Η ζωή του Κώστα Σπυρόπουλου, όπως την διηγείται on και off the record έχει τόσα συναρπαστικά στοιχεία που θα μπορούσε να γίνει ένα από τα καλύτερα ντοκιμαντέρ της σύγχρονης Ελλάδας. Από το πως ξεκίνησε την ηθοποιία, πιτσιρικάς στην Κυψέλη, μέχρι τη γνωριμία του με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη συμμετοχή του στη Λάμψη, και τους εκατοντάδες χιλιάδες θεατές που έχουν δει το Toc Toc τα τελευταία χρόνια. Μετά απ’ όλα αυτά είναι λογικό να είναι ένας χειμαρρώδης συνομιλητής. Τον συναντήσαμε στην πλατεία του Θεάτρου Ήβη, ενώ ετοιμαζόταν για τις λίγες ακόμα παραστάσεις του Toc Toc, και στη συνέχεια για την Μαντάμ Σουσού στο πλευρό της Δήμητρας Παπαδοπούλου. Περάσαμε όπως θα διαπιστώσετε μια γεμάτη ώρα.
Στην Νέα Κυψέλη που έμενα, είχε ρέματα, χωματόδρομους κλπ. Ήμασταν παιδιά με μεγάλη ενεργητικότητα και υπήρχε δημιουργικότητα. Από το να κάνεις ένα σκαμνάκι με ξύλο μέχρι που μάζευα περιστέρια και έκανα φωλιές. Κάποια στιγμή μου δημιουργήθηκε η επιθυμία της δουλειάς, του να εργαστώ. Έτσι το ένιωσα.
Δεν είχαν ας πούμε οι γονείς σου τόσα πολλά; Όχι. Οι γονείς μου ήταν κανονικοί άνθρωποι. Δεν ήταν τίποτα λεφτάδες. Κανονικοί άνθρωποι, οι οποίοι δούλευαν και ζούσαν. Αυτό. Εννοείται ότι δεν μπορούσα να κάνω ότι ήθελα ή να μου πάρουν ότι ζητούσα. Ήταν άλλες εποχές. Δεν θα πω άγριες γιατί είχε και τρομερή ομορφιά αλλά ήταν δύσκολα. Δεν υπήρχε η δυνατότητα να έχω τα πάντα.
Οπότε; Οπότε, ήταν ένας φούρνος απέναντι από το σπίτι μου, ο κυρ Βασίλης και έβλεπα ας πούμε ότι δούλευε και λέω θα δουλέψω στον φούρνο. Λοιπόν, θα σου πω κάτι. Στην οικογένειά μου, ο πατέρας μου ήταν αριστερός, μου δωσε για να καταλάβεις το Δικαίωμα στην Τεμπελιά του Πωλ Λαφάρκ και εγώ 14 χρονών το είχα ξεφτιλίσει, και η μάνα μου θεούσα από την άλλη άκρη.
Συνέβαινε πολύ αυτό. Ναι, ναι. Καταλαβαίνεις τώρα την μίξη. Επανέρχομαι λοιπόν, και σου λέω ότι δούλεψα στον φούρνο, όπου έπαιρνα μια κόκα κόλα λίτρου γυάλινη γιατί ήμουν και είμαι λάτρης της.
Μεροκάματο ήταν αυτό; Αυτό ήταν μεροκαματάκι και κανα λουκουμά, κάνα παγωτό φυστίκι-κρέμα που έπαιζε πολύ τότε και τέτοια. Όταν άρχισα λοιπόν, να καταλαβαίνω μου δινε ας πούμε 10, 20 δρχ. άρχισα εγώ να καταλαβαίνω ότι κάτι συμβαίνει. Όταν δηλαδή δουλεύεις, κάποιος πρέπει να σε αμείβει.
Εσύ τότε γιατί τα ήθελες τα λεφτά; Δεν ήθελα τα λεφτά. Νομίζω ότι είχα ρόλο ζωής, ότι πρέπει κάτι να κάνω και να βοηθάω το σπίτι. Δεν μου πε βέβαια, προς Θεού, κανένας πήγαινε να δουλέψεις σε τέτοια ηλικία. Απλά θεωρούσα αυτό. Έβλεπα να γίνεται το ψωμί και τρελαινόμουν. Το πως έκανε το ψωμί της φόρμας, τα πολυτελείας, το χωριάτικο, εκείνο εκεί το πράγμα που γύριζε μέσα και κρατούσαμε κόντρα. Ήταν μαγεία για μένα αυτό το πράγμα. Λοιπόν, ξεκινάω εκεί και είχα την μικρότερη αδερφή του πατέρα μου, που ζούσε μαζί μας και ήταν κοντά μου με την έννοια της δεκαετίας plus και η οποία έψαχνε αγγελίες στην εφημερίδα και βρίσκει γραφείο παιδικών διαφημίσεων. Μου λέει, θέλεις; Θέλω.
Και; Πάω λοιπόν εκεί και ο άνθρωπος αυτός είχε και παιδικό θέατρο. Έπαιζε ένα έργο που λεγόταν Κρητική Ψυχή, του Δημήτρη Γιαννουκάκη, και λέω εγώ θέλω να παίζω και χωρίς λεφτά. Ξεκινάμε την πρώτη Κυριακή, κάνω έναν Τούρκο ξανθομπάμπουρα. Σινέ Ανεμώνη στην Αγία Παρασκευή. Η πρώτη ατάκα που έχω πει στο θέατρο είναι κιοπέχ κιοπέουγλου, σημαίνει παλιόσκυλα. Δεν ακουγόμουν, την κατάπια την φωνή. Το παιδί ταλέντο φοβερό, μάγκας, αλλά δεν ακούγεται. Τέλος πάντων την τρίτη Κυριακή, αρρωσταίνει ο πρωταγωνιστής και δεν έρχεται στην παράσταση και μου λέει ο θιασάρχης: «Παίζεις!». Όχι να με ρωτήσει αν μπορώ, να με καλοπιάσει. Τώρα παίζεις, παρ’ το κείμενο. Το κείμενο ήταν έμμετρο, ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος. Λέω «κύριε Σπύρο»… «Δεν έχει κύριε Σπύρο». Εννιά η ώρα το πρωί, έντεκα έπαιζα. Μέσα σε αυτήν την ώρα έχεις μεταφέρει το σκηνικό, το έχεις στήσει και έχεις παίξει. Βγαίνω και αρχίζω να λέω ότι θυμόμουν. Δεν ξαναπάτησε το παιδί αυτό και παρέμεινα εγώ τυχαία πρωταγωνιστής.
Εσύ την άκουσες καθόλου από αυτό; Πώς είναι για έναν πιτσιρικά; Ή από την άλλη τρως σφαλιάρα στο σχολείο από φίλους και γνωστούς; Έπαιζαν όλα αλλά δεν πρόλαβα να την ακούσω γιατί όταν ξεκινάς από ένα γραφείο και υπάρχει ένα από αυτά τα παλιά Volkswagen και φορτώνεις μέσα τον φωτισμό, τους ενισχυτές, τα ηχεία, τα βγάζεις, τα κουβαλάς, τα στήνεις, παίζεις, έρχονται οι μαμάδες με τα παιδιά, σου λένε μπράβο και μετά περιμένεις για να ξεστήσεις σαν τον χαμάλη, έχω την εντύπωση ότι δημιουργείται μια θεία ισορροπία, χωρίς να το καταλάβεις.
Τί σημαίνει θα την ψωνίσεις; Σημαίνει θα αρχίσεις ν’ αντιδράς παραπάνω απ’ όσο σου αξίζει. Θα είσαι μια τρελή ψωνάρα με πέντε παρατρεχάμενους κλπ. Επειδή το αγαπούσα και ήταν χόμπι, δεν πίστευα ότι θα έκανα αυτό. Και τι σημαίνει χόμπι; Σημαίνει κάτι που αγαπάς πάρα πολύ, θυσιάζει τον χρόνο σου, δεν παίρνεις λεφτά, βάζεις λεφτά. Δεν υπήρχε κανένας να σου πει ίσως πρέπει να κάνεις αυτό. Αυτό για το οποίο πληρώνεις εσύ, όχι αυτό για το οποίο σε πληρώνουν.
Κάποια στιγμή στο Πολυτεχνείο καταλαβαίνεις ότι δε μπορείς να συνεχίσεις; Δε μπορούσα να το συνεχίσω γιατί είχε εργαστηριακές ώρες (παρ’ όλα αυτά εγώ τελείωσα το Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων Μηχανικών). Πήγαινα στον Τάσο τον Λιγνάδη τον συγχωρεμένο τον πατέρα του Δημήτρη στο Εθνικό Θέατρο και μου έδινε κάποιες άδειες για να πηγαίνω να αφήνω έστω λευκές κόλλες για να μπορώ να είμαι παράλληλα, είχα μία αναβολή στρατού απ’ εκεί την οποία για 8 χρόνια έπρεπε να διατηρήσω, και παράλληλα τα έφτιαξα έτσι στη ζωή μου με τη τρέλα που με δέρνει για να μπορέσω- γιατί δεν ήταν κάτι που δεν αγαπούσα ή μου έλεγαν απλώς οι άλλοι κάν’ το- βεβαίως ο πατέρας μου μου έλεγε πού πας παιδί μου στο θέατρο, υπάρχουν 2500 άνεργοι ηθοποιοί, και του λέω εγώ δε θα είμαι. Κοίτα το παιδάκι είναι χαζό έλεγε..
Στην παράσταση, στο Toc Toc όμως έχεις κλείσει περίπου 5 χρόνια επιτυχίας. Δεν ήταν και τόσο χαζή κίνηση. Το Toc Toc ξεκίνησε 23 Νοεμβρίου του 2013, έγινε ένα διάλειμμα πέρυσι που έπαιξα το μετά, και το συνεχίζω πάλι φέτος. Δε ξέρω αν με συνοδεύει ή το συνοδεύω αυτό το έργο, αν με ακολουθεί ή το ακολουθώ. Δε ξέρω αν το ξέρω πριν γραφτεί, εκείνο που ξέρω είναι ότι κολλάει πάνω μου πολύ, και κολλάει, όχι γιατί μπορεί να γίνει μία εμπορική επιτυχία, γιατί εγώ το ότι αγαπώ αυτή τη δουλειά το έχω καταλάβει στην αποτυχία της. Στις 40 μέρες- θέλω να σου πω κάτι για την πρώτη χρονιά του Toc Toc, ήμουν πλήρως απογοητευμένος.
Γιατί; Φαινόταν ότι προσπαθούσε ο ένας να γίνει καλύτερος από τον άλλον με την έννοια του αστείου, κι έφυγα, κρύφτηκα απ’ τους συναδέλφους μου και μου έλεγαν κάτι έχεις κλπ, και τους λέω μαλάκες ξέρετε τι έχω; Έχω ότι σε έναν μήνα δε θα πατάει άνθρωπος. Και το παραδέχτηκαν όλοι πως είναι έτσι, και σώθηκε η παράσταση. Γιατί θέλω να σου πω κάτι για μία καλή κωμωδία, η οποία κρύβει αξιοπρεπώς μέσα της το δράμα. Αν το δράμα δεν είναι, αν το πουλήσεις, τελείωσε, σε πούλησε. Εγώ είμαι μεγάλος φαν του Τσάρλι Τσάπλιν, είναι η πρώτη βιογραφία που διάβασα στη ζωή μου και συνειδητοποίησα τι είναι. Ο τρόπος που είχε συλλάβει και προσέγγισε την ιστορία όλη είναι απίστευτος. Και μία ατάκα που μου έχει μείνει απ’ αυτόν, είναι ότι με το χιούμορ δε μας καταβάλουν οι περιπέτειες της ζωής. Την ατάκα αυτή τη λέω πάντα, αυτό είναι.
Στην παράσταση μαζεύεστε όλοι κάπως σε ένα δωμάτιο, περιμένετε τον ψυχαναλυτή ας πούμε και έχετε μεταφέρει τους χαρακτήρες σε ελληνικούς ήρωες. Κόλλαγε λίγο και με την περίοδο ψυχανάλυσης που περάσαμε; Εσύ πιστεύεις, όπως προσέγγισες και το έργο, ότι θεραπευτήκαμε καθόλου ή είμαστε χειρότερα; Πάντα στη ζωή μου ήθελα να έχω διαφημιστική εταιρία, και είχα πάντα μία τρέλα με τον David Ogilvy, τον διάβαζα, τον ξεπατίκωνα, έκανα τα πάντα, έχω φίλους διαφημιστές παλιούς και μου έλεγαν πάντα ότι τις προηγούμενες δεκαετίες κυριαρχούσε ένα ρήμα σ’ εμάς τους Έλληνες: τι «έχω». Αυτές που διανύουμε τώρα, είναι το τι «είμαι». Αυτό το τι είμαι αρχίζει από μέσα. Κι αρχίζει αυτή η ανάλυση η ψυχοθεραπευτική κλπ. Δυστυχώς ή ευτυχώς έχω αρχίσει να καταλαβαίνω ότι οι άνθρωποι ψάχνουν αυτό που λέμε αυτογνωσία, αυτοκριτική, αρχίζουν να καταλαβαίνουν τι ήμασταν που πηγαίναμε να παίρνουμε δάνεια, κάναμε σπίτια κλπ, πισίνες κλπ, μας κάναν ένα κλικ, χάλασε ο δείκτης, μας τσάκισαν κι εμείς μείναμε με τι; Με τα χρέη. Οπότε ένας τέτοιος άνθρωπος εξαπατημένος, εξαθλιωμένος, τι μπορεί να περιμένει; Έναν τύπο τέτοιο περιμένει για να βρει έναν τύπο ολοκληρωτικού καθεστώτος και να λέει θα σας πατήσω κλπ. Θέλουν μπράβους, δηλαδή. Τώρα είναι επικίνδυνη στιγμή γιατί μπορεί να αρχίσουν τα μπραβιλίκια.
Είσαι στο ίδιο έργο πέντε χρόνια, έχεις δει από το 2013 και έπειτα πολύ κόσμο. Έχουν χαλαρώσει τώρα καθόλου; Θα σου φέρω ένα παράδειγμα. Έχεις δει που στις παρέες ή σε καλέσματα, πάμε και σκάνε κάτι τύποι σφιγμένοι με γραβάτες και στο τέλος της βραδιάς έχουν κατεβάσει τα σώβρακα και λένε κοίτα πως είμαι και γελάνε σαν τους τρελούς. Η αποδέσμευση των αερίων που λέω εγώ, αυτό συμβαίνει, δηλαδή έχει καταλάβει ότι δεν τρέχει τίποτα φίλε, ότι η μεγαλύτερη απατεωνιά κρυβόταν στις γραβάτες.
Είχες ποτέ τάσεις ή πολιτικές προτάσεις; Τάσεις όχι, προτάσεις ναι. Αλλά επειδή είναι πραγματικά γελοιότητα το να εκμεταλλεύομαι κάπου αλλού την διασημότητα μου.
Ναι, αλλά κι εσύ δεν είσαι έξω από τον χορό, δεν ζεις στην παράγκα κρυμμένος σε ένα βουνό. Δεν σου είπα ότι είμαι ο Άσιμος – ο Άσιμος που πέθανε εννοώ. Από την άλλη μεριά δεν μπορώ το μπραβιλίκι και το παπατζηλίκι. Κι επειδή εμένα η ζωή μου έτυχε και καλώς έτυχε να περάσει από μέσα και να δει – από παντού εννοώ, έχω αρχίζει το ξεσκαρτάρισμα. Γιατί πολλοί μου λένε «σε θυμάμαι με τη φράντζα». Ναι ρε, μαλάκα, αλλά δεν έχω μείνει με τη φράντζα.
Δεν είναι μια υπερβολή να πούμε ότι το life style έφταιγε για όλα; Που στην ουσία το ίδιο life style παραμένει, δεν έχει αλλάξει κάτι. Κοίταξε στην δικτατορία βρίζανε την ποπ μουσική, ότι δεν αφήνει τον κόσμο να δει την κατάσταση στη κοινωνία. Έφταιγε η ποπ μουσική, ας πούμε. Η ποπ πήγαινε γιατί, ήταν ανώδυνη, σε κοιμίζει πιο εύκολα. Δεν μπορούσε να σου βάλει Θεοδωράκη. Δεν γινόταν αυτό. Αλλά επειδή στην Ελλάδα έχουμε μάθει αυτό που λέμε ταμπέλες, κατηγορίες, βολεύουν αυτά. Το να ταμπελοποιήσεις έναν τύπο, και να πεις αυτός κάνει αυτό. Εγώ πάντα κοιτάω την πρόθεση, μου αρέσει αυτό. Δηλαδή είτε λέγεται Δημήτρης Καταλειφός είτε Μάρκος Σεφερλής, κοιτάω να δω είναι αγοραίος, είναι χυδαίος, η πρόθεσή του ποια είναι, τι κάνει; Το αποτέλεσμα είναι μια κατάσταση πολλών πραγμάτων. Δηλαδή έπαιζε ο Άγιαξ με τη Δυτική Γερμανία και τον κέρδισε. Δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλή ομάδα απλά δεν έκατσε το γκολ. Το ίδιο πιστεύω και για τις προθέσεις. Όταν όμως βλέπω αντί για συγγραφείς, αυτό που λέω αντιγραφείς, με πιάνουν τα διαόλια μου. Διότι η αντιγραφή είναι τσόντα. Δεν είναι ούτε απεικόνιση, ούτε μεταφορά. Το να αντιγράφω ή να αλλάζω τα ονόματα, να είναι δηλαδή άλλου, αυτό δηλαδή με τα πνευματικά δικαιώματα στην Ελλάδα και με το ότι δεν υπάρχουν ατζέντηδες. Είχα την τύχη να βρεθώ σε ένα τραπέζι πριν χρόνια, επειδή είχα τον κουμπάρο που ήταν στην ελληνική πρεσβεία στη Γαλλία και είχα δει το Master Class με την Fanny Ardant σε σκηνοθεσία Polanski. Είχε γίνει ένα κάλεσμα τότε μέσω πρωτοκόλλου και φάγαμε όλοι παράγοντες.
Και τι έγινε εκεί; Είχα την τύχη λοιπόν να βρεθώ εκεί στο τραπέζι και να πω ότι δεν έχω ατζέντη. Όταν το είπα αυτό ξέρεις τι συνέβη; Έπεσαν κάτω πιρούνια και μαχαίρια και κοιτούσαν τον πίθηκο που κατέβηκε από το δέντρο. Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν σε καμία των περιπτώσεων, πως εγώ είμαι ηθοποιός, ότι μπορεί να είμαι και σκηνοθέτης, να μεταφράζω και να αποδίδουν, είχαν πάθει σοκ.
Πάντως δεν υπάρχει το επάγγελμα του ατζέντη στην Ελλάδα, ο καθένας είναι μόνος του. Ναι, δεν υπάρχει και κάτι ακόμη. Υπάρχει μια παράφραση του ατζέντη. Ότι είναι ένας δικηγόρος που πάει και ζητάει λεφτά.
Πως διάλεξες να είναι Παοκτζής ο ήρωας σου; Ήταν αναμενόμενο να είναι Παναθηναϊκός ή Ολυμπιακός σε μια πόλη σαν την Αθήνα που όλοι είναι Ολυμπιακοί ή Παναθηναϊκοί, θα το έβρισκα λίγο χυδαίο να το εκμεταλλευτώ. Ο ΠΑΟΚ είναι κάτι άλλο είναι ιδεολογία. Και επειδή ο αδελφός μου είναι άρρωστος παοκτζής, έχω την τύχη να γνωρίζω από πολύ κοντά το τι σημαίνει ΠΑΟΚ.
Οι ΠΑΟΚτζήδες θέλουν ψυχαναλυτή αυτή τη χρονιά με αυτά που γίνονται. Στην παράσταση βγαίνω και συστήνομαι ως Βασίλης Ταμπάογλου taxi driver για τους φίλους Μπιλ Νταμπ για τους πελάτες Ομάρ Ταρίφ «ΠΑΟΚάρα» και γίνεται χαμός. Όταν βγήκε το γνωστό περίστροφο λέω παιδιά τη βάψαμε αλλά εγώ δε θα σταματήσω την παράσταση μου και συνεχίζει. Κάποια στιγμή κάποιος λέει, «Σαββίδης» και κάτι σχόλια και λέω εγώ σε μια ατάκα «ο ΠΑΟΚ είναι πιστόλι, δε θέλει πιστόλι». Έχω μία τάση, έχω το κινητό και είναι το μαγνητόφωνο και έχω μία τρέλα με τις ατάκες, τέτοια τρέλα που όταν μου βγαίνει βάζω και μαγνητοφωνώ. Κάποια στιγμή μου βγαίνει ο μονόλογος του ΠΑΟΚτζή που λέει «το παιδί μου θα το πω να αγαπάει τον ΠΑΟΚ, γιατί το θέμα δεν είναι ο ΠΑΟΚ αλλά ό,τι αγαπάει τον ΠΑΟΚ. Είναι άλλο αγαπάω τον ΠΑΟΚ και άλλο είμαι ΠΑΟΚ». Και μου βγαίνει ένα πράγμα με την αγάπη που μπορεί να βγει έστω μέσα από μία ομάδα. Ότι μπορεί το παιδί μου να είναι ΠΑΟΚτζής άρα να το μάθω να αγαπάει.
Εμείς μεγαλώσαμε με τη Λάμψη, ήταν ένα φαινόμενο. Έχω την απορία αν γελάγατε καθόλου στα γυρίσματα; Άγρια. Τι είχε γίνει με τον Φώσκολο. Ο Φώσκολος είχε ένα μοναδικό ταλέντο να συνθέτει ιστορίες, να φαντάζεται, να γράφει. Και γω είχα πάντα ένα θέμα επειδή τον παρακολουθούσα σε ταινίες λόγω του ότι αγαπούσα τον Νίκο Κούρκουλο.
Πως ήταν η πρώτη σας επαφή; Όταν μπήκα πρώτη φορά μέσα στο γραφείο του για να δω τι γράφει και πως γράφει, είχε ντάνες τα βιβλία, ντάνες τα χειρόγραφα, κόκκινο στυλό και κλασική μουσική. Κορύφωνε με κλασικές δημιουργίες. Του έλεγα τι κάνεις και μου έλεγε «για να κορυφωθεί τώρα η σκηνή πρέπει εδώ να βάλω Μότσαρτ» και έγραφε την ώρα εκείνη. Αυτό που ήταν το πρόβλημα πάντα ήταν αυτός ο βερμπαλιστικός λόγος, αυτό το πράγμα που δε μπορούσες να το πεις λες και είχες βότσαλα στο στόμα και σου κάνανε ασκήσεις. Η επανάληψη ήταν για τον εθισμό γιατί αυτός πίστευε ότι δεν πρέπει να σταματήσει. Ήταν non stop, του λέγαμε όλοι να κλείσει ένας κύκλος και σου έλεγε «γράψε το εσύ». Για τη δε γλώσσα, το λόγο, είχε άποψη. Έτσι καρφώνεται έλεγε, όχι όπως το λέτε εσείς. Εγώ λοιπόν είχα πάντα ένα θέμα και του έλεγα ένα να το παίξω με βλέμμα να το κάνουμε αφαιρετικό και μου λέει «δεν κόβεις τις μαλακίες;».
Πολλή δουλειά όμως; Στη δουλειά τότε πήγαινες 8 το πρωί και έφευγες 8 το βράδυ. Σεβόντουσαν ότι κάποιοι από εμάς είχαμε θέατρο και στους άλλους μετά άρχισαν να απαγορεύουν το θέατρο. Επειδή δεν υπήρχε το όρντινο γιατί ήταν η πρώτη σειρά της ελληνικής τηλεόρασης που μπορούσες να γκρουπάρεις σκηνές καθόσουν εκεί και περίμενες πότε θα γυρίσεις. Μέχρι τις 8 ήσουν διαθέσιμος να γυρίσεις, καθόσουν στο καμαρίνι και διάβαζες κατεβατά.
Από λεφτά; Πολύ καλά. Τα λεφτά ήταν πάρα πολύ καλά γιατί ήταν μηνιαία λεφτά. Εγώ ευτυχώς έχτισα το σπίτι μου τότε, δηλαδή το πατρικό μου το γκρέμισα και το ξανάφτιαξα. Εγώ έχω μια αρχή, τη δουλειά μου την αντιμετωπίζω σαν σύντροφο, όχι σαν γκόμενα. Όχι ότι η γκόμενα είναι κάτι κακό αλλά της τα δίνω για να μπορώ να της τα παίρνω. Δε μπορείς να τα παίρνεις από τη δουλειά και να κάνεις κάτι άλλο που δεν είσαι και δεν ξέρεις. Άρα λοιπόν θα ήθελα πάντα να έχω ρευστότητα για να βάζω και να παίρνω έτσι, να γίνεται αυτή η ανακύκλωση. Αυτό το πράγμα του εγώ βγάζω λεφτά και τα κάνω μαγαζιά, σπίτια τα θεωρώ πρώτον ότι δεν πιάνουν εδώ και δεύτερον ότι αυτός εκδικείται.
Για το γέλιο όμως δεν μας είπες τίποτα. Στη «Λάμψη» δε γινόταν μόνο γέλιο, γινόταν κανιβαλισμός από την άποψη του πως αντιμετωπίζαμε. Θυμάμαι με τη Σελήνη μία ατάκα. Αυτή έκανε κάτι με τα μάτια της. Ήταν λοιπόν μια ιστορία τότε με το πλουτόνιο και λέει το σενάριο μέσα «Αλέξη τι είναι πλουτόνιος;» και λέω εγώ «Πλουτόνιος Σελήνη είναι ο Κυριακού που μας πληρώνει και μας δίνει λεφτά». Και φεύγει το συνεργείο από πάνω και κάτω. Ξέρεις μιλάμε για τηλεθέαση που είχε φτάσει 89%. Έπαιρνε ένα lead in ο Κουίκ και έφτανε 45 ειδήσεις.
Εσύ ήσουν μέχρι το τέλος; Όχι, στα πέντε χρόνια έφυγα. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βρει αντικαταστάτη και μετά τους άλλαξε τέσσερις, πέντε φορές. Δεν το κρίνω αυτό γιατί αυτός μπορούσε να διαχειριστεί και την υπερβολή.
Πάντως τότε ήταν και το ζήτημα ότι πολύς κόσμος πίστευε ότι υπάρχει αυτή η ιστορία. Ο Φώσκολος μου είχε πει «όταν κάνεις ένα ρόλο μην κάνεις άλλο, τους την σπας, αυτόν αγαπάνε, δεν αγαπάνε άλλον» και τον πιστεύω. Και δεν έκανα guest εγώ τότε. Είναι θεσμοθετημένο έτσι από τη φύση της δουλειάς. Δε θα σε θυμούνται για πολλά αλλά θα σε θυμούνται για λίγα. Λίγα και κακά ή λίγα και καλά. Θα σε θυμούνται για κάτι πολύ κακό που έκανες ή κάτι πολύ καλό. Το θέμα είναι ότι το στοίχημα το βάζεις εκεί γιατί την ώρα που πιάνεις μια αποδοχή αποφασίζεις αν θες να τη γκρεμίσεις. Εγώ έχω κάνει τεράστιο αγώνα για να αλλάξω εικόνες. Αγώνα που δανείζω και δίνω την καθημερινότητα μου. Θέλω αυτό που κάνω να είναι «ζωησμένο» και να προάγει την υποκριτική μου τέχνη, αν υπάρχει.
Αυτό που ο κόσμος έχει ασχοληθεί πάρα πολύ με την προσωπική σου ζωή πως σε επηρεάζει; Η στιγμή της ζωής μου, η μεγάλη μου συνάντηση με την Αλίκη έφερε πολλά πράγματα. Δηλαδή το να αντισταθμίσεις τη διασημότητα δεν ήταν εύκολο. Δε θα σου έλεγε κανένας, όσο ωραία και αν έπαιξες τον Άμλετ ότι «σου κάνω πρωτοσέλιδο επειδή έπαιξες πολύ ωραία τον Άμλετ». Δεν είναι αυτή ούτε η χώρα, ούτε το κράτος. Όταν ο Μέρντοχ έκανε αυτό που έκανε με τα σαπιοκάναλα και τα έκανε must και κυρίαρχα έβλεπες πια ότι ο κίτρινος τύπος πρωτοστατεί στο lobby της καλλιτεχνικής ζωής. Το μόνο που μπορούσα να αλλάξω και βρήκα τη διέξοδο για μένα ήταν το θέατρο από το οποίο ξεκίνησα.
Και τι έκανες; Είπα, εκεί θα τα σπάσω, εκεί θα διαλύσω εμένα. Και κάνω το 1998 το Δείπνο Ηλιθίων που πρωταγωνιστής στη Γαλλία είναι ο Ζακ Βιλέρ, και θέλω να παίξω αυτόν τον ρόλο. Όλοι μου λένε ότι είμαι τρελός και λέω δε γίνεται η ανάγκη μου είναι αυτή. Και την κάνω μόνος μου την παραγωγή και βγαίνω με διπλάσια κιλά, κουρεμένο το μαλλί λωρίδες που να έχει και λίγο καραφλίτσα, δόντια ψεύτικα και γυαλιά μαύρα. Έχουν έρθει κάτι συμμαθητές μου από το σχολείο και μου περιγράφουν στην τρίτη σειρά κάθονται κάτι γιαγιάδες γιατί είχε απογευματινή παράσταση. Ακούνε τη μία γριά να λέει στην άλλη «αυτός είναι ο Σπυρόπουλος; πώπω πως έγινε έτσι;». Η επιτυχία, η δική μου, ήταν αυτή, πήγαινα σε άλλο κόσμο. Μέσα από αυτό κατάλαβα ότι εκεί είναι το κόλπο. Έτσι, είναι η show biz και δεύτερον επειδή συμμετέχεις, είσαι συνεργός. Όσο λιγότερο είσαι συνεργός τόσο πιο πολύ μπορείς να κοιμάσαι καλύτερα και να έχεις στόμα να μιλάς. Για αυτό λοιπόν λέω, έχεις να παλέψεις με μία εικόνα που προέρχεται από προσωπική ζωή, από κοινωνική ζωή, από επαγγελματική ζωή από οτιδήποτε. Κάνω το «Ταμάμ» και λέω παιδιά δεν κάνω τηλεόραση, είναι εργατοώρες δε μου βγαίνουν. Μα είναι από τον Αμαζόνιο και τότε λέω μέσα. Ξυρίζομαι, κάνω τον Μάξιμο Μαντά και γίνομαι άλλος σε σημείο που δε με αναγνωρίζουν. Αυτό είναι το στοίχημα σήμερα.
Είχα καθίσει μια φορά στη Μπανανιά στα Πετράλωνα και ήρθε η Βουγιουκλάκη και κάθεται στο διπλανό τραπέζι. Η μητέρα μου σηκώθηκε και την χαιρέτησε, με φώναξε αλλά εγώ από την ντροπή μου κρύφτηκα κάτω από ένα τραπέζι. Ξέρεις πώς το έχω μετανιώσει τώρα; Έχει ένα φοβερό στίχο ο Ρίτσος για μια διαλυμένη οικογένεια που έλεγε «όλοι το χάδι ζήταγαν μα κανείς δεν άπλωνε το χέρι και σάπιζε στα στήθια η τρυφερότης». Αυτό το ότι δεν έχεις προλάβει να εκδηλώσεις τα συναισθήματα σου στον άλλο, και χάθηκε και δε θα τον ξαναδείς. Ξέρεις τον περισσότερο καιρό και μετά το θάνατο της Αλίκης εγώ δε μίλαγα. Το καλό της ιστορίας για να μπορείς να κοιμάσαι όμορφα είναι να απέχεις. Εμένα μου δίνει δύναμη το να μην εκτίθεμαι, με δυναμώνει. Δε χρειάζεται να είσαι τυμβωρύχος. Κάποια στιγμή είπα τέρμα, οπότε με τα χρόνια είπα ότι με την Αλίκη ήμουν και συνεργάτης. Ό,τι προέκυψε έγινε μέσα από τη δουλειά. Δεν είναι ότι κλείσαμε τα μάτια μια φορά σε ένα μπαρ, μετά πήγαμε σπίτι και ήμασταν μαζί. Ήμασταν συνεργάτες και η αφετηρία ήταν η δουλειά που έγινε. Και εκεί πάνω είχα πάντα να πω κάτι.