Δύσκολο να καταπιάνεσαι με συγγραφέα, τον πιο μοναχικό δημιουργό του κόσμου. Πόσο μάλλον όταν είσαι σκηνοθέτης, ίσως το πιο ομαδικό «άθλημα» στο χώρο της τέχνης… Αλλά η Ελένη Αλεξανδράκη δεν δίστασε. Ένα χρόνο μετά το θάνατο του φίλου της συγγραφέα, μεταφραστή και αρθρογράφου Κωστή Παπαγιώργη, ιδιαίτερα αγαπητό στο βιβλιόφιλο κοινό και όχι μόνο, άρχισε να σκέπτεται να κάνει μία ταινία για αυτόν. Ένα ντοκιμαντέρ-αντίδοτο στην αίσθηση της απώλειας, συνέχεια της παρέας της μαζί του. Η αγάπη της νίκησε τυχόν ενδοιασμούς της και η γυναίκα του, η Ράνια Σταθοπούλου, στάθηκε δίπλα της στο εγχείρημα. Κι ο ίδιος ο Παπαγιώργης άλλωστε, «σπουδαίος στοχαστής αλλά χαριτωμένος άνθρωπος» όπως λέει η δημιουργός, κάθε άλλο παρά βαρύς και απόμακρος στην παρέα, χιουμορίστας, ελαφρύς, δεν θα ήθελε ποτέ το πορτραίτο του να το σκεπάσουν λόγια βαρύγδουπα και σκιές σοβαροφάνειας, κάτω από την ομπρέλα της βαριάς κουλτούρας. Με τίτλο το όνομά του και υπότιτλο εμπνευσμένο από μία ιδιόχειρη αφιέρωση που του είχε γράψει ο στενός του φίλος Χρήστος Βακαλόπουλος στο εσώφυλλο του βιβλίου του «Δεύτερη προβολή» – «στον πιο γλυκό μισάνθρωπο της Καλλιδρομίου», η ταινία «Κωστής Παπαγιώργης, ο πιο γλυκός μισάνθρωπος», κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο 20ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης έχοντας ήδη, και μόνο από τις φήμες που την ακολουθούν, μαζέψει γύρω της κόσμο που περιμένει ανυπόμονα να την δει.
«Αυτή η φράση, λοιπόν του Βακαλόπουλου βρίσκω ότι εμπεριέχει την ίδια την αμφισημία του Κωστή και όλο το ανεξάντλητο χιούμορ που μοιραζόντουσαν οι δύο φίλοι. Γι’ αυτό και την επέλεξα ως υπότιτλο της ταινίας», λέει η Ελένη Αλεξανδράκη και πηγαίνει πίσω στο χρόνο να αφηγηθεί πως τον γνώρισε και συνδέθηκε μαζί του, τελικά, μέσα από τον θάνατο ενός άλλου κοινού φίλου που είχε το ένα πόδι του στο σινεμά και το άλλο στα βιβλία: «Τον γνώρισα τον Ιούλιο του 1993, όταν άρχιζε να ερευνά το υλικό του για να γράψει το βιβλίο “Γεια σου Ασημάκη”, πορτρέτο του φίλου του Χρήστου Βακαλόπουλου που είχε πεθάνει στις 29 Ιανουαρίου εκείνης της χρονιάς. Εκτός εκείνων που ήξερε, ο Κωστής ήθελε να μιλήσει και με κάποιους φίλους του Χρήστου που δεν είχε ακόμη γνωρίσει. Με πήρε τηλέφωνο λοιπόν και συναντηθήκαμε κάτω από το σπίτι της Ράνιας Σταθοπούλου στα Εξάρχεια για να πάμε, πολλοί φίλοι μαζί, στο εξοχικό σπίτι των γονιών του Χρήστου, στην Βουλιαγμένη. Ήδη από το τηλεφώνημα, η πρώτη εντύπωση ήταν ότι άκουγα έναν άνθρωπο χαριτωμένο, που αυτοσαρκάζεται και που, παρά την φήμη του σπουδαίου στοχαστή, ήταν προσηνής και με έκανε να νιώθω άνετα που θα τον συναντούσα. Μάλιστα όταν κλείσαμε το τηλέφωνο, αφού είχαμε δώσει το ραντεβού, με ξαναπήρε αμέσως και μου είπε με το Παπαγιώργειο περιπαιχτικό ύφος του “Ελενίτσα, και πώς θα σε γνωρίσω;” Του είπα ότι εγώ τον ήξερα εξ ’όψεως και γέλασε ευχαριστημένος. Λίγο καιρό μετά γίναμε μια αχώριστη παρέα με την Ράνια και τον Κωστή, τον ποιητή Νίκο Παναγιωτόπουλο και την γυναίκα του, Ρίτα Λυτού».
Τι ήταν εκείνο που σε έκανε τελικά να αποφασίσεις να κάνεις αυτήν την ταινία για τον φίλο σου; Το σκέφτηκα αφού πέθανε, σχεδόν ένα χρόνο μετά. Το πρότεινα στην Ράνια και άρχισα αμέσως να σχεδιάζω το project. Βουτήχτηκα ξανά μέσα στα βιβλία του και τα ξαναδιάβασα όλα, πράγμα που έκανε τρομερό καλό στην ψυχή μου. Ήταν ο καλύτερος τρόπος για μένα να συνεχίζω να κάνω παρέα με τον Κωστή, παρόλο που αυτός έλειπε, και ταυτόχρονα να ερευνώ με νέο μάτι την ταύτιση της ψυχοσύνθεσής του με τα γραπτά του. Ένιωθα να απογειώνομαι – να με εμπνέει κυριολεκτικά. Έβλεπα μέσα στο μυαλό μου την ταινία. Πρέπει να πω ότι σε όλη τη διάρκεια της παραγωγής της ταινίας και στην περίοδο του μοντάζ, ούτε εγώ, ούτε κανένας από τους συνεργάτες μου, νιώσαμε θλίψη επειδή κάναμε κάτι για κάποιον που δεν ζει πια. Είναι τόσο ζωντανός και τόσο συναρπαστικός ο Κωστής που ήταν για όλους μας μια μεγάλη απόλαυση και χαρά να καταγινόμαστε μαζί του. Τώρα βέβαια που έχει τελειώσει η ταινία βλέπω ότι τα είκοσι χρόνια φιλίας μας ήταν στην ουσία η πραγματική προεργασία για αυτό το ντοκιμαντέρ…
Αν ήσουν κι εσύ ένας από τους ανθρώπους που μιλάνε στην ταινία για τον Κωστή Παπαγιώργη, θα έλεγες τα ίδια περίπου με τους άλλους ή κάτι πολύ διαφορετικό από όσα ακούμε; Προσπάθησα να εκμαιεύσω από τα κείμενά του και από τους ομιλητές, που είναι άνθρωποι όλων των ιδιοτήτων, αλλά και όλων των εποχών της ζωής του Κωστή, τις ψηφίδες, τις πινελιές που απαρτίζουν την προσωπικότητά του, και που επιβεβαιώνουν την ταύτιση της ψυχής του με την σκέψη του και το γράψιμό του. Νομίζω ότι ο δικός μου λόγος βρίσκεται ακριβώς στην σύνθεση αυτού του πορτρέτου και πιστεύω ότι αν υπήρχε η φωνή μου περισσότερο απ’ όσο υπάρχει, ως ένα ακόμη ηχόχρωμα ας πούμε ή ως μαρτυρία της φιλίας μας, θα ήταν πλεονασμός και κάπως ναρκισσιστικό ίσως από την πλευρά μου.
Είχατε κάνει ποτέ και μαζί βαθιές και πολύωρες συναντήσεις-συζητήσεις ή μόνο με τις αντρικές παρέες βασικά γινόταν αυτό; Στις συναντήσεις μας με φίλους όπου γινόντουσαν σοβαρές συζητήσεις, πάντα βεβαίως διανθισμένες με χιούμορ, συχνά αποδομημένες και ανατρεπτικές, είναι γεγονός ότι οι άντρες είχαν συνήθως τον πρώτο λόγο. Όμως ο Κωστής ήταν πάντα έτοιμος να ακούσει οτιδήποτε ενδιαφέρον απ’ όποιο στόμα κι αν προερχόταν. Προσωπικά έχω κρατήσει από τον Κωστή μικρές φράσεις που πέταγε σε ανύποπτο χρόνο, κάτι βράδια που πήγαινα σπίτι τους κι ο Κωστής ήταν, όπως συνήθιζε, ξαπλωμένος στο στρωσιδάκι του στο πάτωμα μπροστά στην τηλεόραση. Φράσεις κλειδιά τελικά, οι οποίες δεν έφυγαν ποτέ από το μυαλό μου και που με βοήθησαν πολύ να ζωγραφίσω την εικόνα του.
Οι λέξεις μέθη, πάθη, θάνατος, φιλοσοφία, ηθικολογία, όπως και τα πρόσωπα Παπαδιαμάντης, Όμηρος, Ντοστογιέφσκι, Βακαλόπουλος τον «στοιχειώνουν» στη ζωή του. Για ποιον λόγο πιστεύεις; Στο μικρό βιογραφικό σημείωμα του Κωστή που βρίσκεται στο «αυτί» κάποιων βιβλίων του, λέει ο ίδιος ότι συνέδεσε το γράψιμό του με μια σειρά κουσούρια, ατυχίες, θυμωμένες πληγές: μεθύσι («Περί Μέθης»), ζηλοτυπία («Ίμερος και Κλινοπάλη»), μισανθρωπία («Η Κόκκινη Αλεπού. Οι ξυλοδαρμοί»), θάνατο («Ζώντες και τεθνεώτες»), σφετερισμούς αλλοτρίων («Βιβλιολάτρες»), μνησικακίες («Ντοστογιέφσκι»)… Επίσης, στην «Ανάποδη των Ανθρώπων» του Κωνσταντίνου Θέμελη, ο Κωστής λέει σε κάποιο σημείο «Μνημονικά εργάζομαι με έμμονες ιδέες». Μέσα από την εμπειρία της ζωής του οδηγήθηκε στο να κοιτάζει τον κόσμο μέσα από την ίδια του την ψυχή και τις δικές του αδυναμίες και εμμονές. Είτε λοιπόν μιλάει για τη φιλοσοφία, είτε για τη λογοτεχνία είτε για τα πάθη είτε για συγκεκριμένα πρόσωπα, μιλάει πάντα για ανθρώπους, ταυτίζεται μαζί τους και τους αγαπάει ως ισοδύναμους αλλά και ως ισο-αδύναμους. Αυτό νομίζω είναι που τον κάνει τόσο προσηνή στον αναγνώστη -γιατί όσο σκληρά και να μιλάει για τον Κόσμο, είναι πάντα μαζί του, πάντα στο πλευρό του.
«Ισόβια απασχόληση μου τα ψεύδη και η δολιότητα της συνείδησης», είπε. «Μόνο σπουδάζοντας το κακό μπορεί να ανατείλει μέσα σου η καλοσύνη. Ίσως να είμαι ηθικά ανάπηρος αλλά η μεγαλοψυχία δεν με πείθει». Είχε όντως «σπουδάσει» το κακό και είχε ιστορίες συγκεκριμένες κακού, δολιότητας, ψεύδους ή μεγαλοψυχίας που τον ώθησαν να τα πει αυτά; Νομίζω ότι η βασική του σπουδή ήταν η απίστευτα οξυδερκής παρατήρηση του εαυτού του και του έξω κόσμου. Κοίταζε σε βάθος μέσα του και ήξερε να βλέπει το κακό -που από κανέναν μας δεν λείπει- όσο βαθιά κι αν ήταν τρυπωμένο. Με την βοήθεια της τερατώδους αυτοδίδακτης μόρφωσής του, και χάρη σ ’αυτή την ειλικρίνεια της εσωτερικής του ματιάς, ήξερε να διαβάζει καθαρά αυτό το παράδοξο που κρύβεται στην ανθρώπινη φύση…