Κάθεται μόνη της στην άκρη μιας πελώριας σάλας, γεμάτης ράγες με κοστούμια και φορέματα, μια σιδερώστρα στην απέναντι γωνία, στον πάγκο πλάι της μια κακοφωνία από κουτιά, μπουκάλια, υφάσματα, χαρτιά σε πλαστικά τραπέζια, κι όμως η Λήδα Πρωτοψάλτη φαίνεται ταυτόχρονα ξέχωρη και μέρος τους. Σαν να ανήκει μέσα σ’ αυτό το χάος, και να το υπερβαίνει όμως την ίδια ώρα. Στο θέατρο από μικρό κορίτσι, πάνω από μισόν αιώνα τώρα πια, έχει φάει τα παρασκήνια με το κουτάλι, κι ίσως γι’ αυτό να μοιάζει σαν ετούτο το backstage να την κοιτά με δέος περισσότερο, παρά αυτή η ίδια να το βλέπει καν. «Καλησπέρα σας», μού λέει, «καθίστε».
Μια απ’ τις μεγαλύτερες πρωταγωνίστριες που έχουν πατήσει στ’ αθηναϊκά σανίδια, γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αθήνα από γονείς σμυρνέικης και ρωσικής καταγωγής, έχει ένα βλέμμα που σε διαπερνά, σα να διαβάζει κατευθείαν κώδικα. «Είναι μια πολύ ωραία ιστορία, μια ιστορία έρωτα» μού λέει, και συνειδητοποιώ πως προς στιγμήν έχω ξεχάσει τι την ρώτησα, έτσι που μ’ έχει μαγνητίσει αυτό το πρόσωπο: σα να ‘χει αρχίσει ν’ αφηγείται άλλες ιστορίες, μόνο του. «Είναι ένα Ρωμαίος και Ιουλιέτα της Τουρκίας και της Ελλάδας», συνεχίζει, κι είναι ιδιαίτερα ταιριαστό που βρισκόμαστε στην Εστία της Νέας Σμύρνης, μιας και μιλάμε για τα γυρίσματα της Ρόζας της Σμύρνης, της κινηματογραφικής μεταφοράς του μυθιστορήματος Ισμαήλ και Ρόζα, του Γιάννη Γιαννέλη-Θεοδοσιάδη. «Έγω παίζω το ρόλο του τίτλου», διευκρινίζει. Λες και χρειάζεται.
Ο ρόλος του τίτλου είναι η Ρόζα, μια Σμυρνιά αρχόντισσα στην Αθήνα του ’87, που εκτός απ’ την έγνοια της ορφανεμένης εγγονής της (στο ρόλο η Ευγενία Δημητροπούλου), έχει στα βάθη της καρδιάς της κι ένα μυστικό που κουβαλάει κοντά 60 χρόνια. Ένα μυστικό που φέρνει στο φως ένα ματωμένο νυφικό, εύρημα ενός αρχιτέκτονα με πάθος για την Ιστορία (τον υποδύεται ο Τάσος Νούσιας), που θα γίνει αιτία η εγγονή της να σκαλίσει αναμνήσεις πνιγμένες στην ντροπή και τον πόνο. «Σφραγίστηκε η ζωή της απ’ αυτό το μυστικό» εξηγεί η Πρωτοψάλτη, όταν την ρωτάω τι είναι αυτό που την κάνει να το κρατάει κρυφό, τόσες δεκαετίες μετά, ακόμη κι απ’ την εγγονή που μεγάλωσε «με πόνο καρδιάς» όπως λέει, και στην οποία «έχει δώσει όλο της το είναι», μετά το δυστύχημα που σκότωσε το γιο και τη νύφη της Ρόζας, κι άφησε το κορίτσι ορφανό. «Τα γεγονότα, τα βιώματα που μάς σφραγίζουν τη ζωή, δεν περνάνε ντούκου, τα σέρνεις μαζί σου, τα κουβαλάς. Κι η Ρόζα κουβαλάει αυτά που έζησε σε διάφορα σημεία της ζωής της. Είναι ένας άνθρωπος σημαδεμένος, και γι’ αυτό είναι ένας άνθρωπος συγκεντρωμένος, δεν ξοδεύεται», συμπληρώνει.
«Ο ηθοποιός μόνο απ’ την προσωπική του ζωή αντλεί για να παίξει έναν ρόλο», μου λέει όταν την ρωτάω αν της είναι οικείο το να κρατά κρυφές τις πληγές της. «Δεν ξέρω αν έχετε δει τον ρώσικο Άμλετ, του Grigori Kozintsev», συνεχίζει, «κι αν όχι, να τον δείτε: πρόκειται για μια ταινία που βρισκόταν 8 χρόνια στην προετοιμασία κι άλλα 2 χρόνια στα γυρίσματα». Δύο χρόνια, για να γυριστεί ένα αριστούργημα που, όταν παίχτηκε στην Αγγλία, σήκωσαν οι Βρετανοί τα χέρια τους ψηλά, όπως μου λέει. «Όταν ρωτήθηκε λοιπόν ο Kozintsev με ποια κριτήρια επέλεξε τον ηθοποιό που επέλεξε για το ρόλο του Άμλετ, τον Innokenty Smoktunovsky, μεγάλος πρωταγωνιστής του θεάτρου, ξέρετε τι απάντησε; “Ο Smoktunovsky στον πόλεμο είχε πιαστεί αιχμάλωτος, και μόνο ένας ηθοποιός με τέτοιες εμπειρίες κάνει για το ρόλο”», καταλήγει με δέος. «Κι εμείς, βέβαια», συμπληρώνει μειδιώντας, «έτσι κάνουμε τη διανομή στην Ελλάδα».
Είναι μια θεωρία που έχει μεγάλη πέραση βεβαίως στους ερμηνευτικούς κύκλους αυτή, ότι ηθοποιός χωρίς βιώματα είναι ηθοποιός χωρίς εύρος, από κάποιο σημείο κι έπειτα όμως, απέναντι σ’ αυτό ένας ηθοποιός δεν είναι αδύναμος; Πρέπει δηλαδή να κυνηγά τον κίνδυνο, τον πόνο και τη φρίκη για να μπορέσει να παίξει μεγάλους ρόλους; «Μα η ζωή δεν μας χαϊδεύει» απαντά και εξεγείρεται. «Ακόμη κι αυτοί που κέρδισαν λεφτά, δημοσιότητα, δόξα, δυστυχισμένοι και μόνοι πέθαναν: Η κόρη του Ωνάση πέθανε από ναρκωτικά λένε, για ‘μένα πέθανε από μοναξιά» σημειώνει, γιατί «η ζωή του ανθρώπου δεν είναι ανέφελη, δεν είναι καθόλου τραλαλά: Όπως λέει κι ο μέγας Σαίξπηρ, με κλάματα ερχόμαστε στον κόσμο, “σ’ ετούτη τη μεγάλη των τρελών σκηνή”. Ο ηθοποιός λοιπόν πρέπει να επιζητεί να ζήσει πράγματα. Όχι σώνει και καλά δυσάρεστα, και ευχάριστα πρέπει να ζήσει, αλλά πρέπει να ζήσουμε. Πρέπει να ριχτείς στη ζωή!».
«Στην τέχνη όλα είναι δύσκολα, γιατί όπως είναι δύσκολη η ζωή, έτσι δύσκολη είναι κι η ερμηνεία της»
«Έπρεπε να φτάσω 69 χρονών για να παίξω στην Επίδαυρο» είχε πει πριν από μερικά χρόνια, όταν ετοιμαζόταν να παίξει την Εκάβη υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Νικαίτης Κοντούρη, εμφάνιση για την οποία είχε πει πως προετοιμαζόταν επί 50 χρόνια. Οπότε όταν την ρωτάω ποιος ρόλος νιώθει ότι άγγιξε περισσότερο απ’ όλους το μεδούλι των βιωμάτων της, λογικό είναι που απαντάει «η Εκάβη» απνευστί. «Η Εκάβη που εκδικείται, η Εκάβη που τιμωρεί», συνεχίζει, κι ομολογώ πως λίγο με σοκάρει που η βία, η εκδίκηση, η οργή, αυτά είναι τα μοτίβα που περισσότερο την έχουν ακουμπήσει. «Αυτά που ζούμε γύρω μας, δεν είναι εύκολα πράγματα όμως» σημειώνει, και η όψη της φουρτουνιάζει.
«Αυτά που ζούμε, δεν είναι να καθόμαστε στο σαλόνι μας να κουβεντιάζουμε, να βλέπουμε τηλεόραση και να πίνουμε τσάι, έχουμε ξεχάσει τι είναι η ζωή: Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, σκοτώνονται άνθρωποι, εκπατρίζονται, παρατάνε το βιος τους, το σπίτι τους, κι έρχονται στον κάθε τόπο και σου λένε “βοήθα, να γλιτώσουμε”. Αυτά είναι τρομερά πράγματα, τα οποία έχουν γίνει εύκολα. Ζούμε την εποχή της ευκολίας και του τραλαλά, μα δεν είναι έτσι όμως, κάποιοι άνθρωποι υποφέρουν αυτή τη στιγμή. Κάποιοι άνθρωποι τα χάσανε όλα», λέει και το βλέμμα της θολώνει. «Γι’ αυτό ο Ευριπίδης, κι όλοι οι αρχαίοι τραγωδοί, συγγραφείς και ποιητές, είναι τόσο επίκαιροι: Έθιξαν αυτά ακριβώς, αυτά που ζούμε σήμερα και ζήσαμε παλιότερα και ζούμε και στο μέλλον», συμπληρώνει. «Εκεί που θέλω να καταλήξω όμως, είναι πως η ζωή είναι δύσκολη έτσι κι αλλιώς και πάντοτε, είτε παθαίνουμε δεινά φοβερά, είτε παθαίνουμε κάτι αντιμετωπίσιμο».
Υπάρχουν όμως και οι συνάδελφοί της που λένε πως είναι πιο δύσκολο να ερμηνεύσεις συναισθήματα πιο μείχια, τρυφερότητας, αγάπης κι ειλικρίνιας, παρά αυτά που παραπέμπουν στην κτηνώδη μας πλευρά. «Ούτε κι αυτά είναι εύκολα», παραδέχεται. «Στην τέχνη όλα είναι δύσκολα, γιατί όπως είναι δύσκολη η ζωή, έτσι δύσκολη είναι κι η ερμηνεία της», συνεχίζει και παραπέμπει στους ανθρώπους που της διδάξαν και τα δυο: «Εγώ είχα την τύχη να έχω δάσκαλο τον Κάρολο Κουν», λέει, «κι αυτός ήταν που μου έδειξε πόσο δύσκολο είναι αυτό που πήγαινα να κάνω στη ζωή μου: Όταν δοκίμαζα κάποια στιγμή έναν μονόλογο της Ιουλιέτας, μου είπε δυο φράσεις μόνο, οι οποίες ήταν τόσο δριμείες, που γύρισα στο σπίτι κι είπα της μάνας μου “Μανούλα, θα το αφήσω το θέατρο, είναι πολύ δύσκολο για μένα”. Λοιπόν είναι δύσκολα τα πράγματα, και τα νέα παιδιά θέλουν να μάθουν, αλλά δεν υπάρχουν πλέον δάσκαλοι. Κάτι ηθοποιοί της τηλεόρασης λέει διδάσκουν τώρα, τι ξέρουν οι ηθοποιοί της τηλεόρασης», αναρωτιέται.
«Εμείς είχαμε δασκάλους», λέει, και θυμάται τις πρόβες της μπροστά στον Βασίλη Διαμαντόπουλο κι απέναντι στην Μαρία Αλκαίου για το Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα, του Eduardo de Filippo. «Την κοίταζα, αλλά δεν την έβλεπα», μου λέει, «κι ο Διαμαντόπουλος από κάτω μου φώναζε “Ψεύτρα! Είσαι ψεύτρα!” και δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί!». Μέχρι που συνέβη κάτι το μαγικό: «Ξαφνικά, σε μια πρόβα τζενεράλε, ο χαρακτήρας της Αλκαίου απέκτησε σάρκα και οστά, ήξερα ποια είναι τι φοράει, ήξερα τα πάντα. Κι εκείνη τη στιγμή, ο Διαμαντόπουλος με την αγριοφωνάρα του, άρχισε να μου φωνάζει “ΝΑΙ! Αυτό είναι! Απάνω της, επίθεση!”» θυμάται και σηκώνει στο χέρι της ένα αόρατο δόρυ.
«“Επίθεση” λοιπόν», μου συμπληρώνει, «γιατί το θέατρο είναι επιθετικό άθλημα, όπως είπε κι ο φίλος μου ο Σοφοκλής Πέπας». Κι ο κινηματογράφος; «Ο κινηματογράφος είναι άλλο πράγμα. Δεν έχεις σε ποιον να κάνεις επίθεση, έχεις όμως την κάμερα που έρχεται και σε απογυμνώνει. Αν δεν είσαι αληθινός, σε έκαψε. Η κάμερα τα ρουφάει όλα και τα δείχνει όλα. Στο θέατρο έχεις και μια απόσταση από τον θεατή, στο σινεμά όμως, η κάμερα έρχεται κατά πάνω σου, κι αν έχεις ένα συναίσθημα που πρέπει να βγάλεις, η κάμερα το καταγράφει. Τόσο δα ψέμα αν έχει μέσα, η κάμερα το βλέπει, και σε πετάει στον αέρα».