Δεν είναι που γράφω σήμερα, που είμαι και εγώ από την Κρήτη. Δεν είναι γιατί, αν και δεν έχω ζήσει παρά ένα χρόνο εκεί, χρόνο με το χρόνο επινοώ την καταγωγή μου, διεκδικώ την εντοπιότητα, κάνω τους πιο πολύτιμους φίλους, ανιδιοτελείς και ρωμαλέους. Δεν είναι γιατί η Κρήτη είναι μια φιλόξενη πατρίδα για όλους (ειδικά για όσους δεν μένουν εκεί), ούτε γιατί για δυο αιώνες τώρα σήκωσε πολλές φορές τα λάβαρα, δεν είναι γιατί εκεί γεννήθηκε ο συγγραφέας της Ασκητικής, ούτε γιατί κάθε φαράγγι κρύβει ένα γόνιμο αμπέλι.
Είναι γιατί η Κρήτη ακόμα τραγουδάει, γιατί έχει ακόμα παράδοση ζωντανή, που δεν μπλοκάρεται από τη δύση, που βλέπει και έξω μα βλέπει και στον εαυτό της, είναι γιατί καμιά 50αρια πρώτης τάξης μουσικοί ήρθαν να γιορτάσουμε την πατρίδα μας, όλων μας, αυτήν που μέσα στα πανηγύρια και την κουζουλάδα της, μαζί με την ανυπόταχτη Ικαρία, κάνει τους ανθρώπους να αγκαλιάζονται, να σηκώνουνε μαζί τα χέρια, να αγκαλιάζονται ξανά σε έναν αρχέγονο συρτό χορό, μια σίγουρη ρίζα της αρχαίας τραγωδίας, να βγάζουν τα παπούτσια τους και βακχικά να περπατάνε στο πλακόστρωτο μουσικό χωριό Χουδέτσι, στο φαράγγι στο ανυπόταχτο θεατρικό Αστρίτσι, στον τρύγο των πλουσιοπάροχων κερασμάτων των Πεζών… και μετά στους βράχους του Βύρωνα, στο νταμάρι της Αθήνας..
Είναι γιατί η Κρήτη ξέρει να χορεύει και να μαθαίνει και σε άλλους να κινούνται στον παλμό, με τον εκκωφαντικό λυγμό του Ψαραντώνη, την ρέουσα λύρα του Ρος Ντέιλι, την τρυφερή βροντή της φωνής του Βασίλη Σταυρακάκη, τον δωρικό ρομαντισμό της παρουσίας του Αντώνη Μαρτσάκη, το μαγικό άγγιγμα του λαγούτου του Γιώργη Μανωλάκη, τα μελαγχολικά αγρίμια από τις πλατείες των Ανωγείων, τη βουκολική ορμή της ασκομαντούρας (κρητική τσαμπούνα) του Κεχρή, συνδυασμένη με την λεπτότητα του κρητικού βιολιού.
Είναι γιατί το Θέατρο Βράχων δεν είχε πουθενά πια χώρο, όλοι σε ένα κοινό ρυθμό, κρατούσαν συνοδεία με παλαμάκια, σιγοτραγουδούσαν, πάλλονταν, χόρευαν στην ορχήστρα, στις άκρες του θεάτρου, στο δρόμο της επιστροφής.
Είναι γιατί δημόσια απαγγέλθηκαν αυτά τα λόγια από τον Αντώνη Φραγκιαδάκη, και εμείς τα ακούσαμε και τα χορέψαμε και γίναμε ένας ειρηνικός πυρρίχιος χορός:
«Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει. Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης, σα βραδιάσει, να μας πλερώσει το μεροκάματο μας. Δεν ξενοδουλεύουμε. Εμείς είμαστε οι αφέντες. Το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας, σάρκα μας κι αίμα μας. Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε, πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί, τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι ιδέες ανηφορίζουν στην κεφαλή μας. Σε ποια εποχή του αμπελιού σου έλαχε ο κλήρος να δουλεύεις; Στα σκάμματα; Στον τρύγο; Στα ξεφαντώματα; Όλα είναι ένα.»
(Από την Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη)