Κώστας Κατσουλάρης: «Το τελευταίο μου βιβλίο είναι τόσο φιλόδοξο που είμαι απαράδεκτος»

Ο Κώστας Κατσουλάρης μου λέει «Πάτα το κουμπί να σταματήσουμε την ηχογράφηση αλλιώς έμπλεξες, θα σου μιλάω για ώρες».

Έχει προηγηθεί μια συζήτηση που ακολουθεί όλη την πορεία του στη λογοτεχνία μέσα από τους διαφορετικούς ρόλους που την έχει υπηρετήσει.

Έχει πολλά να πει, άλλωστε ό,τι είναι λογοτεχνία τον αφορά. 

Έχεις περάσει από πολλούς ρόλους που έχουν όλοι τους άξονα τον βιβλίο. Είμαι ένα σύνολο από ιδιότητες γύρω από το βιβλίο, τη γραφή και την ανάγνωση που αναπτύχθηκαν περίπου μαζί, με πρώτη πρώτη τη συγγραφή που μου έδωσε το πάτημα και για όλα τα υπόλοιπα. Το 1997 έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο, το ’98 άρχισα να γράφω στο Βήμα βιβλιοκριτικές, το 2000 έκανα την πρώτη μου μετάφραση, λίγο καιρό μετά, δηλαδή το 2004-2005, άρχισα να διδάσκω δημιουργική γραφή αρχικά στο ΕΚΕΒΙ, με είχε καλέσει τότε ο Στρατής Χαβιαράς, και στην πορεία σε διάφορους άλλους χώρους, αυτή την περίοδο κάνω στο Μεταίχμιο. Η ιδιότητα του ανθρώπου που γράφει κείμενα κριτικής και βιβλιοπαρουσιάσεις εξελίχτηκε κάποια στιγμή που πήγα στον «Ελεύθερο Τύπο» ως εσωτερικός συντάκτης, όπου ανέλαβα και το ένθετο για το βιβλίο κι έμαθα, σε κάποιο βαθμό, και τη δημοσιογραφική δουλειά σε μια εφημερίδα. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε το 2009 η Book Press. Όμως ο πυρήνας όλων είναι ότι κάποια στιγμή στη ζωή μου, μου προέκυψε το γράψιμο.

«Υπάρχει η αντίληψη ότι όσοι διαβάζουν τα βιβλία μας αποτελούν το κοινό. Ε, δεν είναι έτσι».

Πότε έγραψες το πρώτο σου βιβλίο «Ιστορίες από τον αφρό»;  Ήμουν 27 χρονών, 28 όταν εκδόθηκε. Είχα σπουδάσει Οικονομικά αλλά ξέροντας ότι δε θα τα ασκήσω. Βρέθηκα στη Γαλλία να σπουδάζω κινηματογράφο γιατί πίστευα ότι ήθελα να γίνω σκηνοθέτης αλλά ήδη εκεί κατάλαβα ότι δεν το ήθελα και γι’ αυτό δεν έκανα ποτέ μου ταινία μικρού μήκους. Ασχολήθηκα όμως με το σενάριο, ασχολούμαι ακόμη. Τα πράγματα μου ήρθαν εύκολα όταν ξεκίνησα να γράφω και τα μηνύματα που έπαιρνα ήταν «να, εσύ εδώ είσαι». Μου έβγαινε εύκολα, το ευχαριστιόμουν πολύ, κατάλαβα ότι ταιριάζει στον χαρακτήρα μου, είμαι ένας άνθρωπος που του αρέσει να κλείνεται, μπορώ να μείνω κλεισμένος σε ένα δωμάτιο και να ασχολούμαι με κάτι που με ενδιαφέρει, μου αρέσει να κάνω πράγματα που αρχίζουν και τελειώνουν σε μένα, από αυτή την άποψη είμαι λίγο εγωπαθής. Κατάλαβα ότι μου ταίριαξε, αφού πρώτα έγινε. Καβάλησα λοιπόν το κύμα και προσπάθησα να κάνω ό,τι μπορεί να κάνει κανείς γύρω από τη γραφή.

Με την κριτική βιβλίου ασχολήθηκες πολύ γρήγορα μετά την έκδοση του πρώτου σου βιβλίου. Είχες ενδοιασμούς με δεδομένο ότι και το δικό σου έργο θα αποτελούσε αντικείμενο κριτικής;  Στην αρχή και για αρκετά χρόνια έκανα βιβλιοπαρουσιάσεις και όχι κριτική. Το πρώτο βιβλίο που παρουσίασα ήταν «Τα στοιχειώδη σωματίδια» του Ουελμπέκ, δεν είχα σκοπό να το κρίνω, τύχαινε να το έχω διαβάσει με το που έγινε χαμός στη Γαλλία. Τα πρώτα χρόνια δεν ασχολιόμουν με ελληνικά και κυρίως παρουσίαζα βιβλία που μου άρεσαν. Η αλήθεια είναι ότι με τα χρόνια διολίσθησα και στην κριτική λογοτεχνίας, άρχισα να γράφω και για Έλληνες, μπήκα δηλαδή τόσο όσο και σε αυτό το κομμάτι. Δεν το πήρα όμως ποτέ πολύ στα σοβαρά γιατί δεν μπορώ να το κάνω υπό την εξής έννοια: πιστεύω ότι οι συγγραφείς είμαστε οι καλύτεροι αναγνώστες αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είμαστε οι καλύτεροι κριτικοί. Για να είσαι καλός κριτικός πρέπει να είσαι αποστασιοποιημένος, δεν μπορείς τη χρονιά που θα βγάλεις βιβλίο να κάνεις κριτική, δεν θα έχεις το ψυχρό βλέμμα που πρέπει. Μόνο ο Κούρτοβικ το έχει καταφέρει αν και δεν είναι εύκολο πάντα να το ισορροπήσει ως ενεργός συγγραφέας. Επίσης οι κριτικοί έχουν τον χρόνο και τη γενναιοδωρία να διαβάσουν όλο το έργο ενός συγγραφέα. Ο τίτλος του κριτικού λογοτεχνίας δεν είναι κάτι που διεκδικώ αλλά ναι, μου αρέσει να γράφω για βιβλία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στην αρχή της κουβέντας μας αναφέρθηκες στην «καλή γραφή». Ποια ορίζεις εσύ ως τέτοια; Είπα τέτοιο πράγμα ε; Προφανώς δεν είναι κάτι που μπορώ να το ορίσω με μια ατάκα, μια παράγραφο, ένα κεφάλαιο∙ μπορώ όμως να το αναγνωρίσω. Και στα σεμινάρια που κάνω λέω ότι δεν είναι τόσο σχετικό όσο το θεωρούμε το τι είναι καλή γραφή και τι όχι. Υπάρχουν πολλά είδη γραφής βέβαια, πολλοί τρόποι, πολλαπλές στοχεύσεις συνεπώς σε αυτό το πλαίσιο το ζήτημα σχετικοποιείται αλλά δεν πάει σε έναν απόλυτο σχετικισμό. Υπάρχουν πράγματα που είναι τεχνικά και μπορείς να τα δεις σε ένα καλό γραπτό αλλά πράγματι δεν μπορείς να βγάλεις φιρμάνι, ούτε να θέσεις τρεις κανόνες που να ισχύουν για όλους. Ούτε καν αυτό που λένε να μην χρησιμοποιούμε πολλά επίθετα. Αν διαβάσεις Παπαδιαμάντη θα διαπιστώσεις ότι είναι γεμάτος επίθετα, αυτό σημαίνει ότι δεν είναι καλός συγγραφέας; Εξαρτάται τη στόχευση. Απλώς μου αρέσει μερικές φορές να λέω η «καλή γραφή» γιατί θεωρώ πρόβλημα και την απόλυτη σχετικοποίηση η οποία συνολικά μας έχει καταλάβει, αυτό το anything goes. Αυτό το «κι εγώ γράφω, κι εσύ γράφεις, το ίδιο πράγμα κάνουμε, την ίδια ισχύ έχει ο λόγος μας»… ναι μεν αλλά και όχι.

Πώς προσεγγίζεις τους μαθητές σου στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής;  Το να συμμετέχεις από τη θέση του δασκάλου σε ένα εργαστήριο απαιτεί να αγαπάς τους ανθρώπους και να τους δέχεσαι σε αυτό που είναι. Πρέπει να μη θεωρείς ότι εσύ κατέχεις τη γνώση αλλά ότι ξέρεις κάποια πράγματα παραπάνω για τη διαδικασία και οφείλεις να είσαι έτοιμος να σου πουν κάτι που δεν το γνωρίζεις. Άλλωστε το αντικείμενο είναι ρευστό και άγνωστο ακόμη και σε εμάς τους ίδιους. Το να έχεις βγάλει μερικά βιβλία, να ξέρεις τις τεχνικές και να μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτές δεν σε κάνει απόλυτα πιο ειδήμονα σε σχέση με τους άλλους, σε κάνει σχετικά πιο ειδήμονα. Μέσα σε όλο αυτό βέβαια υπάρχουν πράγματα που εσύ γνωρίζεις, τα συστηματοποιείς και τα διδάσκεις στους ανθρώπους που έχουν έρθει σε σένα, όπως για παράδειγμα οι τεχνικές γραφής.

«Στην πραγματικότητα το υλικό της δουλειάς μας είμαστε εμείς οι ίδιοι γιατί αν αυτό δεν περάσει από μέσα για να βγει προς τα έξω είναι κάτι ψόφιο».

Είσαι υπεύθυνος συντονισμού στη Βοοκ Press. Πώς κατάφερε η Book Press να έχει τέτοια αποδοχή παρότι ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με το βιβλίο;  Το αναγνωστικό κοινό είναι μεγαλύτερο από όσο συχνά το παρουσιάζουν. Υπάρχει η αντίληψη ότι όσοι διαβάζουν τα βιβλία μας αποτελούν το κοινό. Ε, δεν είναι έτσι. Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που ασχολούνται έντονα με το βιβλίο και η κινητικότητα που υπάρχει μέσα στα social media θεωρώ ότι έχει βοηθήσει την ανάγνωση. Υπάρχει ένα κοινό που δεν το υποψιαζόμαστε πάντα, για παράδειγμα το κοινό που αναπτύχθηκε χάρη στις πολλές Λέσχες Ανάγνωσης, ο σπόρος που είχε ρίξει το ΕΚΕΒΙ άνθισε. Μέσα στην κρίση το βιβλίο πήρε τα πάνω του, παρά χτυπήθηκε. Το βιβλίο είναι ένας οικονομικός τρόπος ψυχαγωγίας που σε κρατάει στο σπίτι. Πέρα από αυτό θεωρώ ότι πλέον στραφήκαμε στα ουσιώδη. Αν το κοινό ήταν τόσο μικρό όσο πιστεύαμε δεν θα δικαιολογούταν και όλη αυτή η πλούσια εκδοτική παραγωγή.  Ισχύει ότι στην Ελλάδα δεν είμαστε τόσο σκληροί αναγνώστες σε μεγάλο ποσοστό αλλά νομίζω ότι την τελευταία 15ετία έχει διαμορφωθεί ένας δυνατός πυρήνας βιβλιόφιλων, που προτιμά όμως να διαβάζει ξένους συγγραφείς.

Στην ελληνική λογοτεχνία υπάρχει μια τοπική σκηνή που να βασίζεται και στην αλληλοϋποστήριξη των συγγραφέων; Θεωρώ ότι αυτό υπάρχει κάπως στους ποιητές. Σε αυτούς το εμπορικό δεν παίζει τόσο ρόλο, βρίσκονται πιο συχνά σε εκδηλώσεις, υπάρχει περισσότερο η έννοια της «σκηνής» ενώ σε εμάς υπάρχει το ο καθένας μόνος του που απευθύνεται σε ένα κοινό. Το κομμάτι του κοινού που τον ενδιαφέρει η πιο ψαγμένη, ας την πούμε έτσι, λογοτεχνία είναι ένα υποσύνολο του μεγάλου κοινού που μπορεί να συντονιστεί εξ ίσου εύκολα τόσο με εσένα και εμένα όσο και με ξένους συγγραφείς της ηλικίας μας ή λίγο μεγαλύτερους που κάνουν μοντέρνα πράγματα. Οπότε οι Έλληνες συγγραφείς μπαίνουμε στο ζύγι σε σχέση με αυτούς. Αν ο άλλος έχει σκοπό να αγοράσει ένα βιβλίο θα πει: Κώστας Κατσουλάρης ή Τζόναθαν Κόου; Οπότε καταλαβαίνεις. Υπάρχει κι ένα μικρό σύμπλεγμα να προτιμούμε τους ξένους αλλά από την άλλη δεν μπορείς να μην παραδεχτείς ότι τα περισσότερα από αυτά είναι άρτια πεζογραφήματα που επέλεξαν οι έλληνες εκδότες από την παγκόσμια αγορά βιβλίου.

Δεν υπάρχει όμως η περιέργεια του αναγνωστικού κοινού να ανακαλύψει πώς αποτυπώνουν το σήμερα οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς; Θα έπρεπε να υπάρχει, αντί αυτής όμως υπάρχει μια δυσφορία. Οι Έλληνες συγγραφείς γράφουν για αυτά που συμβαίνουν εδώ, το έκαναν και οι παλιότεροι, το κάνουμε και εμείς, δεν γίνεται να μην το κάνεις. Μεγάλο μέρος του ελληνικού κοινού έχει μια περίεργη, συμπλεγματική σχέση με αυτόν τον καθρέφτη η οποία δεν είναι εύκολο να αναλυθεί. Είναι σαν μη θέλουν την εικόνα της χώρας να τους γυρίζει ξανά πίσω σε αυτούς μέσω της λογοτεχνίας ή του κινηματογράφου. Μοιάζει να προτιμούν να συνομιλούν με το εξωτερικό, με αυτό που θα ήθελαν να είναι. Όλα αυτά έχουν να κάνουν με τη σχέση μας με την ταυτότητα. Άλλωστε, δεν είναι τελείως λάθος ότι υπάρχει μια τάση από έλληνες συγγραφείς για μιζέρια και εάν πέσεις στο λάθος βιβλίο μπορεί να αδικήσεις και την υπόλοιπη εγχώρια παραγωγή και να μη θες να διαβάσεις κάτι άλλο.

. «Οι Έλληνες συγγραφείς γράφουν για αυτά που συμβαίνουν εδώ, το έκαναν και οι παλιότεροι, το κάνουμε και εμείς, δεν γίνεται να μην το κάνεις».

Στο οπισθόφυλλο του τελευταίου σου βιβλίου «Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά» υπάρχει το ερώτημα «Πού τελειώνει το ατομικό τραύμα και πού αρχίζει το συλλογικό;». Αυτό είναι ΤΟ θέμα. Κάνω ότι αυτό είναι το θέμα του βιβλίου μου αλλά στην πραγματικότητα είναι το θέμα κάθε λογοτεχνικού έργου. Είναι μια απορία που ξεκινάει από τον εαυτό μας.

Πώς σε οδηγεί στη γραφή σου αυτή η ερώτηση που είναι θεμελιώδης για εσένα; Είναι δύσκολη ερώτηση και δεν έχω έτοιμες απαντήσεις. Έχω κι εγώ πολλαπλούς συγγραφείς μέσα μου, έχω κάποιες συγγραφικές ιδιοσυγκρασίες που έχουν τάση προς το πιο κρυπτικό, το πιο αισθητικό: μια λογοτεχνία που είναι γύρω από τον εαυτό της. Πάντως με τα χρόνια αισθάνθηκα την ανάγκη να ανοίξω προς το συλλογικό. Μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους, εγώ άφησα το κοινωνικό και το πολιτικό πλαίσιο να μπει σε αυτά που κάνω. Στο προηγούμενο βιβλίο, στο «Νυχτερινό ρεύμα»,  προσπάθησα να δω περισσότερο έξω από μένα κι έτσι άφησαν μπει κάτι από το συλλογικό μέσα. Στο τελευταίο μου άφησα να μπουν μέσα κείμενα που αποτελούν συνιστώσες του να είσαι Έλληνας και με άλλους τρόπος, όπως πήρε κεντρικό ρόλο ένα θεμελιώδες κείμενο η «Ιλιάδα». Έβαλα περισσότερα πραγματικά γεγονότα, γεγονότα που αποτελούν σημεία αναφοράς.

Έχει να κάνει με το ότι μεγαλώνοντας παρατηρείς περισσότερο γύρω σου και αντιλαμβάνεσαι πώς το κοινωνικό παίζει ρόλο στη ζωή σου; Και αυτό. Κοιτώντας πίσω βλέπω ότι και στα πρώτα βιβλία μου υπήρχε η διάθεση για το κοινωνικό αλλά βλέπω επίσης ότι οι προθέσεις με ξεπερνούσαν, σαν τα πόδια μου να βγήκαν έξω από το στρώμα.  Τώρα πια νιώθω ότι αυτό που μπορώ να κάνω και αυτό που θέλω να κάνω ταιριάζουν. Ελέγχω το υλικό μου, τις προθέσεις μου και τις φιλοδοξίες μου. Το λέω αυτό παρότι το τελευταίο μου βιβλίο είναι το πιο φιλόδοξο. Είναι τόσο φιλόδοξο που είμαι απαράδεκτος. Στην πραγματικότητα το υλικό της δουλειάς μας είμαστε εμείς οι ίδιοι γιατί αν αυτό δεν περάσει από μέσα για να βγει προς τα έξω είναι κάτι ψόφιο. Κι αυτή η δουλειά δεν μπορεί να γίνει καλά εάν δεν αφορά μια περιοχή που είναι και για εμάς ανεξερεύνητη και κάπως επικίνδυνη.

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Κώστα Κατσουλάρη «Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά» κυκλοφορεί από το Μεταίχμιο.
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.