Απόγευμα Δευτέρας και παραμονή εαρινής εθνικής εορτής, κατηφορίζαμε την Πατριάρχου Ιωακείμ. Είχα ζητήσει από τον Στ. να μας πάει Κολωνάκι. Ξεκινώντας από το τέλος της οδού, όπου είχαμε σταθμεύσει, κοντοστάθηκα σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Αριθμός σαράντα τέσσερα. Στην βιτρίνα, ακριβώς δίπλα στην είσοδο είχε ένα σκουρόχρωμο τραπεζάκι αποκλειστικά με έργα του Παπαγιώργη. – Για δές, ο Κωστής το ρίξε στο marketing. Ήταν η πρώτη πικρή μου σκέψη. Φίλος του θα ναι, ευθύς αμέσως συνέτισα εαυτήν, και για λίγο αναπόλησα. Στο δεύτερο βιβλιοπωλείο δεν εντόπισα τίποτα, στο τρίτο στην άλλη πλευρά του δρόμου μήτε. – Θα κάνουμε στροφή στα βιβλία; είπε ο Στ., προφανώς γιατί τους καθυστερούσα, αλλά δεν μίλησα. Είχα ελάχιστες ημέρες που αποζητούσα το κέντρο, -Μόδα είναι, θα περάσει, έλεγε-, και ακόμα πιο λίγες που είχα αρχίσει να χρονοτριβώ στην θέα των βιβλίων. Εκείνος περίμενε πάντοτε υπομονετικά λίγα μέτρα παρακάτω, κουνώντας περά δώθε το καρότσι. –Μην απομακρύνεσαι με το μωρό, τον παρακάλεσα μονάχα μία φορά έξω από τον Ιανό. Θέλω να έχει εικόνες.
Πιάσαμε στασίδι στον πεζόδρομο σε γνωστό μας στέκι, και περιμένοντας την παραγγελία, η σκέψη επανήλθε. Εάν ήμουν πιο νέα, θα έλεγα ότι κάποια βιβλιοπώλης ήταν τσιμπημένη μαζί του. Θα είναι κάποιος καλός φίλος, επανέλαβα, κι εκεί έκλεισε η κουβέντα εντός μου.
Την άλλη ημέρα το πρωί το τηλέφωνο χτύπησε. Η μητέρα μου δεν συνήθιζε ποτέ να τηλεφωνεί τόσο νωρίς για να μην ενοχλήσει. Όντας η ημέρα δύσκολη για την οικογένειά μου, σκέφτηκα ότι δεύτερη φορά δεν θα το αντέξω. – Όχι, δεν έγινε τίποτα, με καθησύχασε. Η φωνή της, όμως, μέταλλο παγωμένο. Στην τρίτη φράση το ξεφούρνισε. – Έφυγε ο Παπαγιώργης. Αγαθή ή σκαιά σύμπτωση, έτσι ακριβώς προσφωνούσαμε τον ιερέα της ενορίας μας στην πόλη, που μεγάλωσα, και στον οποίο ο πατέρας μου είχε μεγάλη αδυναμία. – Ο παπάς; έκανα τάχα ότι ρώτησα. – Όχι. Την θυμάμαι να λέει. – Ό,τι είχε να σου δώσει, στο έδωσε, μην κάνεις έτσι, καταλαβαίνω ήταν ο πνευματικός σου πατέρας. Η μητέρα μου δεν υπήρξε ποτέ στην ζωή της παρηγορική. – Με αυτόν τον άνθρωπο έζησα χρόνια, της ξέκοψα απότομα κι έκλεισα το τηλέφωνο. Τώρα πια, μόνο η μητέρα μου είχε απομείνει. Από την παλαιά μου ζωή.
Ο σύγχρονος άνθρωπος αντιμετωπίζει τα πάντα μέσα από το διαδίκτυο. Αποτελεί το μεταλλαγμένο αντανακλαστικό του. Στην μηχανή αναζήτησης τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Ο Παπαγιώργης είχε φύγει προ τριών ημερών και η κηδεία είχε γίνει στις τέσσερις το απόγευμα την προηγουμένη, στον οικογενειακό τάφο στο Χαλάνδρι.
Φτάσαμε πια μεσημέρι, πλήρωσα για ένα λευκό τριαντάφυλλο και δύο νερά, το ένα το άφησα για το μωρό στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα μόνη. Κανείς δεν γνώριζε για το σημείο. – Είναι κλειστό το γραφείο, είπε ο υπεύθυνος, ρωτήστε τους συγγενείς. Άναψα κερί στο παρεκκλήσι και κατευθύνθηκα. – Θα δω τα στεφάνια, σκέφτηκα. Για να διαπιστώσω ευθύς αμέσως ότι στην πρωτεύουσα δεν τα αφήνουνε στο ίδιο σημείο, αλλά τα συγκεντρώνουν στον πλησιέστερο κάδο. – Θα κατευθυνθώ στο πιο κοντινό φρέσκο χώμα. Δεν με σταματούσε ούτε ρωσικό τεθωρακισμένο στην Κριμαία. Με την δεύτερη το πέτυχα. Δύο στοίβες στεφάνια, πρώτο διέκρινα το όνομα του Πατάκη. Υπουργός Πολιτισμού, Δήμαρχος Χαλανδρίου. Βάδισα προς την σκαμμένη γη. Κανένα ίχνος και κανένα σημάδι. Αυτό, όμως, είναι. Μόνο όταν στάθηκα από την ανατολή, ο ξύλινος σταυρός ανέγραφε: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, οριζοντίως, 24.3.14. ΑΖ, καθέτως. Χρειάστηκε να φύγει για να πληροφορηθώ το πραγματικό του όνομα. Ο ήλιος έκαιγε, και φυσούσε. Γυρνούσα γύρω-γύρω, και έλεγα, Κωστή, δανείσου τα μάτια μου και δες, δες, κοίτα την ημέρα. Εξ ευωνύμων ουρανός, και της Αθήνας η θέα, μπροστά και πίσω μαρμαράδικα. Δεξιά ύψωμα, στο ένα μέρος σπίτια. «Σε μία επίσκεψη πάντοτε πηγαίνω ένα τέταρτο πιο νωρίς, να κάνω ένα γύρω του τετραγώνου, έτσι να συνομιλήσω με τα δέντρα». Λίγα μέτρα μακριά ένα πλούσιο στιλπνό φύλλωμα αντάλλαζε λόγια με τον αέρα. Ένα τζαμάκι από παραπλήσιο σπιτάκι κροτάλιζε. Προσπάθησα να το σταθεροποιήσω. Τον ενοχλούσε. Ρώτησα τρεις φορές γιατί, στο τέλος τα δόντια μου μέσα στον άνεμο απόρησαν: – Και τώρα ποιος θα γράφει;
Και μετά σπάραξα.
Δεν είχα πολύ χρόνο. Μία ώρα μετά ακριβώς με το ρολόι, ο Στ. παρόλη την καλή του πρόθεση είχε κουραστεί στο αυτοκίνητο, το παιδί έπαιζε και γελούσε. – Τι είναι αυτό που σε συνέδεε τόσο πολύ με αυτόν το άνθρωπο, με ρώτησε, ενώ δεν μιλούσε, μόνο οδηγούσε, διατύπωση ιδιαιτέρως αναλυτική για την σκέψη του. – Πάνω από μία δεκαετία το μόνο που έκανα ήταν να διαβάζω τα βιβλία του. Τα ήξερα όλα από στήθους. Δεν είχα φίλους, δεν έβγαινα, διάβαζα, κι άλλους, αλλά κυρίως εκείνον. Στο σημείο αυτό ο Κωστής θα έκανε πλάκα: – Αλήθεια, τόσο θλιβερή ήταν η ζωή σου; Γιατί δια ζώσης, ομιλούσε αλλέως.