«Το συναίσθημα λείπει σήμερα. Αυτό είναι πρόβλημα. Έχω μεγαλώσει στην επαρχία, σε μια γειτονιά στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου. Δεν το ανεφέρω από νοσταλγική διάθεση, ίσα ίσα που ήταν δύσκολα χρόνια αυτά για μένα. Αλλά όποτε ακουγόταν ένα τραγούδι, ένα λαϊκό άσμα, σε μια γειτονιά, γιατί κάποιος έβαζε τέρμα το ραδιόφωνό του, συντονιζόταν όλη η περιοχή μαζί του. Έβλεπες μια κοινή κατεύθυνση στο συναίσθημα. Έβλεπες ότι υπήρχε συναίσθημα. Τώρα υπάρχει το αντίθετο. Δεν υπάρχουν άνθρωποι, τουλάχιστον στην πολιτική, που θα έπρεπε, να βγάλουν ένα τέτοιο στοιχείο; Κάποιος που να αρχίσει να μιλάει στον κόσμο με αυτόν τον τρόπο και να μπορέσει να μας συντονίσει αλλιώς; Γιατί οικονομικά, το ξέρουμε, δεν μπορεί να μας συντονίσει. Όταν κόβουν τις συντάξεις, κόβουν τα πάντα, τι να συντονίσεις; Αφού επικρατεί χάος! Και ζεις ένα ψέμα, το οποίο διαιωνίζεται από τον ένα στον άλλο. Γιατί τα ίδια κάνουν όλοι. Πόσο θα συνεχιστεί αυτό; Πόσο μπορείς να αποδέχεσαι ένα ψέμα και να γίνεσαι ενεργά μέλος της παρτίδας; Τι είναι οι άνθρωποι, τραπουλόχαρτα;», αναρωτιέται ο Γιώργος Κουμεντάκης.
Η βασική αφορμή της συνάντησης με τον μαθητή του Ξενάκη και του Λίνγκετι, και καλλιτεχνικό διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής της Λυρικής Σκηνής και τον Θέμελη Γλυνάτση είναι ένα σονέτο του Σαίξπηρ, που σηματοδοτεί και την πρώτη καλλιτεχνική συνεύρεσή τους: το 57ο, που ως “A Passion Play”, παρουσιάζεται με μουσικές του πρώτου (ένα ηχητικό τοπίο πυκνό) και σε σκηνοθεσία του δεύτερου. Ομως, ο Γιώργος Κουμεντάκης, δεν αρκείται να μιλήσει για την αυτοκαταστροφή στο ερωτικό συμβάν. Η οργή στη συζήτηση με τους δυο καλλιτέχνες δεν κρύβεται.
Η μουσική παράσταση, που παρουσιάζεται Δευτέρες και Τρίτες, στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων με επτά άνδρες, εξελίσσεται αβίαστα ατο εφαλτήριο για μια συζήτηση που οδηγείται μέχρι τα αδιέξοδα της σημερινής Ευρώπης. Η ιδέα της σκηνικής μεταφοράς ενός σαιξπηρικού σονέτου ανήκε πάντως στην Ειρήνη Λεβίδη από το θέατρο Κυκλάδων. «Όταν μου προτάθηκε ήθελα να κάνω ένα σονέτο του Σαίξπηρ και όχι μια συρραφή», εξηγεί ο Γλυνάτσης. «Ήμουνα επίσης βέβαιος ότι δεν ήθελα να κάνω μια παράσταση θεατρική, ήθελα η μουσική να έχει τεράστιο ρόλο, να είναι οργανικό κομμάτι».
Ο «πρώτος και τελευταίος άνθρωπος» που σκέφτηκε αμέσως για αυτό ήταν ο Γιώργος Κουμεντάκης. «Ήτανε ενστικτώδης η σκέψη. Όλα αυτά έγιναν μέσα σε τρεις μέρες». «Είπα αμέσως ναι, ενώ συνήθως λέω αμέσως όχι», αποκαλύπτει ο Κουμεντάκης. «Τέτοιες προτάσεις δεν είναι εύκολο να έρθουν στην επιφάνεια, ούτε και τέτοιες συνεργασίες. Το πράγμα έδενε συνεχώς γιατί υπάρχει μια καταπληκτική ομάδα».
Ο σκηνοθέτης πήγε χωρίς αμφιταλαντεύσεις απευθείας στο 57ο σονέτο. «Είναι από τα έργα που είχα διαβάσει στα φοιτητικά μου χρόνια, είναι πολύ ξεχωριστό σε σχέση με τα υπόλοιπα σονέτα». Λόγω περιεχομένου ή φόρμας; «Για το περιεχόμενο. Είναι πάρα πολύ βίαιο, είναι πάρα πολύ ακραίο, είναι απίστευτα ερωτικό, και είναι και πάρα πολύ κοντά μου συναισθηματικά». Υπάρχει έντονα το στοιχείο του σαδομαζοχισμού… «Επί της ουσίας είναι η ερμηνεία του έρωτα μέσα από τη σχέση του εξουσιαστή και του εξουσιαζόμενου. Αλλά το φοβερό για μένα είναι η απόλυτη συνειδητότητα του εξουσιαζόμενου. Δεν είναι “αχ, τον καημενούλη”. Το αποφασίζει αυτός να είναι έτσι».
Είναι μια αδιανόητη, μια απρόβλεπτη στιγμή του Σαίξπηρ. Οι αναλυτές έχουν αποφανθεί; Το σονέτο απευθύνεται σε εραστή; «Σαφέστατα, είναι από τα 100 πρώτα σονέτα τα οποία πλέον δεν υπάρχει αμφιβολία ότι απευθύνονται σε άνδρα. Τα σονέτα του είναι απολύτως ανδρική ποίηση». «Κι εμένα αυτό μου έκανε έκπληξη, η πρόθεση του ίδιου του ποιήματος», σχολιάζει ο Κουμεντάκης. «Είναι πολύ καθαρό. Αν το ανάγεις δε στην εποχή, τρελαίνεσαι. Είναι πάρα πολύ σύγχρονο. Μπορεί οποιοσδήποτε να μιλήσει έτσι στη σημερινή εποχή. Βέβαια, είναι διαχρονικός ο συγγραφέας. Αλλά δεν εξυπακούεται πάντα για τέτοια θέματα». Το σονέτο τον βοηθούσε να ταυτιστεί μαζί του «οργανικά, από πάρα πολλές πλευρές», όπως λέει: «τη μουσικότητα, τη ρυθμολογία,την ποίηση και το περιεχόμενό του. Ήταν μια ιδανική σύμβαση, μια ιδανική κατάσταση».
Πώς μετουσιώθηκε σε σκηνική δράση 40 λεπτών ένα ευσύνοπτο σονέτο; «Ως σκηνοθέτης είχα να αντιμετωπίσω το κείμενο ως κείμενο, από την άλλη είχα να αντιμετωπίσω και την παρτιτούρα του Γιώργου, η οποία σαφέστατα ήταν κάτι που είχαμε συζητήσει, είχαμε δουλέψει, είχαμε ξανασυζητήσει, αλλά είχα δυο κείμενα». «Η μουσική δεν είναι μόνο ένα κείμενο με νότες. Είναι λεκτική παρτιτούρα», διευκρινίζει ο Κουμεντάκης. «Είναι μια παρτιτούρα γραμμένη με λόγο, με ακρίβεια όμως, όπου συμπεριλαμβάνεται αυτό που μπορεί να κάνει η φωνή, η στάση, το σώμα, η σωματοποίηση της μουσικής. Υπάρχουν μάλιστα πάρα πολλά ευτελή αντικείμενα που παράγουν τη μουσική από τα ίδια τα παιδιά. Έρχεται μια παρτιτούρα λεκτική που σου δίνει την κατέυθυνση και μετά το αποτέλεσμα πλάθεται από τα παιδιά και από το σκηνοθέτη. Έχουν μια απόλυτα συγκεκριμένη γραφή, αφού τα πάντα είναι σημειωμένα, κι από την άλλη μια ελευθερία. Δεν πρόκειται για κάτι συμβατικό, αλλά για πραγματική ελευθερία. Για μένα ήταν μεγάλη έκπληξη κάθε φορά που πήγαινα στις πρόβες ο τρόπος που είχαν προχωρήσει το κείμενο της λεκτικής παρτιτούρας σε μια άλλη απόδοση προσωπική τα παιδιά κι ο Θέμελης. Και μακάρι όλο αυτό να γινόταν και ερήμην μου!» Δεν έχει ξαναζήσει πουθενά ένα τέτοιο τρόπο δουλειάς. «Το λέω ειλικρινά. Υπάρχει μια γενναιοδωρία και ένας καθαρά ερευνητικός χαρακτήρας».
«Μου έκανε έκπληξη, η πρόθεση του ίδιου του ποιήματος. Είναι πολύ καθαρό. Αν το ανάγεις δε στην εποχή, τρελαίνεσαι. Είναι πάρα πολύ σύγχρονο. Μπορεί οποιοσδήποτε να μιλήσει έτσι στη σημερινή εποχή. Βέβαια, είναι διαχρονικός ο συγγραφέας. Αλλά δεν εξυπακούεται πάντα για τέτοια θέματα» – Γιώργος Κουμεντάκης
Ετοιμάζοντας αυτό τον καιρό το νέο μεγάλο έργο του, μετά την Φόνισσα, που θα του πάρει χρόνια, σκέφτεται μήπως οδηγηθεί επίσης στη λύση της λεκτικής παρτιτούρας, πάνω στο πρότυπο του Σονέτου. «Για μένα είναι ένας κόσμος στον οποίο δοκιμάζομαι, ένας καινούριος κόσμος. Θέλω να έχει συνέχεια. Αυτό σημαίνει κάτι φυσικά και για την προσωπικότητα, τα χαρίσματα και τα ταλέντα που έχει ο Θέμελης. Πιστεύω όμως και στη συγκυρία. Ότι ήρθε μια πολύ ωραία στιγμή το Σονέτο, ενώ κάνουμε χιλιαδες άλλα πράγματα. Θα μπορούσε να είναι σημαντικά τα άλλα πράγματα. Όμως, για μένα αυτό είναι το σημαντικό!».
Για τον Θέμελη Γλυνάτση το «πάρα πολύ ενδιαφέρον» με τη λεκτική παρτιτούρα του Κουμεντάκη είναι η διάσταση του γρίφου. «Αφήνει τον γρίφο κι εσύ θα πρέπει κάπως να τον λύσεις! Μάλλον γρίφος είναι λάθος λέξη, είναι ένας λαβύρινθος, υπό την έννοια ότι έχεις πάρα πολλές διαφορετικές διαδρομές για να φτάσεις εκεί που θέλεις. Φαντάσου όταν έχεις πολλούς λαβυρίνθους, δηλαδή πολλους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν διαδρομές που πρέπει να συγκλίνουν και να αποκλίνουν. Εκεί πραγματικά βλέπεις τη δημιουργία, βλέπεις την παροντική δημιουργία. Δηλαδή, πώς αντιδρά ενστικτωδώς ο άλλος”.
Ο πρωτόφαντος τρόπος που δούλεψαν και προσέγγισαν το Σονέτο, η μέθοδος που εξελίχτηκε μέσα από την απόλυτη ελευθερία είναι «ένα υλικό και ένας τρόπος και συνεργασίας και ουσιαστικής έρευνας όπου είναι ήδη στο μυαλό μου, ότι θα τον εξελίξουμε με όργανα, θα υπάρχει σύμπραξη με δυο μουσικούς και το Σονέτο θα πάρει μορφή συναυλιακή μουσικού θεάτρου», λέει ο Κουμεντάκης. «Μας γονιμοποίησε πολύ ο Σαίξπηρ και, προσωπικά μιλώντας, με γονιμοποίησε πάρα πολύ η επαφή μου με τον Γιώργο», προσθέτει ο Γλυνάτσης. «Είναι αμοιβαίο», για τον συνθέτη.
Σε τι κοινό απευθύνεται ο Σάιξπηρ τους; «Σε όλους!Σαίξπηρ είναι!», αναφωνεί ο σκηνοθέτης. «Και είναι και κάτι το οποίο δημιουργείται μπροστά στο κοινό, είναι σαν ένας κήπος που ανθίζει μπροστά σου σε πολύ γρήγορο χρόνο. Έχει μια απίστευτη δημοκρατικότητα και η σύνθεση αυτή καθεαυτή και η μουσική και η διαδικασία η σκηνική».
Ο Κουμεντάκης δούλευε το Σονέτο ενώ συγχρόνως σχεδίαζε και έκλεινε το πρόγραμμα της Εναλλακτικής Σκηνής της Λυρικής Σκηνής. «Έχουμε πλήρη προγραμματισμό διετίας», λέει. Ένα μεγάλο μέρος από τα εκπαιδευτικά και κοινωνικά προγράμματα ανήκουν στην Εναλλακτική. Το πλήρες πρόγραμμά της όμως θα ανακοινωθεί τον Δεκέμβριο. Θα έχει εκπλήξεις; «Έχει μια τελείως διαφορετική φιλοσοφία. Δεν εξυπακούεται ότι ένα τέτοιος οργανισμός μπορεί να σκεφτεί μια άλλη φιλοσοφική θέση, ένα άλλο σχήμα. Είναι κάτι το οποίο πρέπει να επικοινωνηθεί από την αρχή σωστά. Γι’αυτό δεν έχουμε αποκαλύψει τίποτα από τώρα».
Τα οικονομικά νούμερα για την υπό μετακόμιση στο Φαληρικό Δέλτα Λυρική Σκηνή είναι απελπιστικά, δεν βγαίνουν, του επισημαίνω. «Είμαι περισσότερο αισιόδοξος, αν ισχύουν τα νούμερα που ξέρω. Οι παραγωγές βγαίνουν από τα εισιτήρια. Εμένα αυτό λίγο με απελευθερώνει. Αν όντως πετύχει, σημαίνει ότι θα έχουμε μια ανεξαρτησία κινήσεων. Βέβαια, πάντα υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ρίσκο. Δεν ξέρουμε αν ο κόσμος θα ακολουθήσει. Ελπίζω αυτό το κομμάτι να το έχουν σκεφτεί σωστά. Είμαι σίγουρος ότι θα το έχουν σκεφτεί σωστά. Έτσι όπως είναι πάντως τώρα να νούμερα η Λυρική βγαίνει οριακά. Και πού δεν είναι ζόρικα, όμως; Από την άλλη δεν γίνεται να μην διακινδυνεύσεις, ειδικά αυτή τη στιγμή. Διακινδυνεύουμε κάτι χωρίς λεφτά. Είμαστε σπόνσορες του εαυτού μας. Τι να κάνουμε; Κάποια στιγμή όλο το σύστημα θα προσαρμοστεί σε αυτό. Η έλλειψη χρημάτων δημιουργεί άλλους τρόπους επαφής, σε κάνει πιο εφευρετικό για μπορέσεις να υπάρξεις».
Φέρνει ως παράδειγματο το Σονέτο του Σαίξπηρ. «Απ’ το μηδέν έγινε. Δεν υπάρχει τίποτα από πίσω. Υπάρχει μόνο ένας χώρος, που είναι ιερός, ο χώρος του Λευτέρη Βογιατζή. Εφευρίσκουμε τον τρόπο να υπάρχουμε. Τι να κάνουμε;».
Ο Θέμελης Γλυνάτσης είχε βυθιστεί στον Σαίξπηρ , την ίδια στιγμή που επεξεργαζόταν τη «Ρημαγμένη χώρα» του Έλιοτ, με τίτλο «Waste» για τη σκηνή του Bios (μέχρι 1η Νοεμβρίου). Έχει δηλώσει ότι «ο Έλιoτ μιλά για το τέλος της Ευρώπης». «Δεν το έχω πει εγώ, αλλά το ίδιο το ποίημα, που γράφτηκε το ’22, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον Έλιοτ σε κατάσταση νευρικού κλονισμού». Είναι ο λόγος που βρίσκει ότι λειτουργεί το ποίημα ακόμα. «Είναι τα σπαράγματα της Ευρώπης, τα οποία έχει δομήσει με έναν αριστοτεχνικό τρόπο. Αυτό συνιστά και τη βασική αισθητική του ποιήματος. Δηλαδή, έχει μέσα από Σαίξπηρ μέχρι Βάγκνερ και σανσκριτικά. Είναι όλο το υλικό που έχει μαζέψει ο ‘Ελιοτ ως Ευρωπαίος, ως δυτικός, το οποίο βλέπει ως μια απίστευτη φρίκη, γιατί είναι όλο σπασμένο».
Η κρίση ταυτότητας που περνούσε η Ευρώπη τότε δεν έχει ξεπεραστεί, υποστηρίζει ο σκηνοθέτης. «Εντάθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ποίημα του Έλιοτ σε μεγάλο βαθμό είναι ένας μονόλογος του τι είναι να είσαι Ευρωπαίος. Μιλάμε για το απόλυτο χάος. Προσπαθούμε να μιλήσουμε με ευπρεπή τρόπο για χαωτικά και φρικαλέα πράγματα, ενώ πλέον έχει ξεπεράσει το επίπεδο του politically correct και αυτοαναιρούμαστε γιατί δεν μπορούμε να το κάνουμε».
Πώς προσδιορίζονται κι οι δυο μέσα σε αυτή τη συνθήκη της κατακερματισμένης Ευρώπης, η οποία παραπαίει; «Όλο αυτό που συμβαίνει προσωπικά αρχίζω να το βλέπω σαν ένα παιχνίδι της εξουσίας και της επιβολής κάποιων πραγμάτων, στο οποίο, σας το λέω ειλικρινά, δεν μπορώ να συμμετέχω», απαντά ο Κουμεντάκης. «Η θέση που παίρνει ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης σε αφήνει άναυδο. Δεν ξέρεις γιατί πρέπει να είσαι μέλος μιας τέτοιας σκληρής, απάνθρωπης και τόσο μονοδιάστατης κοινωνίας που δεν θέλει την διαφορετικότητα. Εμείς παλέψαμε για αυτό. Για την ανεκτικότητα, για τη διαφορετικότητα, για να σέβεσαι τον άλλο όπως είναι, χωρίς να θέλεις κάτι περισσότερο από αυτό. Στο κομμάτι της ανθρωποφαγίας που υπάρχει εντονότατα τι στάση μπορεί να κρατήσει κανείς;».
Για τον Γλυνάτση έχει λήκει «μια περίοδος ήρεμης αποστασιοποίησης. Πλέον έχω θυμώσει πάρα πολύ, έχω θυμώσει με τη λέξη Ευρώπη. Δεν αντέχω άλλο αυτή την νέκρωση, τη βία. Είναι σα να υπάρχουν πάρα πολλά σώματα με αναπνευστήρα σε νοσοκομεία. Δηλαδή, δεν υπάρχει καν αναπνοή. Και βαρέθηκα».