Θα μπορούσαμε απλώς να απαριθμήσουμε όσα έχει κάνει μέχρι σήμερα ο Lee Konitz, κάθε ένα από τα οποία αποτελεί από μόνο του μία πρωτοκλασάτη αφορμή για να τον δει κανείς live. Είναι ακόμη πιο σημαντικό όμως ότι στα 87 του, ο Lee Konitz αν και ζωντανό κομμάτι της ιστορίας της τζαζ, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τη μουσική με τα «γκάζια» του πρωτάρη. Η Popaganda άδραξε την ευκαιρία να μιλήσει μαζί του. Κι εκείνος είχε πολλά να πει, όπως θα διαβάσετε παρακάτω.
Lee Konitz, είναι τιμή μου που μιλάω μαζί σας. Πώς βρεθήκατε στο χώρο της τζαζ; Δεν θέλω να μιλάω για πράγματα τόσο παλιά! Ας μην ξεκινάμε από τόσο πίσω!
ΟΚ! Να πάμε τότε ανάποδα, ξεκινώντας από το τωρινό σας σχήμα; Μα αυτό είναι αυτό που κάνω, αυτή είναι η ζωή μου αυτή τη στιγμή. Όχι όσα έγιναν πριν 60 χρόνια!
Σύμφωνοι. Με ποιο σχήμα θα σας δούμε λοιπόν στην Αθήνα; Φέρνω ένα κουαρτέτο με το οποίο παίζω τελευταία με μεγάλη επιτυχία. Στο πιάνο είναι ο Dan Tepfer, ο George Schuller στα ντραμς, που συμβαίνει να είναι γιος του διάσημου συνθέτη Gunther Schuller, κι ο μπασίστας είναι ένας θαυμάσιος νέος που λέγεται Jeremy Stratton. Ελπίζω να τα λέω σωστά, γιατί έχω την τάση να ξεχνάω ονόματα τελευταία. Μου δίνει μεγάλη ικανοποίηση το ότι όλοι μας προσπαθούμε να απαλλαγούμε από το εγωκεντρικό κομμάτι της μουσικής, τις μεγάλες επιδείξεις μέσω των σόλο, και να επικεντρωθούμε στην επικοινωνία, να παίζουμε στ’ αλήθεια μαζί, να ανταποκρινόμαστε ο ένας στον άλλο με ένα τρόπο που μπορεί να συμβεί μόνο αν ακούμε ειλικρινά, να έχουμε έναν πραγματικό διάλογο στη μουσική μας. Είμαι λοιπόν πολύ χαρούμενος που μου προσφέρονται τέσσερις μέρες για να παίξω στην Αθήνα. Όταν ξεκινούσα, είχαμε την ευκαιρία να παίξουμε σχεδόν μια ολόκληρη εβδομάδα στις διάφορες πόλεις. Τώρα αυτό δεν υπάρχει πια. Ακόμα και στη Νέα Υόρκη, τα κλαμπ δεν «κλείνουν» ολόκληρη εβδομάδα τις περισσότερες φορές. Εκτιμούμε πολύ την πρόσκληση του Half Note.
Έχετε παίξει πολλά στυλ στη τζαζ. Όχι, καθόλου. Έχω παίξει το δικό μου στυλ! Απλώς το προσάρμοσα στην κατάσταση όπου βρισκόμουν κάθε φορά. Είναι μέρος του παιχνιδιού…
Και τι σας ενδιαφέρει πιο πολύ να παίζετε τώρα; Αυτοσχεδιαζόμενη μουσική. Αυτή παίζω όλη μου τη ζωή, κι αυτό εξακολουθώ να προσπαθώ να αναπτύξω. Δεν της δίνω συγκεκριμένο όνομα. Είναι απλώς τέσσερις τύποι που βρίσκονται μαζί και προσπαθούν να παίξουν κάτι λίγο διαφορετικά από το πώς το έπαιξαν την τελευταία φορά!
Τα τελευταία χρόνια παίζατε αρκετά με τον Brad Mehldau. Ήταν υπέροχα. Το ευχαριστήθηκα πολύ. Είναι πολύ ξεχωριστός. Κι αυτός όταν βρίσκεται με ανθρώπους που προσπαθούν να παίξουν φρέσκια μουσική, μπορεί να παίξει πολύ φρέσκια μουσική. Μπορεί επίσης να παίξει πιο εμπορικά πράγματα, μπορεί να προσαρμοστεί σε πολλές διαφορετικές καταστάσεις, με βοκαλίστες και τέτοια.
Πόσο αλλάζει ο τρόπος που παίζει κάποιος με τα χρόνια; Ξέρετε, ο Charlie Parker, είχε εν πολλοίς χαρακτηριστεί, και σωστά, ως ο πατέρας της μουσικής be-bop. Κι αυτό το δικαιολογούσε πολύ συγκεκριμένα η μουσική του. Έκανε όμως και δίσκους με έγχορδα, όπου έκανε όμορφες παραλλαγές των τραγουδιών του. Τον έχω πολύ ψηλά στην εκτίμησή μου, εκτός από το γεγονός ότι ενώ ήταν τόσο λαμπρός συνθέτης, τελικώς κατέληξε να μείνει κολλημένος στις συνθέσεις του. Έβρισκε τόσο ωραίες μουσικές φράσεις και τις ταίριαζε τόσο όμορφα, που θα έπρεπε να είναι υγιής για να μπορεί να αναπαραγάγει αυτές τις καταστάσεις, κι όχι να εξαρτάται από την ασφάλεια που του έδινε το να παίζει αυτά που ήξερε. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω… Τον ενδιέφερε πολύ η προσέγγισή μου, όπως κι η προσέγγιση του Tristano, που τελικά ήταν πιο αυθόρμητες, και ήθελε να δει πώς να το κάνει αυτό, όμως δεν ήταν καλά στην υγεία του, και τελικώς πέθανε σε ηλικία 34 ετών, χωρίς να μπορέσει να συνεχίσει την εξέλιξή του. Πριν φτάσει σε πλήρη εξέλιξη, τελείωσε εκεί. Εγώ έγινα 87 ετών πριν από μερικές εβδομάδες, κι ακόμα συνεχίζω και παίζω αυθόρμητα. Κι είμαι πολύ ευχαριστημένος που νιώθω ασφαλής με αυτό. Καταλαβαίνω αυτή τη διαδικασία πολύ περισσότερο τώρα παρά όταν ήμουν νεαρός.
Οι μουσικοί, ας πούμε της γενιάς του Μehldau, παίζουν διαφορετικά από τους παλαιότερους; Η μουσική αλλάζει διαρκώς από γενιά σε γενιά. Δεν μπορώ να το περιγράψω αυτό νότα προς νότα ή αρμονία προς αρμονία, αλλά το βλέπουμε σε ακραίο βαθμό στους αποκαλούμενους μουσικούς της free ή της avant garde, που προσπαθούν να αλλάξουν τα πράγματα, συνήθως με μεγάλο εγωισμό. Κάποια από αυτά τα πράγματα λειτουργούν και κάποια δεν λειτουργούν. Πάντως δεν βλέπω να κυκλοφορούν κάποιοι Louis Armstrong ή κάποιοι Lester Young ή κάποιοι από αυτούς που καθιέρωσαν την υψηλή ποιότητα αυτής της μουσικής στα πρώτα της χρόνια. κι αυτή είναι η μόνη αξιολόγηση που μπορώ να κάνω.
Είναι γνωστή η αγάπη σας για τα standards, και μοιάζει να έχετε πάντα κάτι καινούριο να πείτε πάνω σε αυτά. Τι υπάρχει σε αυτά τα κομμάτια που τα κάνει να ζουν για πάντα; Είναι σπουδαίες συνθέσεις, υποθέτω πως αυτή είναι η σωστή λέξη, οι μελωδίες και οι αρμονίες, και κάποιες φορές ακόμα και οι στίχοι, αν και δεν έχω να κάνω και πολύ με τους στίχους, αυτά πάντως τα συστατικά, όλα μαζί ταιριάζουν με πολύ μουσικό τρόπο. Και ως παίκτης μπορώ να πάρω κάτι θεμελιώδες, όπως το What is this thing called love, και να το κάνω τη βάση για τον αυτοσχεδιασμό που γράφω, και να το κάνω μια σύνθεσή μου που βασίζεται στο What is this thing called love, την οποία ονόμασα Subconscious-Lee. Για να μπω μέσα στο κομμάτι και να αυτοσχεδιάσω, πρέπει να ξεκινήσω παίζοντας παραλλαγές του. Και με αυτό τον τρόπο μπορώ να φτάσω στη δική μου μελωδία, που είναι πιο περίπλοκη. Όταν λοιπόν παίζω με διαφορετικούς ανθρώπου;, φτάνοντας σε ένα μέρος, δεν ξεκινάω επινοώντας μια εντελώς καινούρια αλληλουχία, αλλά λέω πως θα ξεκινήσουμε παίζοντας το. Αυτοσχεδιάζουμε και προχωράμε. Αλλά ξεκινάμε παίζοντας κάποια από τα κομμάτια που γνωρίζω ότι τα ξέρουν. Κι αυτό είναι για μένα ένα καλό σημείο εκκίνησης χωρίς μεγάλες προετοιμασίες. Όταν έχεις ταξιδέψει χιλιάδες μίλια και φτάνεις μια ώρα πριν από μια συναυλία, το τελευταίο πράγμα που θέλεις να κάνεις με καινούριους ανθρώπους είναι να κάθεσαι να διαβάζεις παρτιτούρες. Βγάζει νόημα αυτό για σας;
Μιας και δεν είναι μυστικό πως όσοι ακούμε αυτή τη μουσική σάς θαυμάζουμε, ποια είναι η δύναμη που σας οδηγεί να εξακολουθείτε να θέλετε να το κάνετε αυτό μέχρι σήμερα; Το μόνο που έχω κάνει στη ζωή μου είναι η μουσική. Δεν πήρα ποτέ πτυχίο από το Πανεπιστήμιο, δεν ολοκλήρωσα ικανοποιητικά το σχολείο, πράγμα για το οποίο εξακολουθώ να μετανιώνω μέχρι σήμερα με πολλούς τρόπους, αυτό που μου μένει είναι να αφιερώνω όλη μου την προσοχή στη μουσική κάθε μέρα. Κι αυτό συμβαίνει από τότε που ήμουν έντεκα χρονών με κάποιο όργανο, αλλά και πριν από αυτό σφύριζα και μουρμούριζα κι έκανα τους ήχους των ντραμς με τα δάχτυλά μου ή οτιδήποτε άλλο. Κι όταν απέκτησα το κλαρινέτο μου στην ηλικία των έντεκα ετών, άρχισα να μελετώ μουσική επισήμως κι αποκλειστικά, και είμαι πολύ ικανοποιημένος που είχα αρκετή αναγνώριση ώστε να ξέρω πως δεν πέταξα απλώς τη ζωή μου! Έκανα κάτι αξιοπρεπές κι αισθάνομαι πως το ολοκλήρωσα.
Νομίζω πως η αγάπη των ανθρώπων προς τη μουσική σας είναι επαρκής απόδειξη πως αυτό πράγματι συνέβη. Σας ευχαριστώ, το εκτιμώ που το λέτε.
Οι μουσικοί που έχουν πάει σε σχολές κι έχουν κάνει «κανονικές» σπουδές, θεωρείτε πως έχουν διαφορετική προσέγγιση στη μουσική; Το ακούω αυτό σε πολλούς από τους μουσικούς, που έχουν κάνει πολλές σπουδές ώστε να παίζουν άρτια, και μετά προσπαθούν να το μετατρέψουν σε κάτι πιο προσωπικό. Εγώ αντέγραφα τα σόλο του Charlie Parker όταν ήμουν νέος. Κι έπαιρνα συμβουλές από τον Lenny Tristano, για παράδειγμα, με τον οποίο μελετούσα, ότι δεν έφτανε να τα αντιγράφω όταν έβγαινα να παίξω μπροστά σε κόσμο. Έπρεπε αυτή την μελέτη να την κάνω ευέλικτη και προσωπική. Και πιστεύω πως αυτό συνέβη, είναι κάτι που προσπάθησα να κάνω με τους ανθρώπους που έπαιζα, όπως τον Lester Young. αγαπούσα.
Page: 1 2