Για τον Κώστα Ακρίβο το ζητούμενο είναι το καβαφικό Πρώτο Σκαλί

«Τρέφομαι με την αυταπάτη πως γράφοντας θα κάνω τους άλλους να με αγαπήσουν. Ή ότι θα αγαπήσω περισσότερο τον ίδιο μου τον εαυτό. Ωραίες πλάνες…»

Δεν είναι η γνώση αλλά η επίγνωση της άγνοιας η κορυφή. Όσο πιο πολύ νομίζεις πως ανακαλύπτεις τον εαυτό σου ή πως ο κόσμος γίνεται χαλί που ξεδιπλώνεται σιγά σιγά μπρος στα πόδια σου, τόσο και βυθίζεσαι στο πηγάδι της μικρότητας, γίνεσαι αιχμάλωτος του λυσσαλέου ναρκισσισμού. Η σωτηρία κρύβεται στο Δεν Ξέρω. Δεν ξέρω γιατί γεννήθηκα, ποιος είμαι και πού πάω, γιατί εγώ και όχι κάποιος άλλος, ποια η αυριανή μέρα, ποιος ο γείτονας, το σώμα που κοιμάται πλάι μου, το γιατί γράφω, πώς γράφω, ποια ερπετά και δαιμόνια κατοικούν μέσα μου… Θέλει λεβεντιά και κότσια να παραδεχτείς την ασημαντότητά σου. Αν το καταφέρεις, έχεις κατακτήσει το καβαφικό Πρώτο Σκαλί, το πρώτο βήμα στη γέφυρα της ταπεινοφροσύνης. Αλλά μας αφήνουν σήμερα οι πολλαπλοί καθρέφτες γύρω μας να δούμε το μπόι μας στη σωστή του διάσταση; Δεν μας αφήνουν.

Όλοι μας έχουμε ανάγκη απ΄ το παραμύθι, το ξέρεις και εσύ πολύ καλά. Από το πιο απλό παραμύθι, εκείνο της γιαγιάς με τα βασιλόπουλα και τους δράκους, ως τα επιδέξια και πολυσύνθετα που μας χαρίζει γενναιόδωρα η τέχνη της μυθοπλασίας. Πυρήνας όλης αυτής της «αλλοίωσης» της πραγματικότητας είναι το ψέμα. Όχι όμως το ψέμα της δολιότητας, του εμπαιγμού και της κακίας, μα το ψέμα που σε βοηθάει να αντέξεις το σκληρό ατσάλι της αλήθειας. Εγώ τρέφομαι με την αυταπάτη πως γράφοντας θα κάνω τους άλλους να με αγαπήσουν. Ή ότι θα αγαπήσω περισσότερο τον ίδιο μου τον εαυτό. Ωραίες πλάνες…


 

Την πρώτη «λογοτεχνική απάτη» την έκανα στην έκτη δημοτικού. Μας έβαλε ο δάσκαλος έκθεση πώς περάσαμε τα Χριστούγεννα και εγώ, αντί να γράψω για μελομακάρονα και κουραμπιέδες, έγραψα ότι το πρωί που πήγαινα στην εκκλησία, μες στα άγρια χαράματα, είδα μια σκιά να με κυνηγάει, μέχρι που κατάλαβα ότι ήταν ο ίσκιος από ένα κλαδί στον πλάτανο του χωριού μου. Για να πιάσω ωστόσο μολύβι και να γράψω λογοτεχνία ευθύνεται ο Μάρκες. Έπαθα πλάκα όταν διάβασα το «Εκατό χρόνια μοναξιά». Ξύπνησα μες στη νύχτα και σαν μεθυσμένος πήρα αμέσως τετράδιο και στιλό. Μετά οι λέξεις έρχονταν από μόνες τους.

Μπορεί ένας συγγραφέας να γράφει διαρκώς το ίδιο βιβλίο, όπως λέγεται. Ίσως οι κριτικοί της λογοτεχνίας να έχουν καλύτερη άποψη για τέτοια ζητήματα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Αν θα ΄θελα να ρίξω μια ματιά σε ό,τι έχω γράψει μέχρι τώρα, μάλλον θα καταλήξω στο συμπέρασμα ότι ψάχνω και ψάχνομαι. Δηλαδή εκείνο που θέλω να βρω και να δώσω απάντηση είναι ποιο ήταν εκείνο το στοιχείο που με διαμόρφωσε σε αυτό που είμαι σήμερα. Ήταν το αίμα, η κληρονομικότητα; Οι συνθήκες μες στις οποίες μεγάλωσα; Ο αέρας του βουνού που ανέπνεα ή οι παραλίες του Παγασητικού όπου κολυμπάω όλα αυτά τα χρόνια; Και οι φίλοι; Τα διαβάσματα; Τώρα μπορώ να καταλάβω και τον Οιδίποδα που έκανε τα όσα ανομολόγητα ψάχνοντας να βρει το ποιος ήταν. Ένα παιχνίδι για να ανακαλύψουμε την ταυτότητά μας είναι το γράψιμο.

Σε κάθε περίπτωση το στοίχημα είναι να θέλεις να βάζεις τον πήχη έστω και έναν πόντο ψηλότερα από βιβλίο σε βιβλίο. Εννοώ να κερδίζεις σε ποιότητα και σε παραδοχή από τους άλλους, κυρίως όμως να κερδίζεις τα εύγε απ΄ τον ίδιο σου τον εαυτό.

Το πιο δύσκολο σημείο της συγγραφικής διαδικασίας είναι η στιγμή που θα αρχίσουν τα πρόσωπα του βιβλίου, οι χαρακτήρες, να κουνούν τα πόδια, να μιλάνε και να τους θεωρείς «κανονικούς» ανθρώπους. Αν δεν ακούσω τη φωνή τους και δεν τους βλέπω συνέχεια στον ύπνο και στον ξύπνιο, τότε είναι σκέτα ανδρείκελα. Σ΄ αυτή τη φάση παιδεύομαι περισσότερο.

«Ακόμα και μετά από τόσα βιβλία δεν παύεις να λαχταράς τον καλό λόγο, είτε είναι από την πένα του κριτικού είτε από έναν απλό, ανώνυμο αναγνώστη. Σε τελευταία ανάλυση, για αυτό γράφουμε: για να απλώσουμε το χέρι μας στον άλλον.»

Ένα πράγμα που μπορώ να πω ότι κέρδισα είναι πως τώρα πια είμαι λίγο πιο ήρεμος. Με την έννοια ότι δεν ψάχνω με αγωνία το θέμα για το επόμενο βιβλίο, αλλά αφήνομαι να έρθει το ίδιο το θέμα και να με επισκεφτεί, να μου χτυπήσει την πόρτα.

Κακά τα ψέματα, άλλος είναι ο εφηβικός έρωτας και άλλοι οι γεροντοέρωτες. Θέλω να πω ότι η πρώτη φορά έχει τη δική της γλύκα. Η πρώτη φορά που σου λένε το OK οι εκδότες, η πρώτη φορά που θα το δεις το βιβλίο σου στη βιτρίνα ή στους πάγκους, η πρώτη κριτική… Όμως ακόμα και μετά από τόσα βιβλία δεν παύεις να λαχταράς τον καλό λόγο, είτε είναι από την πένα του κριτικού είτε από έναν απλό, ανώνυμο αναγνώστη. Σε τελευταία ανάλυση, για αυτό γράφουμε: για να απλώσουμε το χέρι μας στον άλλον.

Μπορεί να σου τρώει χρόνο το σχολείο, καθώς πρέπει τις πρωινές ώρες εκεί που γράφεις να σηκωθείς και να πας για να κάνεις μάθημα με τα συντακτικά και τις γραμματικές, αλλά, από την άλλη, αυτή η διπλή ιδιότητα σε ωφελεί. Με ποιο τρόπο; Μα γίνεσαι ένα είδος βαμπίρ απέναντι στο φρέσκο αίμα. Έχεις μπροστά σου νέα σάρκα, νέα μυαλά, νέες ιδέες. Είναι να μη θέλεις να κλέψεις κάτι από την τόση ζωντάνια;

«Η σωτηρία κρύβεται στο Δεν Ξέρω. Δεν ξέρω γιατί γεννήθηκα, ποιος είμαι και πού πάω, γιατί εγώ και όχι κάποιος άλλος, ποια η αυριανή μέρα, ποιος ο γείτονας, το σώμα που κοιμάται πλάι μου, το γιατί γράφω, πώς γράφω, ποια ερπετά και δαιμόνια κατοικούν μέσα μου…»

Ο χρόνος, ο καλύτερος κριτής όλων, θα δείξει, αν τελικά η εγχώρια λογοτεχνία έχει αγγίξει σε βάθος το θέμα της κρίσης. Πάντως έχω διαβάσει αρκετά ενδιαφέροντα βιβλία που ασχολούνται με αυτό. Αν ήθελα να θυμηθώ τίτλους και συγγραφείς, μπορεί να ξεπερνούσαν τους είκοσι. Μ΄ έναν τρόπο το επιχείρησα και εγώ, με το προηγούμενο βιβλίο μου, το «Αλλάζει πουκάμισο το φίδι», όταν έβαλα τον αφηγητή να γυρίζει όλη τη σημερινή Ελλάδα για να βρει ανθρώπους και αξίες απ’ όπου θα πιαστεί ώστε να ξαναβρεί τη χαμένη πολιτισμική του ταυτότητα.

Όταν ανοίγω την πόρτα του καφενείου που λέγεται Facebook, μπορώ να καθίσω κάμποση ώρα χαζεύοντας και σκοτώνοντας τον χρόνο μου. Όταν όμως είναι να γράψω, γίνομαι σκυλί. Ούτε μουσική δεν βάζω, ούτε θέα από το παράθυρο δεν θέλω να ΄χω.

Ε δεν νομίζω πως τα βιβλία μου, και βέβαια το τελευταίο, είναι για την παραλία ή για να χαλαρώσεις και να σε πάρει ο ύπνος. Υπάρχουν τόσα και τόσα βιβλία για αυτή τη δουλειά. Προσωπικά, τόσο σαν αναγνώστης όσο και σαν πεζογράφος, θέλω να κρατάω στα χέρια μου βιβλία που θα με γλυκαίνει η γλώσσα τους και θα με γοητεύει η ιστορία που διηγούνται.

Δεν ξέρω αν θα συμπαθούσε ο Κώστας Ακρίβος του 2016 τον Ακρίβο του 1993, αν με κάποιο τρόπο συναντιόντουσαν. Καλή ερώτηση. Ο τριανταπεντάρης με τον σημερινό, τον κοντά στα εξήντα… Τι να πω… Θα του ΄λεγα πάντως να πάμε για κάνα τσίπουρο. Και θα χαιρόμουνα πολύ αν τον άκουγα να μου λέει: «Ώστε έβγαλες άλλα δώδεκα βιβλία! Μπράβο, ρε μπαγάσα».

Το βιβλίο «Τελευταία νέα από την Ιθάκη» του Κώστα Ακρίβου κυκλοφορεί από τις εκδ.Μεταίχμιο.
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος