Νυμφομανία, ανάμεσα στα πόδια σου
Νυμφομανία, είσαι πουτάνα με τα όλα σου
Ο ήλιος έχει πέσει τόσο χαμηλά που πια δε φαίνεται σχεδόν καθόλου. Δε φέγγει πια παρά μόνο ελάχιστο από αυτό το κλιμακούμενης έντασης μπλαβί της μελανιάς που συνοδεύει την καθιερωμένη καθημερινή του καθόδο. Κανονικά δε θα έπρεπε να έχει πέσει. Όχι τώρα που είμαστε στο πλάι της σκηνής, έτοιμοι να ανέβουμε σε αυτή.
Κανονικά θα έπρεπε να έχει πέσει όταν εμείς θα είχαμε ήδη κατέβει από τη σκηνή. Όταν πάνω σε αυτή θα είχε ανέβει μετά από εμάς ο επόμενος σύμφωνα με το πρόγραμμα, που θα ήταν και ο τελευταίος που θα ανέβαινε γενικώς σε αυτή -γιατί έτσι κάνουν πάντα οι headliners- αυτό το γεμάτο χειροπιαστή υγρασία βράδυ του Ιουλίου, φορώντας ένα μαύρο γυαλιστερό κολάν παντελόνι, ένα λευκό ημίψηλο καπέλο και κυρίως φορώντας ακόμη τη ροζ πουπουλένια γούνα του, προκαλώντας στο κοινό μέσα στο ασαφώς ορισμένο συναυλιακό κομμάτι των σαφέστατα για γέλια εγκαταστάσεων του 1ου Camping Rock Festival Νέας Αγχιάλου Μαγνησίας την ίδια έκπληξη που είχε προκαλέσει σε όλους όσοι τον είχαν δει να περνάει την πύλη (που περισσότερο έμοιαζε με τσίγκινη πόρτα από κοτέτσι) του φεστιβάλ ντυμένος σαν εξώλης και προώλης μουσάτη εκδοχή του πιγκουίνου που είχε υποδυθεί ο Ντάνι Ντεβίτο στο Μπάτμαν, δύο ώρες νωρίτερα από την ώρα που έπρεπε να έρθει για να κάνει με την μπάντα του soundcheck – και αυτό είναι κάτι που δεν κάνουν ποτέ οι headliners.
Eκείνη τη δύσκολη γι’ αυτούς ώρα oι καντινιέρηδες δεν έδωσαν μεγάλη σημασία. Σήκωσαν βαριεστημένα τα κεφάλια τους κυρίως επειδή άκουσαν μερικές φωνές και άλλα τόσα χάχανα να σπάνε τη ρυθμική μονοτονία των τζιτζικιών που άραζαν πάνω στις τζιτζιφιές, έριξαν μια ματιά από μακριά στον τύπο που με τον ήλιο από πάνω του στο ψηλότερο σημείο είχε το θράσος να προκαλεί την κοινή λογική φορώντας ροζ γούνα, έσκυψαν και πάλι τα κεφάλια και σχεδόν ένιωσαν ότι τους χλευάζει, όλους αυτούς που ενώ ψήνονταν στους 41 βαθμούς αισθητής θερμοκρασίας υπό σκιάν, αντί να ξεχυθούν σαν τον εμετό και να τρέξουν ξυπόλητοι πάνω στην καυτή άμμο της πλαζ για να ανακουφιστούν πέφτοντας στη θάλασσα που ήταν μόλις 20 μέτρα μακριά, έπρεπε να ετοιμάσουν τις μις εν πλας τους και να ξεκινήσουν να ψήνουν τα σουβλάκια, τα λουκάνικα και τα μπιφτέκια που θα τάιζαν σε όσους θα έρχονταν με το πάσο τους από το απόγευμα και μετά. Οι τεχνικοί, από την άλλη, που ίδρωναν στη σκηνή, βάζοντας καλώδια σε ενισχυτές και ενισχυτές σε πρίζες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και προσπάθησαν να καταπιέσουν το νευρικό γέλιο που πάλευε να βγει από μέσα τους.
Οι μουσικοί όλων των συγκροτημάτων που σε μερικές ώρες θα ξεκινήσουν να παίζουν, και που μέχρι τώρα κάθονται ιδρωμένοι κάτω από τις διάτρητες σκιές των τζιτζιφιών, άλλοι σε πλαστικές λευκές καρέκλες και άλλοι στο ξεχορταριασμένο χώμα, πρώτα βλέπουν τους τεχνικούς που χωρίς προφανή λόγο σχεδόν γελάνε, σκέφτονται ότι εντάξει, μάλλον τους έχει βαρέσει ο ήλιος, μετά βλέπουν τον τύπο με τη ροζ γούνα, αρχίζουν και αυτοί να γελάνε και σχεδόν σαν μέλη μιας καλοκουρδισμένης μεγάλης ομάδας κωλοβάρας κάτω από τον ήλιο σηκώνονται όλοι μαζί και με τάχα μου ράθυμο στιλ βαδίζουν προς το μέρος του, ενώ ο καθένας προσπαθεί να σκεφτεί κάτι αρκετά πρωτότυπο ή έστω κάτι αρκετά εκκεντρικό για να το πει σε έναν άνθρωπο που η εκκεντρικότητα είναι η θέση του, αν όχι η δεύτερη φύση του.
Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είμαι εγώ αυτός που φτάνει πρώτος πιο κοντά του, μιας και θα στοιχημάτιζα ότι από όλους εγώ είμαι αυτός που δε νιώθει ότι βλέπει μπροστά του έναν υπέρβαρο μουσάτο Ιησού της ροκ με ροζ γούνα που περπατά όχι πάνω στη θάλασσα, αλλά δίπλα της, στην άμμο, αλλά απλώς μία ιερή αγελάδα της ροκ ντυμένη στα ροζ. Που ως τέτοια, ιερή αγελάδα δηλαδή, και μάλιστα αναγνωρισμένη από τη γενιά του πατέρα μου, εγώ όφειλα να την έχω αποκαθηλωμένη (για να μην πω εντελώς χεσμένη) στη νεαρή μου ροκ συνείδηση που δεν είχε περισσευούμενο χώρο για περασμένα μεγαλεία άλλων που υποτίθεται ότι πρέπει διηγώντας τα να κλαις εσύ που δεν τα έζησες. Ίσως γι’ αυτό το μόνο που τελικά του λέω δεν είναι ούτε κατά το ελάχιστον εκκεντρικό ή πρωτότυπο:
«Γεια σου, ρε Τζιμάρα. Ωραία γούνα!»
«Γεια σου, τέκνο μου. Ρίξε κάτι πάνω σου, θα πουντιάσεις», μου απαντάει ο Τζίμης Πανούσης βλέποντάς με να ασφυκτιώ μέσα στο κολλητό μου τζιν και το λευκό t-shirt που σε διάφορα σημεία έχει υπόλευκα σημάδια από τον εξατμισμένο ιδρώτα και σε άλλα είναι σχεδόν διάφανο από τον φρέσκο. Παρόλο που δεν έχει πει και κάτι τόσο αστείο πια, τόσο εγώ όσο και οι υπόλοιποι από το μικρό σμήνος των προς στιγμή ροκ κηφήνων που τον έχουν περικυκλώσει σκάμε στα γάργαρα γέλια.
Αμέσως μετά πετάγεται ο Χρήστος, που όλοι τον φωνάζουν Κρις, σπρώχνει όσους τού κλείνουν το δρόμο, σπρώχνει ακόμη και εμάς που είμαστε μαζί του στο ίδιο συγκρότημα, και λες και τον ξέρει χρόνια τον Πανούση, τον παίρνει αγκαλιά και του δίνει μια ψιλή καρπαζιά σαν κι αυτές που για κάποιο περίεργο ανταλλάσσουν όσοι έχουν βαρέσει μαζί γερμανικό (για να μην πω κάτι άλλο…) στη Λήμνο ή την Τανάγρα και ταυτόχρονα σχεδόν του κολλάει στη μούρη το πρόγραμμα με τις αποψινές εμφανίσεις των συγκροτημάτων.
«Τζιμάρα, εμείς παίζουμε ακριβώς πριν από σένα», του λέει μπερδεύοντας λίγο τα λόγια του γιατί όταν είσαι γύρω στα 16 το να πιεις 3 μπύρες κάτω από τον καυτό ήλιο είναι αρκετό για να κάνεις σαρδάμ – και ο Κρις έχει ήδη πιει 5. Με το άλλο χέρι του δείχνει εμένα, τον Θανάση και τον Αλέξανδρο, τον μπασίστα, τον κιθαρίστα και τον ντράμερ δηλαδή του συγκροτήματος στο οποίο ο Κρις πιστεύει ότι τραγουδάει, το οποίο ισχύει βέβαια αν υποθέσουμε ότι το να μην μπορείς να «πατήσεις» ούτε καν πάνω σε δύο νότες στη σειρά είναι το πιο σημαντικό προσόν που κάνει κάποιον τραγουδιστή.
«Α ρε Τζιμάρα, γαμώ το χριστό μου, δεν έχουμε μαζί μας ούτε ένα ντέμο να σου δώσουμε, ρε γαμώ την παναγία μου. Μαλακία. Θα γουστάρεις σίγουρα, Τζιμάρα. Subnormal, ρε!», λέει ο Κρις και τη στιγμή που έχει πια ολοκληρώσει αυτό που ήθελε να πει, τη στιγμή δηλαδή που λέει στον Πανούση το όνομα του συγκροτήματός μας, πετάει κάτω το τσαλακωμένο πρόγραμμα και σχηματίζει με τα δάχτυλα και των δύο του χεριών το σήμα του διαβόλου. Τρομάρα του.
«Μη βρίζεις τη θεία, τέκνο μου», λέει ο Πανούσης, κάτι που δε μου φαίνεται και πάλι τόσο αστείο, αλλά όλοι οι υπόλοιποι πάλι ξεκαρδίζονται, γιατί μπορεί να τους φαίνεται αστείο ότι ίσως να κάνει το προφανές λογοπαίγνιο με «τα θεία» ή ίσως να εννοεί ως θεία την παναγία (έτσι, να το δεχτώ), και τότε ο Τζίμης βρίσκει την ευκαιρία να ξεγλιστρήσει από το παρ’ ολίγον κεφαλοκλείδωμα που του είχε κάνει ο Κρις και να προχωρήσει μέχρι το μεγάλο αντίσκηνο που του έχουν στήσει εν είδει καμαρινιού οι γαλαντόμοι διοργανωτές του φεστιβάλ. Που όλοι όσοι καταφέραμε να μπούμε στο line-up του το περιμέναμε σαν το δικό μας Γούντστοκ, αλλά όσο περνούσε η ώρα γινόταν για όλους μας όλο και πιο δύσκολο να παραδεχτούμε ότι μοιάζει με κάτι περισσότερο από λειψό πανηγύρι, με κράχτη όχι τη γυναίκα που μεταμορφωνόταν σε γορίλα μέσα στο κλουβί της κάθε φορά που της φώναζε –τι άλλο;- «γορίλα, γορίλα» ο τάχα μου κλειδοκράτοράς της, αλλά τον Τζίμη Πανούση. Δε χρειάζεται να έχεις διοργανώσει κάτι παραπάνω από ένα πάρτι στο σπίτι ένα από τα Σαββατοκύριακα που οι γονείς σου μετά φόβου πήραν την απόφαση να χαρίσουν στον εαυτό τους μία διανυκτέρευση αρκετά χιλιόμετρα μακριά από σένα για να καταλάβεις ότι μάλλον λίγα πράγματα θα δουλέψουν απόψε ρολόι. Και το πρώτο από αυτά είναι το ρολόι του διοργανωτή, ενός ανησυχητικά υπέρβαρου τύπου, ντυμένου από πάνω μέχρι κάτω στα μαύρα, με το πουκάμισο ξεκούμπωτο τόσο ώστε ο χρυσός του βαφτιστικός σταυρός να αχνοφαίνεται ανάμεσα στις ενωμένες εις μίαν λόγω του ιδρώτα μαύρες τρίχες στο στήθος του, που προσπαθώντας μετά βίας να χωρέσει στη λευκή πλαστική καρέκλα που μάλλον ξεφορτώθηκε από την καρότσα κάποιου Datsun που έχει περάσει πολλά, ενώ στρίβει το παχύ μουστάκι του, έχει αποφασίσει ότι πράγματα όπως το πρόγραμμα των εμφανίσεων των συγκροτημάτων είναι τόσο ασήμαντες λεπτομέρειες στη μεγαλεπήβολη φεστιβαλική του διοργάνωσή όσο και τα συγκροτήματα αυτά καθαυτά.
Τέσσερις ώρες αφού άνοιξαν οι τσίγκινες πύλες του φεστιβάλ έχουν παίξει μόλις 4 από τα 7 συγκροτήματα που έπρεπε να είχαν παίξει μέχρι τώρα. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι τις 11 που είναι προγραμματισμένο να ανέβει στη σκηνή ο Τζίμης Πανούσης πρέπει να έχουν παίξει και τα υπόλοιπα 8. Που σημαίνει ότι στο κάθε συγκρότημα αναλογούν μόλις 15 από τα 40 λεπτά που κανονικά θα του αναλογούσαν αν το πρόγραμμα είχε τηρηθεί ευλαβικά. Που σημαίνει ότι τα μέλη κάθε επόμενου συγκροτήματος στη σειρά, κοιτάζουν απειλητικά τα μέλη του προηγούμενου.
Αυτό κάνουμε κι εμείς τώρα που έχουμε ήδη ανέβει στο πλάι της σκηνής, και περιμένουμε να τελειώσουν οι B52 που είναι από το Βόλο και με μερικούς από την μπάντα πηγαίνουμε στο ίδιο σχολείο. Είμαστε δηλαδή φίλοι, αλλά απόψε η φιλία μας πηγαίνει ολοένα και μεγαλύτερο περίπατο κάθε λεπτό παραπάνω που παίζουν, μειώνοντας τα λεπτά της δικής μας εμφάνισης, μέχρι τις 11 που πρέπει να κατέβουμε από τη σκηνή. Γιατί όλοι καταλαβαίνουμε ότι ο Τζίμης Πανούσης δεν έχει φάει όλη του τη ζωή σε συναυλίες και σε στούντιο για να φτάσει στα 40-τόσα του, σε ένα επαρχιακό φεστιβάλ της πυρκαγιάς, να περιμένει σε συνθήκες λαύρας πότε θα τελειώσουν κάποιοι Subnormal από το Βόλο για να ξεκινήσει.
Οι B52 τελειώνουν με την «1η Απριλίου», που είναι και το πιο γνωστό τους τραγούδι στους –με πρόχειρους υπολογισμούς– 72 φαν τους που έχουν μαζευτεί μπροστά από τη σκηνή κάνοντας headbanging αταίριαστο στο soft-rock ρυθμό τους, και βλέποντάς τους το δικό μας άγχος μεγαλώνει ακόμη περισσότερο. Με το βλέμμα αναζητούμε τους δικούς μας φαν, που αν και λιγότεροι, κάνουν περισσότερο σαματά, μάλλον γιατί εμείς δεν παίζουμε soft-rock. Ε όχι δα.
Εντάξει, τους βλέπω τους μαλάκες. Εκεί είναι όλοι. Περιμένουν να αρχίσουμε για να αρχίσουν και εκείνοι. Εκεί είναι και η μάνα μου και ο πατέρας μου όμως. Κάθονται στις λευκές καρέκλες που είναι παραταγμένες αρκετά μακριά ώστε να μην εμποδίζουν όλους όσοι θέλουν να κάνουν «μαλλιακούρα» και εκείνοι να μην εμποδίζουν όσους θέλουν να δουν τις συναυλίες καθιστοί, τρώγοντας σουβλάκι ή λουκάνικο αφού πρώτα έχουν ξεκαρφώσει την ξεροψημένη φέτα ψωμιού από την άκρη του καλαμακιού. Η μάνα μου μού κάνει νόημα και δείχνοντας τη βιντεοκάμερα που έχει μαζί της και απόψε, όπως και κάθε άλλη φορά που έχουν έρθει να με δουν να εμφανίζομαι ζωντανά.
«Ε ρε πούστη μου, πού έχω μπλέξει», λέω χαμηλόφωνα, για να μη με ακούσει κανένας άλλος πέρα από τον εαυτό μου, παρόλο που εγώ είμαι αυτός που τους ζήτησε να μας τραβήξουν με την κάμερα γιατί σκεφτόμουν ότι κάτι τέτοια βίντεο θα εκτιμηθούν ως μικροί θησαυροί, ως το έξτρα σπάνιο υλικό στις μελλοντικές επανεκδόσεις των δίσκων που αργά ή γρήγορα θα κυκλοφορήσουν οι Subnormal, όταν τέλος πάντων βρεθεί μία επετειακή αφορμή της προκοπής για να ξεπαραδιαστούν οι φαν. Και κυρίως όσοι δε θα μας έχουν προλάβει σε πραγματικό χρόνο, που θα μπορέσουν επιτέλους να απολαύσουν την πρώτη μας εμφάνιση σε φεστιβάλ, έστω και αν είναι αυτό το φεστιβάλ, βλέποντας ξελιγωμένοι από ρισπέκτ το βίντεο, στο τέλος του οποίου θα πέφτουν credits του στιλ «από το προσωπικό αρχείο των γονιών του μπασίστα», μπροστά από ένα πλάνο που θα δείχνει εμένα να παίζω μπάσο φορώντας το αγαπημένο μου t-shirt με τη στάμπα Parental Advisory Explicit Lyrics.
«Άντε, ρε παιδιά, μια ώρα, ανεβείτε ρε να τελειώνουμε καμιά φορά», φωνάζει ο ιδρωμένος μουστακαλής βούδας διοργανωτής, καθισμένος ακόμη στον πλαστικό θρόνο του. Αρπάζω το μπάσο μου σαν βιδωμένος στραγγαλιστής από το λαιμό του. Ανεβαίνω τα τέσσερα σκαλιά με δύο βήματα και βγαίνω στη σκηνή. Μακάρι, ρε πούστη μου, να μην κάνω πολλά λάθη απόψε.
Ο κύριος Λαυρέντης που έμενε στον 2ο όροφο, ακριβώς κάτω από το δικό μας διαμέρισμα, τα πρωινά ήταν πολεοδόμος και τα βράδια έπαιζε κιθάρα σε μια ρεμπέτικη κομπανία που την έλεγαν Ρεμπέτικη Κομπανία, που εμφανιζόταν στο Ρεμπέτικο Σεργιάνι, ένα ρεμπετάδικο κρυμμένο σε ένα στενάκι στο κέντρο της πόλης.
Ο κύριος Λαυρέντης και η γυναίκα του η κυρία Βαλεντίνα που επίσης ήταν πολεοδόμος και κάθε βράδυ πήγαινε κι εκείνη στο Ρεμπέτικο Σεργιάνι για να ακούσει τον άντρα της να παίζει, ήταν τότε οι καλύτεροι φίλοι των γονιών μου, άρα ο κύριος Λαυρέντης ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να μου μάθει κιθάρα το καλοκαίρι που χώριζε τη δευτέρα από την τρίτη δημοτικού, που ήταν και το καλοκαίρι που οι γονείς μου αποφάσισαν ότι τα αγγλικά δεν ήταν αρκετά για να γεμίσουν τον ελεύθερό μου χρόνο και να αδειάσουν το πορτοφόλι τους.
Τρία μεσημέρια την εβδομάδα έπαιρνα το κιθαρόνι μου, μια συρρικνωμένη κιθάρα με μέγεθος κάπου ανάμεσα στην κανονική και στο γιουκαλίλι, κατέβαινα στο δεύτερο όροφο, έμπαινα στο παιδικό δωμάτιο του Λυκούργου και του Ανέστη, των γιων του κυρίου Λαυρέντη που τότε ήταν οι δικοί μου καλύτεροί φίλοι λες και οι δύο οικογένειες είχαν πάρει εργολαβία η μία την άλλη, και καθόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλο στο κρεβάτι του Λυκούργου. Μετά από λίγο έμπαινε στο δωμάτιο ο κύριος Λαυρέντης. Στην αρχή μάς έμαθε τις νότες και μετά από λίγο καιρό παίζαμε τραγούδια όπως το «Μινόρε της αυγής». Ένα μεσημέρι από τα τελευταία του Αυγούστου εκείνου του καλοκαιριού, λίγο πριν ξεκινήσει το μάθημα, ο κύριος Λαυρέντης με φώναξε στην κουζίνα για να μου πει ότι πιάνουν τα χέρια μου. Ότι είμαι πολύ καλός. Ότι είμαι ο καλύτερος της τάξης. Εγώ τον πίστεψα, γιατί σκέφτηκα ότι δεν μπορεί να υπερβάλλει εφόσον την υπόλοιπη τάξη αποτελούσαν οι ίδιοι του οι γιοι. Τα ίδια είπε και στους γονείς μου. Που όπως και κάθε γονιός σιγά μην έχαναν την ευκαιρία να μικρύνουν ακόμη περισσότερο το ούτως ή άλλως μικρομεσαίο τους εισόδημα, γράφοντάς με σε ένα ωδείο, που τότε ήταν το καλύτερο της πόλης γιατί μόνο το καλύτερο ήταν αρκετά καλό για τον ταλαντούχο κατά τα φαινόμενα και ορισμένων τα λεγόμενα κανακάρη τους.
Δεν είναι ότι ήμουν κακός. Πιθανότατα να ήμουν καλύτερος τουλάχιστον από τους μισούς που γράφονται σε ωδεία γιατί θέλουν να μάθουν κιθάρα ή γιατί έτσι θέλουν οι γονείς τους. Στα περίπου 8 χρόνια όμως που διήρκεσαν συνολικά τα μαθήματα κλασικής κιθάρας, οι μόνες στιγμές που το διασκέδαζα πραγματικά δεν ήταν ούτε όταν δεχόμουν συγχαρητήρια από τους δασκάλους για την επίδοση της ημέρας ούτε όταν με χειροκροτούσε το κοινό κάθε φορά που υποκλινόμουν ολοκληρώνοντας έτσι τις πετυχημένες και ομολογουμένως βιρτουόζικες συμμετοχές μου στα διάφορα κονσέρτα που διοργάνωναν τα ωδεία που πήγαινα κατά καιρούς. Οι μονές στιγμές που ως τάχα μου πολλά υποσχόμενος κλασικός κιθαρίστας ήμουν πραγματικά ευτυχισμένος ήταν όταν μετά από κάθε μάθημα, μετά από κάθε κονσέρτο, έβαζα την κιθάρα μου στην (πιο βαριά από την ίδια την κιθάρα) θήκη της, την έκλεινα, τη σήκωνα και έφευγα ξέροντας ότι τουλάχιστον για μερικές ώρες δε θα χρειαζόταν να την ξαναπιάσω στα χέρια μου. Εντάξει, απολάμβανα και τα μαθήματα αρμονίας, μόνο και μόνο όμως γιατί η δασκάλα μας η Βάσω που ήταν γύρω στα 27 είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση στο κόκκινο, και πάντα είχε τα χείλια της βαμμένα κόκκινα για να είναι ασορτί με τα κατσαρά, πορτοκαλοκόκκινα μαλλιά της, και σχεδόν πάντα φορούσε κόκκινο σουτιέν κάτω από τις μπλούζες της που πίστευα ότι τις φορούσε σε τόσο ανοιχτά χρώματα και τόσο μικρά νούμερα ειδικά για μένα, που παραδόξως ήμουνα και ο καλύτερος μαθητής της τάξης και είχα ένα έντονο και παντελώς αβάσιμο προαίσθημα ότι στα μάτια της πρέπει να φαινόμουν ακαταμάχητος με τις μπλούζες των Nirvana και των Ramones ενώ τραγουδούσα με την κατά δική της ομολογία «τενορική» φωνή, χωρίς την παραμικρή δυσκολία, όλα τα «οοοοο» σε διαφορετικούς, αλλά πάντα υψηλούς, τόνους. Ακόμη όμως και να μην το έκανε για χάρη μου, μου έφτανε το ότι δε δυσκολευόμουν να διακρίνω κάτω από τα όποια υφάσματα της ρώγες της, τις οποίες και ένιωθα μονίμως στραμμένες πάνω μου, σαν τα μάτια της Μόνα Λίζα ένα πράγμα.
Από τη δύσκολη θέση που είχα βρεθεί για σχεδόν 8 χρόνια λόγω της κιθάρας με έβγαλε το πιάνο, που έπρεπε να μάθω αν ήθελα να κρατήσω μια μέρα στα χέρια μου ένα πτυχίο μουσικής. Εγώ φυσικά δεν ήθελα και μαζί με μένα δεν ήθελαν ούτε οι γονείς μου που ίσως και να φοβήθηκαν μήπως κάτι τέτοιο θα σήμαινε μακροπρόθεσμα ότι δε θα κρατούσα κανένα άλλο «σοβαρό» πτυχίο γενικώς στα χέρια μου. Μια μέρα, μετά το τελευταίο μου μάθημα στο ωδείο, έβαλα την κιθάρα μου στη θήκη της, την κουβάλησα ως συνήθως ασθμαίνοντας μέχρι το σπίτι, την τακτοποίησα όπως πάντα στο πάνω μέρος της ντουλάπας, μόνο που εκείνη τη φορά τη βόλεψα καλύτερα από ποτέ, ξέροντας ότι δε θα τη δω ποτέ ξανά.
Μαζί με αυτή δε θα ξανάβλεπα ούτε τα σύνθετα αρπίσματα ούτε τις δαιδαλώδεις συγχορδίες ούτε κανένα δείγμα της φαινομενικής βιρτουοζιτέ που υποτίθεται ότι είχα μέχρι τότε κατακτήσει. Ήταν σαν ένα απόλυτο format να είχε σβήσει από το μυαλό μου ξαφνικά τα αρχεία ολόκληρων χρόνων. Δεν το καταλάβαινα ενώ μου συνέβαινε. Τους τρεις μήνες που χρειάστηκα για να πείσω τον πατέρα μου να μου αγοράσει ηλεκτρική κιθάρα, όσο και αν δεν το παραδεχόμουν ήλπιζα ότι αν μη τι άλλο θα είχα ένα συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι σε όλους όσοι ήξερα ότι εκείνη την περίοδο αποφάσιζαν να στήσουν το δικό τους συγκρότημα. Τυχεροί αυτοί που θα το έστηναν μαζί μου, φανταζόμουν.
Όταν ένα απόγευμα γυρίσαμε με τον πατέρα μου στο σπίτι και εγώ σύνδεσα την κόκκινη Washburn κιθάρα μου που μόλις είχα αγοράσει στον μικρό Peavey ενισχυτή που επίσης είχα μόλις αγοράσει γιατί ήταν σε προσφορά με τη συγκεκριμένη κιθάρα, ο πατέρας μου μου είπε: «Για παίξε να δούμε τι ροκά γιο έχω». Εννοούσε να του παίξω το «Smoke on the water», το τραγούδι που επειδή ήξερα πόσο του άρεσε, επί τρεις μήνες προσπαθούσα να τον πείσω ότι ο λογαριασμός της κιθάρας θα ωχριούσε μπροστά στην έκσταση που θα ένιωθε τη στιγμή που θα με άκουγε να (του) το παίζω.
Κάθισα στο κρεβάτι μου, ακούμπησα τη κιθάρα στο αριστερό μου μπούτι όπως έκανα και με την κλασική. Αμέσως θυμήθηκα ότι όσοι παίζουν ηλεκτρική καθιστοί την ακουμπάνε στο δεξί μπούτι, και τη μετακίνησα διστακτικά. Έβαλα τα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού πάνω στις χορδές. Με τα δάχτυλα του δεξιού έπιασα την πένα. Ήταν η πρώτη φορά που θα έπαιζα με πένα. Ήταν η πρώτη φορά που υποψιάστηκα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μετά από 40 λεπτά, όσα χρειάστηκα δηλαδή μόνο και μόνο για να παίξω μόλις το αρχικό ριφ του «Smoke on the water», ήμουνα σίγουρος. Δεν ήξερα πια να παίζω κιθάρα.
Το ότι είχα όμως δική μου κιθάρα ήταν αρκετό για να αποκτήσω γρήγορα και δικό μου συγκρότημα. Ο Θανάσης είχε μόλις μετακομίσει με τους γονείς του στο Βόλο στα μέσα της πρώτης χρονιάς του Λυκείου (που είναι και η καλύτερη χρονιά όχι μόνο του Λυκείου αλλά και του σχολείου γενικώς), όταν δηλαδή οι σχολικές κλίκες είχαν ήδη φορμαριστεί. Η πρώτη πληροφορία που διέρρευσε γι’ αυτόν ήταν ότι ήξερε να παίζει κιθάρα και άκουγε μέταλ. Και ένας μεταλάς κιθαρίστας πάντα μπορεί να βρει θέση σε μία κλίκα σαν τη δικιά μου, γύρω στα 15 άτομα δηλαδή που φοράνε συνέχεια μπλούζες με στάμπες ροκ ή πανκ ή μέταλ συγκροτημάτων, τρύπια και επίτηδες ξεβαμμένα με χλωρίνη All-Star, σκισμένα τζιν ή σκισμένες βερμούδες και καμιά φορά σκισμένες βερμούδες πάνω από σκισμένα τζιν. Από τους 15 μόνο τρεις ήταν αυτοί που δεν έπαιζαν ήδη σε κάποιο συγκρότημα. Ο Αλέξανδρος, που είχε δικά του ντραμς και προσπαθούσε να γίνει ο νέος Dave Lombardo ή έστω ο νέος Lars Ulrich, και που μια φορά εξόργισε τόσο πολύ τον στρατόκαυλο αδερφό του που τον σημάδεψε με ένα τόξο, αλλά ευτυχώς τελευταία στιγμή πριν αφήσει ελεύθερη τη χορδή ο Αλέξανδρος πρόλαβε να κρυφτεί πίσω από τα ντραμς, οπότε το βέλος στην πορεία προς το κεφάλι του συνάντησε τη μεμβράνη της μπότας και εξοστρακίστηκε. Εγώ, που είχα δική μου κιθάρα και όλοι πίστευαν ότι ήξερα να την παίζω, και υπό μία έννοια, όντως την έπαιζα. Ο Κρις, που δεν είχε ούτε ήξερε να παίζει κανένα όργανο, είχε όμως πιο μακριά μαλλιά απ’ όλους και είχε μείνει δύο φορές στην ίδια τάξη, είχε δηλαδή ό,τι χρειαζόταν για να γίνει ο frontman του συγκροτήματος που αποφασίσαμε στα γρήγορα να στήσουμε. Και το σημαντικότερο, να συνεχίσουμε παρόλο που χρειάστηκε μόλις μία πρόβα, η πρώτη μας πρόβα, σε ένα γιαπί που δεν είχε τοίχους, αλλά είχε ρεύμα, οπότε μπορούσαμε να συνδέσουμε τους ενισχυτές στην πρίζα, για να φανεί η ασυμφωνία γούστων και ικανοτήτων που θέλοντας και μη χώρισε την τετράδα σε δύο δυάδες:
Από τη μία ο Κρις, που αν δε θέλαμε να τραγουδάει παράφωνα θα έπρεπε να μην τραγουδάει καν, και εγώ που εφόσον δεν ήξερα πια να παίζω κιθάρα, το γύρισα στο μπάσο, αρχικά χρησιμοποιώντας τις πάνω χορδές της κιθάρας μου, και αργότερα χρησιμοποιώντας δανεικά μπάσα άλλων, με αποτελέσματα όμως όχι και πολύ καλύτερα από του υπερατάλαντου Sid Vicious, οπότε θέλοντας και μη (κυρίως μη) δε μπορούσαμε να συμβαδίσουμε ούτε με τον Αλέξανδρο, που είχε όντως τα φόντα να γίνει ο Βολιώτης Dave Lombardo ή έστω ο Βολιώτης Lars Ulrich, ούτε με τον Θανάση που παρόλο που έπαιζε κιθάρα μόλις 3 χρόνια, μπορούσε να σολάρει καλύτερα και από κάποιον που έπαιζε 33. Έτσι οι Subnormal κατέληξαν να ακούγονται διαφορετικά από αυτό που είχε ο καθένας μας στο μυαλό του –πολύ punk για να είναι progressive rock και πολύ metal για να είναι grunge, κάπως δηλαδή σαν οι Αντίδραση να προσπαθούσαν να παίξουν σαν τους 2002GR– αλλά όχι τόσο διαφορετικά ώστε να ξυπνήσουμε πριν καν ζήσουμε το ροκ όνειρο που θέλαμε να ζήσουμε. Kαι για τρία, ίσως και τέσσερα χρόνια, πράγματι το ζήσαμε.
Tο ζούσαμε όταν για δύο μήνες προβάραμε σε μία παροπλισμένη μπουάτ, της οποίας τα κλειδιά μας είχε δώσει ένας gay φαρμακοποιός που γλυκοκοίταζε τον Κρις, κι εμείς πηγαίναμε εκεί τα βράδια, ενίοτε προβάραμε και κυρίως φτιάχναμε δικής μας επινόησης κοκτέιλ-δυναμίτες με ό,τι οινοπνεύματα είχαν μείνει στη σκονισμένη κάβα.
Το ζούσαμε όταν μπήκαμε για πρώτη φορά σε ένα κανονικό στούντιο που τότε στα μάτια μας φάνταζε σαν το Abbey Road, για να ηχογραφήσουμε το «Κλειδί», τη «Νυμφομανία», το «Απών» και τα υπόλοιπα τραγούδια του πρώτου μας ντέμο που το βαφτίσαμε Ντελίριο, γιατί όντως σε ντελίριο βρισκόμασταν καθώς πιστεύαμε ότι το συμβόλαιο με την Ano Kato ή τη Lazy Dog δεν ήταν πολύ μακριά, και μαζί με αυτό δεν ήταν μακριά η μέρα που θα βλέπαμε τους Subnormal στη mailing list του δισκάδικου Rollin Under, μερικές σειρές πιο κάτω από μπάντες σαν τους Deus X Machina, τους Πίσσα και Πούπουλα ή τους Last Drive.
Το ζούσαμε κάθε φορά που βλέπαμε το λογότυπο των Subnormal σε αφίσες κολλημένες πρόχειρα σε τοίχους και στύλους. Πότε ανάμεσα στα λογότυπα άλλων τοπικών συγκροτημάτων που σχεδόν τα λυπόμασταν που θα είχαν την ατυχία να παίξουν πριν ή μετά από εμάς, που κανείς (κανείς από εμάς τους τέσσερις, δηλαδή) δεν είχε αμφιβολία ότι ήμασταν το καλύτερο συγκρότημα της πόλης. Και πότε με μικρότερες διαστάσεις κάτω από τα λογότυπα των αθηναϊκών συγκροτημάτων που έρχονταν στην πόλη και τους κάναμε την τιμή να ανοίξουμε τις συναυλίες τους, όπως συνέβη με τους Σπυριδούλα, που ολίγον τι χαιρέκακα τους θεωρούσαμε προ πολλού τελειωμένη ροκ υπόθεση, αλλά σαπορτάροντάς τους τουλάχιστον μπορέσαμε να παίξουμε στο ιστορικό από τη γενιά πριν από τη δική μας κλαμπ Sanitarium που τότε ξαναζούσε μεγάλες πιένες, με μπάντες σαν τους Bokomolech, τους Make Believe, τους Blackmail και τους Ziggy Was να παίζουν εκεί κάθε εβδομάδα.
Το ζούσαμε τότε που στο παλιό σινεμά Αχίλλειο ανοίξαμε μία συναυλία των Nightstalker και μετά καταλήξαμε να πίνουμε φτηνή ρετσίνα από πλαστικά μπουκάλια του νερού με τον τραγουδιστή τους, τον Argy, περιμένοντας μάταια να πιούμε και λίγο από το τσιγάρο του, για να γελάσουμε ακόμη περισσότερο με αυτό που είχε γίνει κατά τη διάρκεια της συναυλίας, τότε που ο Κρις αποφάσισε να κάνει stage diving και πράγματι πήρε φόρα και πήδηξε στο κοινό, μόνο που το κοινό τον πήδηξε, κάνοντας στην άκρη, οπότε ο Κρις έπεσε σαν το Κογιότ στο κενό.
Θα το ζούσαμε και στο δικό μας εφηβικό Woodstock, στο 1ο Camping Rock Festival Νέας Αγχιάλου Μαγνησίας, παίζοντας αμέσως πριν από τον Τζίμη Πανούση.
Ακούω πίσω μου τον χοντρό μουστακαλή διοργανωτή να φωνάζει και όταν τον κοιτάζω, διακρίνω ότι έχει ιδρώσει περισσότερο από πριν και το κεφάλι του έχει κοκκινίσει σαν υπερφυσικά μεγάλο πασχαλινό αυγό, οπότε καταλαβαίνω ότι πρέπει να με φωνάζει εδώ και αρκετά λεπτά. Δεν καταλαβαίνω τι μου λέει, οπότε για να τον πλησιάσω κάνω δυο βήματα προς τα πίσω, κάτι που δυσκολεύει ακόμη περισσότερο το ούτως ή άλλως δύσκολο έργο του να μην παίξω λάθος καμία από τις επτά νότες που συνολικά χρειάζεται να παίξω με το μπάσο μου στο «Κλειδί». Τη στιγμή που είμαι ακριβώς δίπλα του, ο Κώστας παίζει το τελευταίο ριφ του τραγουδιού και ο Αποστόλης τελειώνει με ένα εντυπωσιακό ρούλο στα τύμπανα.
«Άντε, παιδιά, να τα μαζεύετε σιγά σιγά. Τελείωσε ρε το τέταρτο», μου λέει ο χοντρός ενώ ξαναβάζει στην κωλότσεπη το τσαλακωμένο χαρτομάντιλο με το οποίο μόλις σκούπισε το ιδρωμένο του κούτελο.
«Άσε μας να παίξουμε άλλο ένα, τελευταίο, ρε φίλε. Τρία λεπτά ακόμη», του λέω εγώ κοιτώντας τον, ενώ με την άκρη του ματιού βλέπω να με κοιτάζουν οι υπόλοιποι Subnormal.
«Έλα, μικρέ, άσε τις μαλακίες να τελειώνουμε καμιά ώρα. Άιντε κατεβείτε», μου λέει ο χοντρός ενώ στο κούτελό του εμφανίζονται ξανά η μία σταγόνα ιδρώτα μετά την άλλη.
«Ρε, άντε γαμήσου», του απαντάω. Επιστρέφω στην προηγούμενη θέση μου, ο Θανάσης και ο Κρις με ρωτάνε «τι παίχτηκε ρε μαλάκα;», εγώ τους λέω ότι ο «καριόλης δε μας αφήνει να παίξουμε άλλο ένα» και πριν τους πω τι του είπα, ο Θανάσης λέει: «Ρε δεν πάει να γαμηθεί. Στ’ αρχίδια μου, να παίξουμε τη “Νυμφομανία”», ο Κρις κάνει ένα κωλόχερο στον χοντρό, ο Αλέξανδρος έχει καταλάβει ότι πρέπει να βιαστούμε, κάνει άλλο ένα ρούλο στο τύμπανα και το τραγούδι ξεκινάει. Η «Νυμφομανία» κανονικά διαρκεί σχεδόν 4 λεπτά αλλά εμείς, από την αγωνία μας μήπως ο χοντρός κατεβάσει τους διακόπτες ή μήπως ακόμη χειρότερα στείλει κάποιους άλλους χοντρούς να μας κατεβάσουν από τη σκηνή αφού μας βάλουν τα καλώδια εκεί που ξέρουμε, την παίζουμε σε λιγότερο από τρία. Όταν έχουμε τελειώσει, ο Αλέξανδρος κλωτσάει ένα πιατίνι, ο Κρις πετάει κάτω το μικρόφωνο, ο Θανάσης τραβάει απότομα το καλώδιο από την κιθάρα του προκαλώντας έναν μικροφωνισμό που κάνει όσους είναι κάτω από τη σκηνή να στραομουτσουνιάσουν κλείνοντας με τις παλάμες τους τα αυτιά τους, και εγώ περνάω το λουρί του μπάσου πάνω από το κεφάλι μου και το κρατάω στον αέρα από το λαιμό. Σαν τρόπαιο.
Πηδάμε και οι τέσσερις κάτω από τη σκηνή, και καθώς προσπαθούμε να τρέξουμε, ένα μικρό σύννεφο σκόνης σηκώνεται πίσω μας. «Ελπίζω μαλάκα, η μάνα μου να τράβηξε το σκηνικό», σκέφτομαι και τότε ακριβώς σκοντάφτω και πέφτω με τα μούτρα στη χλιαρή άμμο.
Subnormal – Camping Rock Festival, Νέα Αγχίαλος Μαγνησίας
1996