Η μουσική ταξιδεύει. Και οι μουσικοί ταξιδεύουν. Καμιά φορά μετακομίζουν κιόλας όπως στην περίπτωση των KVB. To ντουέτο των Nicholas Wood και Κat Day, έβαλαν στις βαλίτσες τους τις ονειρικές dream pop μελωδίες τους που βάπτισαν μέσα στο shoegaze και τον ηλεκτρονικό μινιμαλισμό και που μετέτρεπαν σε ηχοκύματα εγγεγραμμένα σε μαγνητικές ταινίες κασσετών και σε αυλάκια βινυλίου από το 2010 και μετακόμισαν στο Βερολίνο, για να πάρουν το βάπτισμα του πυρός του στούντιο από τον Anton Newcomb των Brian Jonestown Massacre και να χαθούν στα synths και τα πετάλια του Geoff Barrow. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ανύψωσαν την εμπειρία μέσω της video art και των οπτικών εφέ για μια πιο καθηλωτική εμπειρία που επιδρά στο συνειδητό του μυαλού. Τώρα οι βαλίτσες γεμάτες ήχους και εικόνες και κυρίως, το τελευταίο album τους, “Of Desire”, ετοιμάζονται να ανοίξουν στη σκηνή του Fuzz στις 28 Ιανουαρίου, αλλά πρώτα, έκαναν μία στάση στην Popaganda για να μας πουν μερικά πράγματα και λεκτικά.
Ξεκινήσατε ως ένα DIY μουσικό project, διανέμοντας τη μουσική σας μέσα από κασέτες και βινύλια. Ποια είναι τα συν και τα πλην στο να δουλεύετε με αυτό τον τρόπο και θεωρείτε ότι το μέσο στο οποίο ακούει κάποιος μουσική επηρεάζει τον τρόπο με τoν οποίo την προσλαμβάνει;
Κat: To βινύλιο σε ωθεί στο να μένεις σταθερός σε ένα μέρος, ενώ οι κασέτες και τα mp3 σου επιτρέπουν να κινείσαι και το κάθε μέσο έχει τα δικά του προτερήματα. To βινύλιο είναι μία πιο τελετουργική διαδικασία και είναι πιθανότερο να ακούσεις ένα album ολόκληρο, όπως προορίζεται, αντί να «μετακινείσαι» σε μια πληθώρα από δίσκους και κομμάτια, επομένως, ίσως μέσω του βινυλίου έχεις μία βαθύτερη πρόσληψη της πρόθεσης του καλλιτέχνη. Ωστόσο, ένα πιο φορητό μέσο επιτρέπει την επανερμηνεία του χώρου μέσω της μουσικής -ξέρεις, όταν περπατάς και ένα κομμάτι μοιάζει το ιδανικό ταίρι στο σκηνικό που βρίσκεσαι και ανυψώνει την εμπειρία; Έτσι, υπό αυτή την έννοια, ναι, αλλά ενδεχομένως, είναι πιθανότερο το μέρος στο οποίο ακούγεται η μουσική να επηρεάζει περισσότερο την πρόσληψη, παρά το ίδιο το μέσο.
Έχετε μετακομίσει από την Αγγλία στο Βερολίνο. Πώς αυτό επηρεάζει τον τρόπο που δουλεύετε; Υπάρχουν συγκεκριμένες επιρροές από τη σκηνή της πόλης;
Kat: Aν και μένουμε στο Βερολίνο εδώ και περίπου τρία χρόνια, υπάρχει η αίσθηση ότι είμαστε συνεχώς μακριά, περιοδεύοντας, κτλ. Υπάρχει μία ελευθερία του χρόνου και του χώρου στο Βερολίνο, το οποίο είναι κάτι διαφορετικό από το Λονδίνο. Μας δίνει περισσότερη έμπνευση. H σκηνή εδώ προσανατολίζεται κυρίως προς την tehno και αυτό, σε συνδυασμό με το τοπίο, το οποίο είναι πολύ ψυχρό το χειμώνα, έχει διαποτίσει τον ήχο μας.
Το project σας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα οπτικά εφέ. Ποια είναι η σχέση σας με τον κινηματογράφο και τις οπτικές τέχνες γενικότερα; Υπάρχουν συγκεκριμένες επιρροές;
Kat: Σπούδασα Καλές Τέχνες στο Goldsmiths University του Λονδίνου και στο ερευνητικό μου έργο επικεντρώθηκα στη video art και τα διαδραστικά installations και γνώρισα τον Nick στο τελευταίο έτος των σπουδών μου. Η πρακτική μου πάντα επικεντρωνόταν στην επίδραση των audiovisuals στο κοινό, καθώς και στην απτική σύνδεση μεταξύ σώματος και οθόνης, αλλά και στη μετασχηματική και έμψυχη δομή και φύση από τις μηχανές στην ψηφιοποίηση. Οι επιρροές μου ποικίλουν: από συγγραφείς όπως οι N. Katherine Hayles και Laura U Marks, μέχρι καλλιτέχνες όπως οι Ed Atkins και Pipilotti Rist, εώς σύγχρονους κινηματογραφιστές όπως ο Ben Wheatley και ο Peter Strickland, που σκηνοθέτησε και το videoclip για το “Never Enough”.
O συνδυασμός της μουσικής με τα οπτικά εφέ δημιουργεί ενός είδους αφήγημα. Προσδοκάτε η τέχνη σας να δημιουργεί μία ιστορία μέσω του συνδυασμού των δύο ή πιστεύεται ότι η μουσική σας αποκτά απλά μία διαφορετική αφηγηματική κατεύθυνση με τα visuals; Αυτό δημιουργεί μία διαφορετική εμπειρία στα αυτιά κάποιου;
Kat: Δεν έχει να κάνει καθόλου με την αφηγηματικότητα, αλλά είναι περισσότερο μία εμπειρία σωματικής βύθισης μέσα από τον τρόπο που το κοινό εμπλέκεται με τη μουσική και τα visuals. Φυσικά, ο καθένας είναι διαφορετικός και οι αντιδράσεις του θα διαφέρουν, αλλά η πρόθεση είναι η έμφαση στην υπνωτική υφή. Υπάρχουν τεχνικές και στις δύο περιπτώσεις που μερικές φορές χρησιμοποιούνται προκειμένου να αλληλοαναδειχθούν και να δημιουργήσουν μία πιο καθηλωτική εμπειρία.
Στα δύο τελευταία σας album, “Mirror Being” και “Of Desire”, παρατηρείται μία στροφη στον πιο πειραματικό και ηλεκτρονικό ήχο. Αυτό έγινε συνειδητά ή είναι απλά η φυσική ροή της αλλαγής και της ανάπτυξης μέσα στα χρόνια;
Kat: Τίποτα δεν έγινε συνειδητά, αλλά το “Mirror Being” γράφτηκε την περίοδο της μετάβασής μας από το Λονδίνο στο Βερολίνο και παρατηρώντας το από μακριά, με όλα τα άγχη και τις ελπίδες, κατά κάποιο τρόπο αυτό αντικατοπτρίζεται στη μουσική. Aντιθέτως, το “Of Desire” ηχογραφήθηκε στο στούντιο του Geoff Barrow και είχε να κάνει περισσότερο με την εξέλιξη και την επιθυμία μας να δημιουργήσουμε ενδιαφέροντες ήχους και ηχητικά επίπεδα. O Geoff έχει πολύ ενδιαφέροντα synths και πετάλια με τα οποία πειραματιστήκαμε, όπως το Bug Brand PT Delay, που χρησιμοποιήσαμε για να δώσουμε κατεύθυνση στα visuals και να δημιουργήσουμε παράξενα αναδραστικά ηχοτοπία.
Πρακτικά, ο τρόπος με τον οποίο δουλεύετε έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια, αλλά, έχει επέλθει ουσιαστική αλλαγή ή ο δρόμος από τη σύλληψη στη δημιουργία είναι βασικά ο ίδιος;
Nick: Δουλεύουμε μαζί περισσότερο από ποτέ άλλοτε και πρακτικά, ναι, τα πράγματα έχουν αλλάξει στον τρόπο που δημιουργούμε μουσική. Στους πρώτους δίσκους μας, τα πάντα γράφονταν και ηχογραφούνταν με 8κάναλες κασέτες, το οποίο δημιουργούσε μία μοναδική, lo-fi αίσθηση στα κομμάτια μας, αλλά τα τελευταία χρόνια έχουμε μετατοπιστεί στους υπολογιστές, χρησιμοποιώντας το στούντιο που μας βοηθά να δημιουργούμε έναν πιο πολυεπίπεδο και ορισμένο ήχο.
Ένα μεγάλο μέρος της μουσικής σας είναι instrumental. Πόσο σημαντικοί είναι οι στίχοι για σας; Οφείλουν να πουν μία ιστορία ή λειτουργούν απλά ως ένα αισθητικό στοιχείο;
Nick: Δεν θα το ισχυριζόμασταν, καθώς τα περισσότερα κομμάτια μας δεν είναι instrumental, αλλά χαίρουν του κινηματογραφικού στοιχείου των οργάνων. Oι στίχοι έχουν σημασία και αποτελούν έναν αντίλογο στις ζωές μας. Στο “Of Desire” οι στίχοι είναι, πιθανόν, ακόμη πιο σημαντικοί απ’ ό,τι στις προηγούμενες δουλειές μας.
Τι να περιμένουμε από τη live εμφάνισή σας στην Αθήνα;
Nick:Ένα μείγμα από κομμάτια από ολόκληρη τη δισκογραφία μας, με εστίαση στο “Of Desire”, και να προετοιμάζεστε για μία βουτιά σε ηχητικά και οπτικά κύματα.