είναι περίεργο. Μόλις βρεθήκαμε με τα παιδιά την πρώτη φορά για να δούμε αν θα προχωρήσουμε, άρχισα να τσεκάρω τα κομμάτια. Κάθισα μόνος μου και τα είδα στο youtube. Χωρίς υπερβολή, θυμόμουν τα πάντα.

ΣΚ: Ειδικά για τον Θοδωρή ισχύει αυτό. Ούτε ένα σκονάκι με στίχους μπροστά του.

Το ενδιαφέρον του κόσμου λοιπόν κινητοποίησε μέσα σας κάτι που παρέμενε σε λανθάνουσα κατάσταση.

∆Χ: Η απορία για το που έχει πάει η Λευκή Συμφωνία δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Από φίλους και γνωστούς που πάντα μας τσιγκλούσαν, αλλά και από τυχαίο κόσμο. Οπότε σιγά σιγά άρχισε να μπαίνει ξανά στο μυαλό μας το μικρόβιο της μπάντας.

ΘΔ: Πάντα θες ένα κίνητρο για τον εαυτό σου. Το πιο ουσιαστικό στην περίπτωσή μας είναι ότι τα κομμάτια «έπαιζαν» ακόμη μέσα μας. Δεν σκεφτόμασταν ότι ρε γαμώτο αυτό σήμερα ακούγεται λίγο περίεργο. Έχουμε κάνει περίπου 45 τραγούδια. Νομίζω ότι τουλάχιστον τα μισά είναι διαχρονικά. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να πει αντικειμενικά και κάποιος τρίτος. Το ότι στις πρόβες αρχίσαμε να τα λέμε και πάλι όπως έπρεπε, μας πώρωνε να προχωρήσουμε με ακόμη μεγαλύτερο γκάζι.

ΣΚ: Ουσιαστικά το συγκρότημα δεν διαλύθηκε ποτέ επίσημα. Δεν βγήκαμε να πούμε κάποια στιγμή «τέλος». Ίσως γι’ αυτό δεν σταμάτησε να ρωτάει ποτέ ο κόσμος.

Φωτογράφιση για το πρώτο τους άλμπουμ, στο Παλατάκι το 1986 (Φωτογραφία: Γιώργος Νικολαϊδης)

Τέλος μπορεί να μην είπατε, αλλά το τέλος ήρθε, ακόμη κι αν σήμερα αποδεικνύεται ότι δεν ήταν οριστικό.

ΘΔ: Το 2000 που σταματήσαμε είχαμε ήδη 16 χρόνια στη φάση. Είχαμε ήδη πετύχει αρκετά πράγματα. Ο Διογένης θυμάται καλύτερα ότι εκείνη την εποχή είχαμε φάει κι ένα ξενέρωμα με τη δισκογραφική.

∆Χ: Βασικά μας είχε σπάσει τα νεύρα η δισκογραφική που είχαμε μπλέξει. Είχαμε ξεκινήσει με την EMI όπου βγάλαμε δύο δίσκους [σ.σ. Το 1986 κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους Μυστικοί Κήποι. Το 1988 κυκλοφόρησε ο δίσκος Ηχώ του Πόθου. Το line-up της μπάντας ήταν: Θοδωρής Δημητρίου (φωνή,στίχοι), Τάκης Μπαρμπαγάλας (κιθάρα) , Διογένης Χατζηστεφανίδης (μπάσο) και Σπύρος Χαρίσης (ντράμς)]. Μετά κάναμε ένα δίσκο με τη Warner [σ.σ. Το line-up στον δίσκο Λευκή Συμφωνία που κυκλοφόρησε το 1990 ήταν: Θοδωρής Δημητρίου (φωνή,στίχοι), Διογένης Χατζηστεφανίδης (μπάσο), George Becker (κιθάρα) και Σπύρος Χαρίσης (ντράμς)]. Και μετά υπογράψαμε στην FM Records. Πώς την πατήσαμε δεν ξέρω. Μας κούρασε η φάση τους. Είχαμε βγάλει καινούριο δίσκο [Χρώματα, 1996. Το line-up της μπάντας ήταν: Θοδωρής Δημητρίου (φωνή,στίχοι), Διογένης Χατζηστεφανίδης (μπάσο), Σωτήρης Καστάνης (κιθάρα), Γιάννης Βεναρδής (ντραμς)], γυρίσαμε όλη την Ελλάδα για live, περίπου 25 συναυλίες μέσα σε ένα μήνα. Μετά θέλαμε να κάνουμε κάτι καινούριο αλλά δε θέλαμε σε καμία περίπτωση να το κάνουμε με την ίδια δισκογραφική.

ΘΔ: Εκείνη την εποχή πήγαιναν πολλές μπάντες στην FM. Προφανώς δε μπορούσαν να βοηθήσουν και να τις προμοτάρουν όλες, ειδικά σε μία εποχή που το ίντερνετ ήταν ακόμη άγνωστη λέξη. Εμείς όμως ήμασταν μουσικοί και δε θέλαμε να κάνουμε και τον εταιριάρχη. Όχι ότι δεν μας άρεσε να κάνουμε πράγματα μόνοι μας. Και τουρ κλείναμε και απ’ όλα. Αλλά δεν είχαμε καμία βοήθεια από την εταιρία.

ΣΚ: Αυτό το ξενέρωμα άρχισε να μας επηρεάζει ενώ γράφαμε μουσική. Ήμασταν κουρασμένοι. Και άρχισε να αραιώνει λίγο η φάση με τις πρόβες. Σιγά σιγά λέγαμε «άσ’το, πάμε να πιούμε καμιά μπύρα».

ΘΔ: Αποδείχτηκε όμως σήμερα ότι μάλλον δε θέλαμε να διαλύσουμε τη μπάντα. Γι’ αυτό και δεν το ανακοινώσαμε επίσημα τότε. Αν και έχουμε πάντα στο μυαλό μας αυτό που λέγανε παλιά, ότι μετά από κάποια στιγμή είσαι too old to rock’n’roll. Άμα περάσεις τα 30 είναι λίγο περίεργο -τώρα το έχουμε ποδοπατήσει αυτό, άσ’τα- και μπαίνεις σε σκέψεις μήπως πρέπει όλα τα πράγματα γενικά να κάνουν τον κύκλο τους. Θέλαμε να αφήσουμε ένα περιθώριο στους εαυτούς μας. Ειδικά εγώ και ο Διογένης είμαστε στη μπάντα από 19 χρόνων.

ΣΚ: Βασικά, είσαστε η μπάντα.

ΘΔ: Φτιαχτήκαμε το 1984, εγώ ήμουν 19, ο Διογένης 18, ο Σπύρος ο ντράμερ 17. Αν σκεφτείς κιόλας ότι παίζαμε ήδη ένα-δυο χρόνια στο σχολείο… Κάναμε πρόβες σαν μανιακοί κάθε μέρα.

∆Χ: Ευτυχώς από πολύ νωρίς είχαμε δικό μας στούντιο, οπότε δεν είχαμε άγχος για το χρόνο και τα λεφτά. Παίζαμε πέντε-έξι ώρες την ημέρα. Και όταν βράδιαζε αρκετά, αλωνίζαμε.

ΘΔ: Από την αρχή όμως είχαμε συνείδηση ότι κάνουμε κάτι σοβαρό, ότι είμαστε επαγγελματική μπάντα. Είχαμε όρεξη να προβάρουμε, να γράφουμε, να μιλάμε για να κλείσουμε συναυλίες, να κολλήσουμε τις αφίσες, τα πάντα. Θέλαμε να έχουμε τον έλεγχο και να κάνουμε τα πράγματα σωστά, από τη στιγμή που γράφαμε ένα κομμάτι μέχρι να το παρουσιάσουμε ζωντανά.

Άρα είχατε από την αρχή στο μυαλό σας ότι ξεκινούσατε ένα ταξίδι που θα είχε διάρκεια.

∆Χ: Φυσικά! Γι’ αυτό και παρατήσαμε διάφορα πράγματα για χάρη της μπάντας, από σπουδές μέχρι ό,τι μπορείς να φανταστείς.

ΘΔ: Γι’ αυτό και απ’ ό,τι φαίνεται δεν σταματήσαμε ποτέ. Κι ας κάναμε ένα μεγάλο διάλειμμα 17 χρόνων.

∆Χ: Η πλάκα είναι ότι σε κανενός το μυαλό δεν είναι 17 χρόνια. Εμένα μου φαίνονται σαν τρία-τέσσερα. Έτσι το έχω στο μυαλό μου. Όλοι μας έχουμε παίξει και με άλλα άτομα. Όμως όταν ξαναβρεθήκαμε το συναίσθημα ήταν πολύ δυνατό. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Δεν φάνηκε ο χρόνος καθόλου.

ΘΔ: Ο πρώτος μας στόχος είναι η συναυλία στο Academy. Θα χαρούμε αν έρθει κάτι ακόμη πιο καλό μετά, αλλά εμείς ήδη είμαστε σε ένα πάρα πολύ καλό σημείο. Το ότι μπήκαμε και πάλι στο τριπ της ομάδας, ότι βρισκόμαστε και παίζουμε, σημαίνει ότι έχουμε ήδη κερδίσει. Ό,τι καλύτερο έρθει -και είναι ήδη πολύ ζεστά τα πράγματα, το κλίμα από όλους για εμάς- θα μας χαροποιήσει.

«Γενικά εμείς δεν ήμασταν ποτέ βαλμένοι σε «κυκλώματα» μπαντών, “κοινοπραξίες” και τέτοια. Ποτέ δεν είχαμε κακές σχέσεις με κάποια μπάντα, αλλά ποτέ δεν είχαμε και καλές μόνο και μόνο για να ενταχθούμε κάπου. Ακολουθούσαμε το δικό μας δρόμο.» (Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS)

Λέτε ότι μικροί παρατήσατε σπουδές, δουλειές και άλλα για τη μπάντα. Τώρα που έχετε μεγαλώσει πια, πόσο εύκολο είναι να βάζετε τη Λευκή Συμφωνία στο νέο πλαίσιο της ζωής σας;

ΘΔ: Ακόμη πιο ονειρικό. Σαν παιδάκια είμαστε.

∆Χ: Και πάλι αφήνουμε πίσω όλα τα άλλα. Τι θα πει γυναίκες και δουλειές; Πίσω όλα αυτά. Πρώτα η μπάντα. Όπως έλεγαν και στους Blues Brothers: “the band!” Αυτή είναι η επιφοίτηση. Σοβαρά όμως, όλοι οι άνθρωποι που έχουμε δίπλα μας, έχουν χαρεί πολύ για εμάς. Ήταν σαν να περίμεναν να το ξανακάνουμε.

Το πλάνο εξαρχής ήταν να δώσετε μία μεγάλη συναυλία, να γράψετε καινούρια τραγούδια ή ό,τι βγει;

∆Χ: Δεν ήταν τόσο στόχος το live, απλά το να βρεθούμε και να παίξουμε μουσική. Γιατί θα μπορούσε και και να μη μας βγει.

ΘΔ: Αν τα κομμάτια δεν μας έλεγαν τίποτα σήμερα, δεν θα οδηγούσε πουθενά αυτό. Εμείς ξεδιαλέξαμε τα τραγούδια μας και αρχίσαμε να τα προβάρουμε, χωρίς να έχουμε κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μας. Απλά κάποιος πέταξε την ιδέα για το live και μας φάνηκε καλή. Χωρίς να ξέρουμε κατά πόσο αυτό το live θα αφορά τον κόσμο.

ΣΚ: Γι’ αυτό και αρχικά δεν πέρασε από το μυαλό μας να κάτσουμε να γράψουμε καινούρια κομμάτια. Θέλαμε να δούμε που βρισκόμαστε μετά από τόσα χρόνια. Αν υπάρχει αυτό το «κάτι», αν το κουβαλάμε ακόμη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Η ιστορία πάντως δεν είναι και το πιο ελαφρύ φορτίο για μία μπάντα που επανενώνεται, έχει αποδειχτεί πολλές φορές αυτό.

∆Χ: Ότι θα είμαστε καλοί στο live το ξέρουμε. Μην έχεις καμία αμφιβολία. Προσωπικά όταν ξεκινήσαμε πάλι να παίζουμε κουφάθηκα βλέποντας ότι δεν είχαμε χάσει τίποτα από τη φλόγα μας. Αυτή τη στιγμή αισθανόμαστε πολύ δυνατοί.

ΣΚ: Έχουμε μια αγωνία, μια προσμονή, μια λαχτάρα να το παρουσιάσουμε ζωντανά. Αλλά όχι άγχος.

ΘΔ: Ήμασταν πάντα live μπάντα, παίζαμε συνέχεια, δεν σταματάγαμε. Ξέρεις ότι πάρχουν μουσικοί που δεν τους αρέσει πολύ να παίζουν…

ΣΚ: Γιατί είναι και κουραστικό να βγαίνεις στο δρόμο.

ΘΔ: Στα 80s και τα 90s ήταν πράγματι ζόρικα τα πράγματα. Άσε, από που να το πιάσεις. Φαντάσου ότι μιλάμε για μία εποχή που έπρεπε να κάνεις οικονομία ένα χρόνο μπας και καταφέρεις να πάρεις μια κιθάρα. Τα όργανα τότε ήταν είδος πολυτελείας.

Στις ηχογραφήσεις του άλμπουμ Μυστικοί Κήποι (1985, φωτογραφία: Γιώργος Νικολαϊδης)

Θέλω να ακούσω τη δική σας εκδοχή για τα μυθοποιημένα πια 80s.

∆Χ: Γενικά εμείς δεν ήμασταν ποτέ βαλμένοι σε «κυκλώματα» μπαντών, «κοινοπραξίες» και τέτοια. Ποτέ δεν είχαμε κακές σχέσεις με κάποια μπάντα, αλλά ποτέ δεν είχαμε και καλές μόνο και μόνο για να ενταχθούμε κάπου. Ακολουθούσαμε το δικό μας δρόμο. Από κει και πέρα, έχει τύχει να παίξουμε με πολλές από τις μπάντες της εποχής. Kαι να τα λέμε και να τα πίνουμε και οτιδήποτε. Υπήρχε μια σύμπνοια, γιατί όλοι νιώθαμε ότι εξυπηρετούσαμε ένα σκοπό. Είτε έπαιζες πανκ είτε οποιοδήποτε κομμάτι του underground rock, όλοι αισθάνονταν σαν μια μεγάλη ομάδα απέναντι σε αυτό που κυκλοφορούσε στο mainstream.

ΘΔ: Ήταν κάτι που είχε να κάνει και γενικά με τον τρόπο ζωής.

Διογένης Χατζηστεφανίδης επί σκηνής το 1985

∆Χ: Όταν είχες ένα μαλλί σηκωμένο μέχρι εκεί πάνω και έμπαινες στο λεωφορείο για να πας στην πρόβα, έπεφτε μούγκα στο λεωφορείο και σε κοιτούσαν όλοι λες και ήσουν ούφο. Θυμάμαι μια φάση που είχαν παίξει οι Bad Seeds στο club HIMA (σ.σ. 21/11/1984). Πως τυχαίνει και πριν μπω μέσα, βγαίνει ο Blixa Bargeld για να πάρει τσιγάρα. Εκείνη την ώρα πήγαινα κι εγώ και διασχίσαμε μαζί στη Μεσογείων. Αλήθεια σου λέω σταμάτησαν αυτοκίνητα και κοιτούσαν μέσα στη νύχτα τον Blixa να προχωράει, λες και ήταν φάντασμα, με μια καμπαρντίνα δερμάτινη μέχρι κάτω, με το μαλλί ξανθό μέχρι πάνω, ένα ωχρό πρόσωπο, αδύνατος σαν σκελετός. Κι εγώ στην ίδια φάση δίπλα του. Βλέπει ο περιπτεράς τον Blixa που είναι πιο ψηλός από τις τέντες και χλωμιάζει. Σκύβει το κεφάλι ο Blixa, του ζητάει νομίζω Gitanes ή Gauloises. Τρομαγμένος ο περιπτεράς μου λέει: «τι θέλει αυτός, μιλάς ελληνικά;» Τέλος πάντων, στο τέλος μας έδωσε τσάμπα τα τσιγάρα για να φύγουμε μια ώρα αρχύτερα. Αυτή, που λες, ήταν η εποχή των 80s.

ΘΔ: Αυτό κράτησε και στα 90s, αν και σε μικρότερο βαθμό και κυρίως στην επαρχία. Θυμάμαι να περπατάμε στη Χαλκίδα με τις κιθάρες και να γίνεται τσαμπουκάς με ντόπιους. Ή στην Έδεσσα, που είχαμε κάνει μια φορά μόνοι μας την παραγωγή της συναυλίας, πλακωθήκαμε με τους τύπους που είχαν το θέατρο.

Στα 80s πήρχε μια σύμπνοια, γιατί όλοι νιώθαμε ότι εξυπηρετούσαμε ένα σκοπό. Είτε έπαιζες πανκ είτε οποιοδήποτε κομμάτι του underground rock, όλοι αισθάνονταν σαν μια μεγάλη ομάδα απέναντι σε αυτό που κυκλοφορούσε στο mainstream.

Αφιλόξενα λοιπόν τα 80s για τα «φρικιά» αλλά ακόμη και μέσα σε αυτό το τοπίο εσείς ξεκινήσατε να κυκλοφορείτε δίσκους σε πολυεθνική.

∆Χ: Οι Μυστικοί Κήποι ήταν δικιά μας παραγωγή. Πήγαμε σε ένα στούντιο να το γράψουμε όπως θέλαμε, με σκοπό να δούμε μετά πως θα μπορούσε να κυκλοφορήσει. Το δώσαμε και σε ανεξάρτητες εταιρίες της εποχής. Αλλά από τη στιγμή που έδειξε ενδιαφέρον η EMI, σκεφτήκαμε «γιατί να μην το κάνουμε;». Τότε μάλιστα υπήρξαν κάποιες κριτικές από ορισμένους underground κύκλους, πάνκηδες ας πούμε, που έλεγαν ότι ξεπουληθήκαμε. Ακόμη δεν είχαμε προλάβει να βγούμε από τ’ αυγό μας, και ξεπουληθήκαμε… Γιατί όπως φαντάζεσαι πήραμε τρελά λεφτά, μας είχαν σε κόκκινα χαλιά με σαμπάνιες.

Live στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου το 1985 (φωτογραφία: Γιώργος Νικολαϊδης)

ΘΔ: Εντάξει, επειδή όμως ήμασταν στα ίδια στέκια με όλα τα παιδιά, δεν μπορούσε να μας πει κανένας στα σοβαρά το παραμικρό. Μας ξέρανε σαν άτομα. Πάντως στη μεγάλη εταιρία βρήκαμε ανθρώπους που ήταν στη «φάση». Ήταν της εποχής, μπορούσαν να καταλάβουν μια ροκ μπάντα. Ήταν ο Νίκος Μουρατίδης και ο Γιώργος Παυριανός. Το έπιασαν το νόημα, δεν μας είδαν σαν εξωγήινους. Όταν όμως έφυγαν αυτοί από εκεί, έτσι ακριβώς μας είδαν οι υπόλοιποι. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να πάθει μία μπάντα: βγάζεις ένα δίσκο, ετοιμάζεις το δεύτερο, ξεκινάς να τον προμοτάρεις, πας στο γραφείο της εταιρίας, συνειδητοποιείς ότι έχουν φύγει όλοι όσοι ήξερες, συναντάς το νέο αφεντικό και σου λέει «πολύ ωραίο το πρώτο κομμάτι παιδιά». Κλασική ατάκα κάποιου που δεν έχει ακούσει καν το δίσκο.

∆Χ: Σου λέει θα ‘χουν βάλει το καλύτερό τους στην αρχή, δε μπορεί. Ευτυχώς όμως ποτέ δεν μας έβαλαν χέρι ως προς το τι θα γράψουμε. Αλλά την εποχή του δεύτερου δίσκου μας μπήκε έντονα η λόξα να φύγουμε έξω.

ΘΔ: Ξαφνικά λοιπόν στην EMI δεν μας προμοτάρει κανείς. Σκάει όμως από το πουθενά το MTV και θέλει να κάνει παραγωγή ενός βίντεο για μια μπάντα. Από την εταιρία τους πρότειναν ό,τι να ‘ναι. Όμως οι του MTV διάλεξαν εμάς (σ.σ. Η Λευκή Συμφωνία είναι η πρώτη ελληνική μπάντα που video clip της προβλήθηκε από το MTV το 1988. Ήταν το «Κοιτάζοντας Πίσω», από το άλμπουμ Ηχώ του Πόθου). Μετά είχαν και τουπέ ότι αυτοί μας έσπρωχναν. Κανείς τους όμως, πέρα από δυο τρία άτομα, δεν έκανε τίποτα. Τότε λοιπόν μας μπήκε το μικρόβιο να φύγουμε έξω, γιατί βλέπαμε ότι εμείς κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας, γαμιόμασταν να παίζουμε, και από την εταιρία δεν έκαναν τίποτα.

∆Χ: Με το που «τσίμπησε» η εταιρία με το MTV, τους είπαμε «γεια σας, τώρα φεύγουμε».

Δεν φοβηθήκατε να αρχίσετε και πάλι από το μηδέν στη Γερμανία το 1990;

ΘΔ: Δεν ήταν εύκολο. Ας ξεκινήσουμε πρώτα απ’ όλα από το ότι είναι διαφορετικό το χρώμα του ουρανού. Από εκεί που είσαι στο γαλάζιο, σκας στο γκρίζο. Και δεν φεύγει. Φτάνουμε λοιπόν και μας περιμένει ένας φίλος για να μας φιλοξενήσει κάπου. Φύγαμε χωρίς εισιτήριο επιστροφής, με λεφτά που είχαμε μαζέψει από φίλους και οικογένεια.

∆Χ: Μας είχε βρει αυτός ο γνωστός ένα σπίτι έξω από το Βερολίνο στην πρώην Ανατολική Γερμανία, που παλιά το χρησιμοποιούσαν κάποιοι σαν εξοχικό. Είχε λίμνη μπροστά, παγωμένη εννοείται γιατί είχε -17 βαθμούς, και γύρω γύρω ταμπέλες «Προσοχή στους λύκους». Από το δάσος Χαϊδαρίου φύγαμε και βρεθήκαμε σε ένα δάσος του Βερολίνου. Αλλά πραγματικό δάσος, με λύκους. Ούτε κούτσουρα για το τζάκι δεν είχε στο σπίτι. Έπρεπε να περπατήσουμε 2χλμ μέσα στο δάσος για να βγούμε σε ένα κεντρικό δρόμο και να πάρουμε το λεωφορείο για την πόλη που περνούσε δυο φορές τη μέρα. Μας λυπήθηκε λοιπόν ο τύπος και μας πήρε πίσω. Μας πήγε να μείνουμε σε ένα φούρνο, που τον είχε για αποθήκη. Αλλά ήταν ζεστά. Περνούσε ο σωλήνας της κεντρικής θέρμανσης της πολυκατοικίας. Κανονικός φούρνος, για ψωμιά, μην πάει ο νους σου στο κακό. Έτσι λοιπόν βολευτήκαμε και αρχίσαμε να παίζουμε. Πήρε μπρος η μηχανή. Είχαμε φτιάξει ένα ολόκληρο σετ με αγγλικό στίχο, ως Timedrops τότε.

ΘΔ: Ωραία κομμάτια, τα άκουσα πρόσφατα και μου θύμισαν λίγο Stone Roses.

∆Χ: Μετά από κάποια live που βλέπαμε ότι αρχίσαμε να αποκτάμε ένα κάποιο κοινό, δοκιμάζαμε εμβόλιμα και κομμάτια με ελληνικό στίχο. Το κοινό δεν είχε κανένα πρόβλημα. Έπιαναν το vibe της μπάντας.

ΘΔ: Ήταν ωραία, παίζαμε γύρω γύρω, βλέπαμε και τους φίλους μας τους Last Drive. Εκεί γύριζαν κι αυτοί…

Στο Βερολίνο το 1992.

Μπορεί να φύγατε χωρίς εισιτήριο επιστροφής, όπως λέτε, αλλά τελικά επιστρέψατε.

ΘΔ: Όπως και να το κάνεις, μετά από πέντε χρόνια απουσίας, μας είχαν «χάσει» εδώ. Όμως κάναμε και πάλι αίσθηση με το δίσκο. Και τα παιδιά της Warner μας βοήθησαν πολύ.

∆Χ: Στη Γερμανία όπως ξέρεις είχαμε την ατυχία με τον ντράμερ μας. Μια μέρα λοιπόν που είχαμε κλείσει ένα live στο Βερολίνο, είχαν έρθει να μας δουν από τη Warner στο Μόναχο, γιατί είχε πέσει στα χέρια τους η δουλειά που είχαμε ετοιμάσει τότε με αγγλικό στίχο – τον τρίτο δίσκο Λευκή Συμφωνία που βγάλαμε εδώ στα ελληνικά, τον έχουμε ηχογραφημένο και στα αγγλικά. Είχε λοιπόν ενδιαφερθεί η Warner της Γερμανίας. Το μαγαζί ήταν τίγκα στον κόσμο αλλά το live δεν έγινε ποτέ γιατί εκείνο το βράδυ εξαφανίστηκε ο ντράμερ μας. Κάναμε το soundcheck και μετά εξαφανίστηκε.

ΘΔ: Μας τον φέρανε οι μπάτσοι μετά από δυο μέρες. Το παιδί είχε φρικάρει, είχε ξεφύγει και κάπου τον βρήκαν.

∆Χ: Ήταν δύσκολο. Την ακούσαμε γερά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

ΘΔ: Μετά γυρίσαμε εδώ και προσπαθούσαμε να βρούμε τα πατήματά μας. Δεν ξέραμε αν ο Σπύρος θα μπορούσε να ανταποκριθεί. Από τη μία γούσταρε, από την άλλη δεν είχε την ψυχοσωματική αντοχή. Κανείς μας δεν ήξερε αν θα μπορούσε να γίνει η φάση. Και τελικά όντως δεν έγινε (σ.σ. Στις 7/5/1993 ο ντράμερ της μπάντας, Σπύρος Χαρίσης, αυτοκτόνησε σε ηλικία 27 ετών). Εμάς μας έστειλε όλο αυτό. Γιατί ήμασταν και κολλητοί. Ο Σπύρος δεν κώλωνε πουθενά ρε γαμώτο. Ήταν σαν γκρέμισμα όλο αυτό. Γιατί είχαμε φτιάξει ωραία κατάσταση στο Βερολίνο. Είχαμε κι ένα κιθαρίστα, τον George, που ήταν παιχτούρα και λίγο psycho, τα είχαμε βρει όλα. Μέχρι και προβάδικο είχαμε. Σε ένα εγκατελειμμένο εργοστάσιο, όλο μπάντες μέσα. Είχαμε παλέψει όλοι γι’ αυτό το πράγμα.

∆Χ: Το μόνο καλό είναι ότι δεν πέσαμε από τα σύννεφα όταν επιστρέψαμε. Γιατί για ένα διάστημα με τον Γερμανό κιθαρίστα παίζαμε και στη Γερμανία και στην Ελλάδα. Όμως τα έξοδα λόγω μετακινήσεων ήταν μία ή άλλη με ό,τι παίρναμε από τα λάιβ. Οπότε έπρεπε να κατασταλάξουμε που θα μείνουμε.

Στην Ελλάδα γυρίσατε σε μια εποχή που είχε γίνει η μεγάλη έκρηξη του ελληνόφωνου ροκ, όπως συζήτησα με τον Αγγελάκα και τον Παυλίδη. Νιώσατε την αλλαγή της εποχής σε σχέση με τότε που είχατε φύγει;

∆Χ: Θυμάμαι να βλέπω εκείνη την εποχή ένα live Τρύπες στο Μεγάλο Πεύκο. Με τις οποίες Τρύπες είχαμε παίξει μερικές φορές. Βλέπω λοιπόν μια μπάντα να γαμάει και μια διοργάνωση πολύ καλή, ήχος, φώτα κλπ. Και μου έκανε τρομερή εντύπωση που το πράγμα είχε προχωρήσει επιτέλους στην Ελλάδα. Γίνονται πια μεγάλες διοργανώσεις ακόμη και στο Μεγάλο Πεύκο; Αυτό σκεφτόμουν. Πράγματα δηλαδή που δεν είχαμε προλάβει να ζήσουμε πριν φύγουμε για τη Γερμανία.

ΘΔ: Ακόμη και με αυτή την έκρηξη του ελληνόφωνου ροκ, παραμέναμε έτοιμοι για όλα, και για τα πάνω και για τα κάτω. Δε νιώθαμε καμία σιγουριά. Όπως όταν στην αρχή της μπάντας παίξαμε στην Αυτοκίνηση, και έκλεισε η Βουλιαγμένης από τον κόσμο. Δεν είχαμε ιδέα ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Είχαν έρθει οι μπάτσοι να ανοίξουν το δρόμο. Είχαμε βγάλει τον πρώτο δίσκο, εμείς είχαμε κολλήσει και τις αφίσες παίζοντας κρυφτό για τους μπάτσους, και έτσι έγινε χαμός σε εκείνο το λάιβ.

Metallica, The Cult, Λευκή Συμφωνία στο Γήπεδο Πανιωνίου, το 1993

∆Χ: Στο τέλος της ημέρας αυτό που κρίνεις είναι όσα η κάθε μπάντα έχει αφήσει πίσω της: τη δισκογραφία.

ΘΔ: Η κάθε μπάντα έχει τα πάνω της και τα κάτω της. Εμείς νομίζω ότι διαχειριστήκαμε καλά και τα μεν και τα δε. Σίγουρα στα πάνω βάζω τη συναυλία με τους Metallica, με 17 χιλιάδες κόσμο να μας βλέπει.

∆Χ: Επί της ουσίας όμως, για το πώς θα παίξει η μπάντα δεν έχει διαφορά είτε είναι 100 άτομα είτε 17 χιλιάδες.

ΘΔ: Άμα έχεις καλό ήχο πάνω στη σκηνή, στ’ αρχίδια σου, παίζεις πρώτα απ’ όλα για την πάρτη σου.

ΣΚ: Βγαίνεις για να παίξεις και να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό σε κάθε συνθήκη.

Στο Ρόδον το 1989 (Φωτογραφία: Αλέξης Βασιλόπουλος)

Ούτε καν ο πολύς κόσμος δεν προκαλεί κάποιο άγχος;

ΣΚ: Στη συναυλία των Metallica (σ.σ. Τον Ιούνιο του 1993 άνοιξαν τη συναυλία τους στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης, μαζί με τους Cult) δεν ήμουν ακόμη στη μπάντα, αλλά θεωρώ ότι ίσως να υπάρχει μια σκέψη ότι το μεγαλύτερο κοινό είναι πιο «σαρκοβόρο». Δεν κολλάς όμως εκεί.

ΘΔ: Αν φυσικά είσαι σίγουρος για αυτό που κάνεις, για τα τραγούδια σου.

Ο πολύς κόσμος δεν σας άγχωσε λοιπόν ποτέ. Ο λίγος; Δεν έτυχε για παράδειγμα στην επαρχία να παίζετε μπροστά σε μια χούφτα ανθρώπους;

∆Χ: Το πρόβλημα με την επαρχία, πίσω στα 80s, ήταν ότι δεν υπήρχαν χώροι, μόνο λίγα μαγαζιά ανοργάνωτα για να φιλοξενήσουν ένα λάιβ. Δεν υπήρχαν υποδομές. Τελικά όμως γινόταν η φάση. Φαντάσου το συναίσθημα όταν πηγαίνεις σε μια μικρή πόλη και έχει μέσα 300 άτομα που θέλουν να σε ακούσουν σαν τρελοί. Με ό,τι ήχο και να παίζαμε, δημιουργούσαμε μια κατάσταση. Ήταν ζεστή η ατμόσφαιρα. Στα 90s βελτιώθηκε κάπως η φάση. Εμείς κάναμε κιόλας μόνοι μας πολλές παραγωγές. Νοικιάζαμε τα δικά μας ηχητικά και φωτιστικά και φεύγαμε με το φορτηγάκι. Στήναμε τα δικά μας πρότζεκτ όπου γουστάραμε, είτε ήταν θέατρο σε κάποια πόλη είτε ήταν κλαμπ είτε οτιδήποτε. Προσπαθούσαμε να έχουμε ένα στάνταρντ ήχο που εξασφαλίζαμε εμείς οι ίδιοι. Δεν αφήναμε τους άλλους να οργανώσουν το πράγμα. Πηγαίναμε έτοιμοι. Οπότε οι εμφανίσεις μας στα 90s είχαν ανέβει ένα επίπεδο. Αλλά αν δεν το κάναμε έτσι, τα κλαμπ παρέμεναν στη φάση των 80s: ένα δράμα.

ΣΚ: Ακόμη κι έτσι όμως, υπήρχαν πόλεις που δεν είχαν το σωστό χώρο να φιλοξενήσουν την παραγωγή που κουβαλούσαμε εμείς μαζί μας.

«Ό,τι κάναμε ως Λευκή Συμφωνία είχε να κάνει με δικές μας επιλογές και δεν το μετανιώνουμε.» (Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS)

Και αυτό που κουβαλούσατε ως ήχο πάντως, και δεν εννοώ το τεχνικό κομμάτι, δεν μπορούσε εύκολα να κατηγοριοποιηθεί. Κάπως σαν να ήταν πολύ new wave για να το πεις hard rock και το αντίστροφο.

∆Χ: Συνέβαινε χωρίς καν να το σκεφτούμε, εντελώς οργανικά, γιατί επιτρέπαμε σε αυτά που ακούγαμε να μας επηρεάζουν. Αυτό έγινε πολύ έντονα στο Βερολίνο. Μετά όταν γυρίσαμε εδώ, με τον Σωτήρη και τον Γιάννη τον Βερναρδή τον ντράμερ μας, μας βγήκε λίγο πιο πειραματικά. Ποτέ όμως δεν σκεφτήκαμε να ακολουθήσουμε ένα στυλ.

ΘΔ: Πάντα είχαμε μια σκοτεινή άποψη σε ό,τι κάναμε. Ένα dark υπόβαθρο που ξεκινούσε από τους στίχους αλλά και από το ότι γενικά δεν είμαστε και οι πιο αισιόδοξοι άνθρωποι στον κόσμο. Μην ξεχνάς ότι η μπάντα φτιάχτηκε στα 80s που ήταν μια πολύ δύσκολη δεκαετία και ως προς την ψυχολογική επιβίωση. Δεχόμασταν πιέσεις από παντού, από το πώς σε κοιτάζουν στο δρόμο μέχρι την καταστολή από τους μπάτσους. Ήσουνα στην τσίτα συνέχεια. Σε απέρριπταν μόνο και μόνο γιατί είσαι νέος. Αλλά θα μου πεις, αυτό δεν συμβαίνει και τώρα; Απλά τότε ήταν ακόμη πιο κλειστά τα πράγματα.

Επιστροφή στο μέλλον. Λέτε ότι δεν έχετε το παραμικρό άγχος για τη συναυλία της 9ης Δεκεμβρίου γιατί δεν θα παρουσιάσετε νέο υλικό. Αυτό και μόνο όμως δεν θα έπρεπε να σας αγχώσει, εφόσον πρόκειται για τραγούδια που ο κόσμος τα έχει τοποθετημένα στο βάθρο του απυρόβλητου;

ΣΚ: Οπότε ίσως να μας περιμένει στη γωνία;

∆Χ: Δεν πρόκειται να απογοητευτεί κανείς, άκου που σου λέω.

ΣΚ: Έχοντας κάνει τόση δουλειά σε επίπεδο πρόβας, είμαστε σίγουροι. Το άγχος του μουσικού κομματιού, αν ποτέ υπήρξε, τώρα δεν υπάρχει καθόλου. Τώρα κοιτάμε άλλες λεπτομέρειες, πως θα στηθούμε στη σκηνή…

Και μετά τις 9 Δεκεμβρίου;

∆Χ: Εγώ ανυπομονώ να αρχίσουμε να κάνουμε κάτι καινούριο. Υπάρχουν ιδέες που δεν δουλεύουμε αυτή τη στιγμή λόγω της συναυλίας. Έχω όμως ανάγκη να το κάνουμε.

ΘΔ: Ας δούμε πρώτα και αν θα παίξουμε αλλού.

ΣΚ: Όλα θα εξαρτηθούν και από το feedback που θα πάρουμε.

∆Χ: Και όταν λέμε feedback δεν εννούμε πόσος κόσμος θα έρθει αλλά το πώς θα αισθανθούμε εμείς πάνω στη σκηνή. Αν δεν υπάρξει μεταξύ μας το συναίσθημα που ψάχνουμε, δεν θα συνεχίσουμε. Τίποτα δεν έχουμε σίγουρο. Ποτέ δεν λειτουργήσαμε έτσι. Γι’ αυτό και από όλη την ιστορία μας, έστω και με το μεγάλο διάλειμμα, δεν υπάρχουν hard feelings. Μόνο η στενοχώρια για την ατυχία με τον ντράμερ μας. Κατά τα άλλα τα πράγματα κύλησαν εντελώς νορμάλ. Ακόμη και αυτή η στασιμότητα των 17 χρόνων νομίζω ότι έπρεπε να γίνει, είχε κάποιο νόημα, ακόμη κι αν δεν μπορώ να σου πω ακριβώς ποιο είναι.

ΘΔ: Ό,τι κάναμε ως Λευκή Συμφωνία είχε να κάνει με δικές μας επιλογές και δεν το μετανιώνουμε. Ακόμη και τα λάθη μας. Μη σου πω κυρίως αυτά.


Λευκή Συμφωνία στις 9 Δεκεμβρίου στο Piraeus 117 Academy. Δείτε πολλές ακόμη φωτογραφίες από το πλούσιο αρχειακό υλικό της μπάντας: lefkisymphonia.gr

 

 

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).