Ο Αλέξανδρος είναι μια φιγούρα γνώριμη σε όλους όσους παρακολουθούν την ελληνική τζαζ σκηνή. Έχει παίξει ντραμς σε πολυάριθμα γκρουπ, κι έχει εμφανιστεί σε αμέτρητες συναυλίες. Εδώ και λίγο πάνω από ένα χρόνο, ήρθε η στιγμή που αποφάσισε να αρθρώσει το δικό του λόγο, κυκλοφορώντας με το τρίο του τον πρώτο του δίσκο ως leader, με τίτλο Tora. Το τελευταίο διάστημα, με το ίδιο αυτό σχήμα, το Alex Drakos Trio, μας χαρίζει εβδομαδιαίες εμφανίσεις με ιδιαίτερη φλόγα και δυναμισμό. Σκεφτήκαμε πως είναι το κατάλληλο momentum για να τον ρωτήσουμε για την Popaganda όλα όσα θα θέλατε να μάθετε γι αυτόν.
Σε βλέπω να παίζεις εδώ και πολλά χρόνια, ενώ είσαι νέος άνθρωπος. Πόσα χρόνια είσαι επαγγελματίας μουσικός; Είκοσι χρόνια! Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι και τόσο μικρός όσο δείχνω… Τώρα το Γενάρη θα κλείσω τα 40. Ξεκίνησα μικρός, γύρω στα 19-20, να παίζω επαγγελματικά τζαζ στην Αθήνα. Και μόλις συνειδητοποίησα μετά τρόμου πως έχω κλείσει είκοσι χρόνια ενεργού δράσης! Πώς ξεκίνησες, και μάλιστα εξ αρχής στη τζαζ; Ήταν μια κρυφή επιθυμία που είχα πριν καν μετακομίζω στην Αθήνα. Άκουγα τζαζ στο Ηράκλειο Κρήτης, απ’ όπου κατάγομαι και όπου μεγάλωσα. Από τότε μάθαινα μουσική. Φυσικά οι πηγές ήταν ελάχιστες τότε, δεν μπορούσα να κατατοπιστώ τόσο εύκολα όσο το κάνει ένας νέος σήμερα. Ανεβαίνοντας στην Αθήνα ως φοιτητής, εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία για να σπουδάσω αυτή ακριβώς τη μουσική. Από κει και πέρα μπήκα σε μια λογική πολύ εντατικής μελέτης. Το πάθος μου εκτινάχτηκε. Έτσι είχα βελτίωση πολύ γρηγορότερη απ’ όσο περίμενα και φανταζόμουν. Έτσι πολύ σύντομα άρχισα να δουλεύω επαγγελματικά.
Τι σπουδές ήρθες να κάνεις στην Αθήνα; Οι αρχικές σπουδές-αφορμή που ανέβηκα στην Αθήνα ήταν κάτι τελείως άσχετο: Γυμναστική Ακαδημία, ΤΕΦΑΑ. Με το που ανέβηκα κι άρχισα σπουδές, παράλληλα γράφτηκα σε μια σχολή μουσικής. Ο χρόνος μου μοιραζόταν τη μισή μέρα στο Πανεπιστήμιο, και την άλλη μισή στο ωδείο. Αυτή ήταν η ζωή μου για αρκετά χρόνια – κάποιος θα την ονόμαζε μοναστική. Έσπευσα να ακολουθήσω το όνειρό μου.
Ποιο ήταν το πρώτο γκρουπ όπου έπαιξες; Ήταν το γκρουπ του τότε καθηγητή μου στο βοηθητικό πιάνο στη σχολή, του Μάνου Αθανασιάδη, που είχε ένα τρίο. Να’ ναι καλά ο άνθρωπος, μου έδωσε την πρώτη ευκαιρία να μπω στο χώρο. Στιλιστικά, παίξαμε κάτι κοντά στον Bill Evans. Ήταν για μένα το βάπτισμα του πυρός. Φυσικά, τότε όλα αυτά φιλοξενούνταν στο Παράφωνο. Έτσι άρχισα μια μακρά θητεία εκεί. Έπαιζα σχεδόν κάθε βράδυ, φοβερές εποχές, φοβερές εμπειρίες!
Ας έρθουμε στο τώρα. Ήρθε η ώρα να κάνεις το δικό σου σχήμα ως leader, και να κυκλοφορήσεις την πρώτη σου δισκογραφική δουλειά. Πώς καταλαβαίνει κανείς πως ήρθε αυτή η στιγμή; Έλα ντε! Είναι μια εσωτερική ωρίμανση καλλιτεχνικά. Ένα ένστικτο που εξωτερικεύεται ως ανάγκη δημιουργίας. Για μένα αυτή η ανάγκη είναι το πιο σημαντικό: μέσα από αυτά που γράφω και παίζω να λέω τις ιστορίες της ζωής μου. Απλά από μια στιγμή και μετά έπαψε να με καλύπτει μόνο το να παίζω μουσική. Και το όχημα που θα με οδηγούσε να κάνω πράξη αυτό που είχα στο μυαλό μου ήταν το τρίο. Οπότε το ένα έφερε το άλλο, κι αυτό εκπληρώνεται καθημερινά. Κι είμαι άνθρωπος που όταν εκπληρώνει ένα στόχο, κατ’ευθείαν θέλει να βάλει ένα καινούριο. Αν λοιπόν ένας στόχος ήταν να είμαι ένας καλός session μουσικός, αυτό κράτησε τόσα χρόνια, που ήθελα πια να πάω πιο πέρα.
Το πιάνο τρίο είναι ένα κλασικό τζαζ σχήμα. Μοιάζει όμως να είναι κι ανεξάντλητο. Ακριβώς. Γιατί το πιάνο τρίο είναι η αφορμή. Γιατί και λόγω της τεχνολογίας, και λόγω του ότι είμαστε ανοιχτοί ως σχήμα, επιτρέπουμε σε πάρα πολλά στοιχεία να μπουν: από electronics μέχρι και λούπες, και φυσικά συμμετοχές καλών φίλων. Στο άλμπουμ θα ακούσει κανείς και τον Τάκη Πατερέλη στο σαξόφωνο, τον Γιώργο Λιμάκη στην κιθάρα και τον Κωστή Χριστοδούλου στα keyboards. Όμως η βάση είναι το πιάνο τρίο. Κι είναι τόσο ανοιχτό το πεδίο όταν παίζουν τρεις μουσικοί, κι όχι τέσσερις ή πέντε. Ο χώρος λειτουργεί τόσο διαφορετικά στη μουσική, σου δίνεται μια ελευθερία που δεν θα την είχες με πιο πολλούς. Είναι σαν μια παρέα: όταν είναι τρεις, υπάρχει περισσότερος χώρος να μιλήσεις και να εκφραστείς. Όταν είναι δέκα, δεν βρίσκεις χώρο να μιλήσεις, κι ο καλύτερος τρόπος αλληλεπίδρασης είναι η σιωπή.
Το τρίο λοιπόν, εσύ, ο Γιάννης Παπαδόπουλος στο πιάνο κι ο Ντίνος Μάνος στο μπάσο. Παίζετε τις Παρασκευές στο bios. Ναι. Ξεκινήσαμε οι τρεις μας και συνεχίζουμε με φιλοξενούμενους που θα μας ωθήσουν να παίξουμε με διαφορετικό τρόπο, με πρώτο το Γιώργο Κοντραφούρη – νομίζω πως δεν χρειάζεται να πω πολλά για το Γιώργο, το όνομά του αρκεί. Στη συνέχεια θα έχουμε και το Γιώργο Καλούδη, που είναι κατ’αρχάς τσελίστας. Μόλις κυκλοφόρησε μια δουλειά όπου μετέγραψε τα κομμάτια του Μπαχ για τσέλο στην κρητική λύρα. Είναι ένας πολύ δημιουργικός καλλιτέχνης. Και θα ακολουθήσουν κι άλλες συνεργασίες, πάντα με το στοιχείο του αναπάντεχου. Εξ ου κι ο τίτλος The Lost Track: θέλουμε πάντα να πάμε σε κάτι που το ψάχνουμε και δεν το βρίσκουμε.
Υπάρχουν τζαζ μουσικοί στη γενιά σου, αλλά και στη νεώτερη, που αναζητούν πια την τύχη τους κάπου αλλού, και λόγω της κρίσης, αλλά και λόγω του πεπερασμένου κοινού της Ελλάδας. Σου έχει περάσει από το νου να κάνεις κάτι τέτοιο; Πάρα πολλές φορές. Παλιότερα μου περνούσε πολύ περισσότερο. Τελικά νομίζω πως αυτό είναι κάτι ανάμεσα σε μύθο και πραγματικότητα. Έχει να κάνει καθαρά με το πώς προσεγγίζει ο καθένας τη ζωή του και ποιες είναι οι προτεραιότητές του. Υπάρχουν άνθρωποι που παίζουν μουσική γιατί έχουν ανάγκη να μιλήσουν γι αυτό που ζουν κι αυτό που έχουν μέσα τους. Αυτό δεν μπορεί να περιοριστεί, όπου και να’σαι. Σαφώς τα μέσα και το περιβάλλον σε βοηθούν – ή αντιθέτως σε καταρρακώνουν – αλλά η ανάγκη ποτέ δεν μπορεί να καταπιεστεί, και πάντα θα σε πνίγει. Και κάτι εξαιρετικά σημαντικό που έχω παρατηρήσει, είναι ότι η κρίση αποβαίνει πολύ δημιουργικά στους καλλιτέχνες. Πάρα πολλοί φίλοι και συνεργάτες από το εξωτερικό, όταν έρχονται εδώ παρατηρούν όλοι στα live μια εσωτερική δύναμη, μια φλόγα, που πολλές φορές δεν τα βλέπεις στα αντίστοιχα live σε χώρες πολύ γνωστές για τη τζαζ σκηνή τους – κι εντυπωσιάζονται. Όλο αυτό που ζούμε καθημερινά, η πίεση, η μιζέρια, μας δημιουργούν μια τρομερή δύναμη που φαίνεται πολύ στη σκηνή. Μπορεί λοιπόν φεύγοντας να βρίσκεις τα πράγματα πολύ πιο εύκολα, εδώ όμως είναι πια πολύ αληθινά.
Είναι αλήθεια και κάτι άλλο: αυτή τη στιγμή η τζαζ γνωρίζει μια άνοιξη στην Ελλάδα. Υπάρχουν πολλοί εξαιρετικοί μουσικοί, αλλά και πολλοί χώροι που φιλοξενούν τακτικά τζαζ συγκροτήματα. Και το κοινό τα παρακολουθεί. Πράγματι. Γιατί πιστεύω ακράδαντα πως όταν κάτι είναι αληθινό και ποιοτικό, πάντα θα δημιουργηθούν οι χώροι, και θα βρεθεί και κοινό που θα το αγκαλιάσει και θα το αγαπήσει. Γιατί αυτή η αλήθεια πηγάζει από εσωτερική ανάγκη. Εμάς η γλώσσα μας και το μέσο μας είναι η τζαζ. Αυτό ξέρουμε να κάνουμε, κι έτσι θα συνεχίσουμε.
Πού θα ήθελες να βρίσκεσαι καλλιτεχνικά σε δέκα χρόνια από τώρα; Θα ήθελα να μη σταματήσω να δημιουργώ, να έχω όσο το δυνατόν περισσότερα πρότζεκτ, να γράφω και να παίζω πολλή μουσική, και να έχω πολλούς μουσικούς απογόνους, δηλαδή παιδιά που τώρα είναι μαθητές μας ή που έρχονται και μας βλέπουν στα live να είναι οι επόμενοι συνεργάτες μας. Θεωρώ τρομερά σημαντικό να υπάρχει πάντα ένα φυτώριο. Το δικό μου όνειρο είναι να είμαι όλο και περισσότερο δημιουργικός, συνθετικά και εκτελεστικά.