Θα έλεγε κανείς ότι η γεύση που έμεινε από τον Πολιτισμό, σε επίπεδο θεσμών κυρίως, το 2016, είναι πικρή.’Εστω, σε μια προσπάθεια να δει κανείς το ποτήρι μισογεμάτο με το ζόρι, γλυκόπικρη. Δεν είναι τυχαίο που κλυδωνίστηκε από εκκωφαντικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες εισχώρησαν και στην πολιτική σκηνή, που τις αφομοίωσε και τις εκμεταλλεύτηκε αμάσητες σχεδόν με κανιβαλικές διαθέσεις. Μια παράσταση λογοκρίθηκε και κατέβηκε σε κρατική σκηνή για πρώτη φορά στα χρονικά της. Ένας Βέλγος σταρ ήρθε να αναλάβει το Φεστιβάλ, πετώντας αλαζονικά έξω τους Έλληνες καλλιτέχνες και μεταμορφώνοντάς το σε βελγικό κι εμάς σε φλαμανδική, στην καλύτερη περίπτωση, αποικία. Το κερασάκι: ο κατεστημένος Τύπος επιτέθηκε σε ό,τι πιο avant garde μπορεί να επιδείξει ένας κορυφαίος εικαστικός θεσμός, ο οποίος από γενέσεώς του, στις στάχτες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, είχε πολιτικό χαρακτήρα. Στο φόντο όλων αυτών, σαν φάντασμα πλανιόταν η φιγούρα και το πνεύμα ενός καταστροφικού, γατζωμένου στην καρέκλα του υπουργού. Σε τι ακριβώς και σε ποιους αναφέρομαι;
Η χρονιά ξεκίνησε επεισοδιακά τον Ιανουάριο με ένα νέο τρομολαγνικό κυνήγι μαγισσών και ένα τρανταχτό κρούσμα λογοκρισίας στο Εθνικό Θέατρο. Η παράσταση «Ισορροπία του Nash», στην Πειραματική Σκηνή του REX, που σκηνοθέτησε η Πηγή Δημητρακοπούλου, με αποσπάσματα και από το βιβλίο του Σάββα Ξηρού, ενώ είχε ξεκινήσει χωρίς να ανοίξει ρουθούνι, έγινε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και εκμετάλλευσης (με επιχειρήματα φαιδρά, του τύπου: «η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιδοτεί το έργο του τρομοκράτη να ανεβαίνει στο Εθνικό») μετά το σάλο που προκάλεσε η συνέντευξη που έδωσε ο ίδιος ο Ξηρός. Ο Στάθης Λιβαθινός δεν άφησε να δοθούν οι 4 εναπομείνασες παραστάσεις, με το επιχείρημα: «Υποχωρούμε συνειδητά γιατί δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε. Εγώ δεν μπορώ να διακινδυνεύω την σωματική ακεραιότητα ανθρώπων. Μας απείλησαν ότι θα φάμε ρουκέτες».
Και έξω όμως την Βουλή και τα τηλεπαράθυρα, η κόντρα για το αν έπρεπε ή όχι να ανεβεί μια παράσταση με υλικό και από το βιβλίο μέλους της 17Ν και αν έπρεπε να κατεβάσει την παράσταση ο διευθυντής του Εθνικού, δημιουργώντας ένα κάκιστο προηγούμενο, ή όχι, δίχασε τις τάξεις των καλλιτεχνών του θεάτρου, που για δυο βραδιές διαμαρτυρήθηκαν έξω από το REX.
Aν παρόλα αυτά θέλουμε ένα όνομα να δώσουμε στη διένεξη για το 2016 αυτό είναι Φαμπρ. Ο συγκεκριμένος κύριος προκάλεσε ίσως την μεγαλύτερη κρίση στις τάξεις του πολιτισμού από την εποχή της διαβόητης λογοκρισίας στην έκθεση Outlook. Μετά την αποπομπή του Γιώργου Λούκου από το Φεστιβάλ Αθηνών, η έλευση του βέλγου προβοκάτορα καλλιτέχνη στο θεσμό δημιούργησε πολλών ειδών συρράξεις στον καλλιτεχνικό κόσμο αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία, με την τηλεόραση να σέρνει χαιρέκακα το χορό. Eπικράτησαν, εκτός από τα «παλλόμενα πέη» του, σε μια προσπάθεια συνολικής αποδόμησής του στα Μέσα, η απόφαση των εγχώριων καλλιτεχνικών δυνάμεων να τον βαφτίσουν “persona non grata”. Το μοναδικό κέρδος της έλευσής του ήταν ότι οι κατακερματισμένοι καλλιτέχνες συσπειρώθηκαν και πραγματοποίησαν συνελεύσεις για να λάβουν κοινές αποφάσεις για το μέλλον του θεσμού. Στο τέλος πέσαν στο κενό. Η Άντζελα Μπρούσκου δεν δίστασε να προτείνει «να βάζουμε παλλόμενα πέη σε όλα τα υπουργεία και να κάνουμε δεύτερη γλώσσα τα φλαμανδικά”, χαρακτηρίζοντας το Φεστιβάλ Φαμπρ «ξεπούλημα στο πλαίσιο μιας εθνικής προδοσίας των πολιτικών απέναντι στο λαό τους». Με επιστολή του στις 2 Απριλίου ο Φαμπρ, μην αντέχοντας τις επιθέσεις, παραιτήθηκε από το Φεστιβάλ, λέγοντας: “Δεν επιθυμώ να εργαστώ σε ένα εχθρικό καλλιτεχνικό περιβάλλον”.
Το φιάσκο Φαμπρ μεγέθυνε μια υποβόσκουσα κόντρα: τη διένεξη μεταξύ των καλλιτεχνών και του υπουργού Πολιτισμού και υπαίτιου για τον τραγέλαφο του «βελγικού φεστιβάλ» Αριστείδη Μπαλτά. Με μια φωνή οι πάντες ζητούσαν, χωρίς αποτέλεσμα, την παραίτησή του, ακόμα και με επιστολή που του κοινοποιήθηκε. Έπρεπε να γίνει ανασχηματισμός για να παφθεί εντέλει απ΄τον πρωθυπουργό.
Κανένας, στην κυριολεξία, δεν φανταζόταν ότι οι δεκαήμερες 34 Ασκήσεις Ελευθερίας της documenta 14, στο Πάρκο Ελευθερίας το Σεπτέμβριο, το πρελούδιο της κορυφαίας εικαστικής διοργάνωσης του Kassel, που αποφάσισε να αγκυροβολήσει το 2017 και στην Αθήνα της κρίσης για να μάθει από αυτήν, φέρνοντας στην Αθήνα τον Τόνι Νέγκρι, ακτιβιστές, φεμινίστριες και transgender, θα έβγαζε από τις ντουλάπες εμφυλιακές μνήμες και τα “ζόμπι της Αριστεράς”. Κι όμως. Οι ανακοινώσεις του επιμελητή τους Πολ Πρεσιάδο προκάλεσαν πανικό και υστερία σε μερίδα του εγχώριου Τύπου, πυροδοτώντας ανεξέλεγκτες δημόσιες αντιπαραθέσεις μεταξύ διανοουμένων και καλλιτεχνών.Και τι δεν γράφτηκε στον Τύπο. Η διοργάνωση χαρακτηρίστηκε «θολό, αναρχοαυτόνομο, νεοκομμουνιστικό και σαφώς αντιδυτικό και ολοκληρωτικών καταβολών No Border» και «κακοφορμισμένο σάπιο σκήνωμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς άλλων εποχών», που πουλάει «Κουπόνια για την ενίσχυση της κατασκήνωσης των αναρχοαυτόνομων του 2017».
Αρχές Νοεμβρίου δημοσιοποιείται με τον πιο επίσημο τρόπο αυτό που “σερνόταν” καιρό: ο διευθυντής που διαδέχτηκε τον Φαμπρ ως πυροσβεστική λύση, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, στη συνέντευξη τύπου που πραγματοποίησε μίλησε καθαρά για τον πόλεμό του με το ΔΣ του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και, συγκεκριμένα, την “αγενή και προσβλητική προς εμένα στάση της προέδρου του Δ.Σ. Λιάνας Θεοδωράτου και της αντιπροέδρου Κατερίνας Παπανικολάου», που «παρακωλύουν» το έργο του, του «απαγορεύουν την πρόσβαση στον προϋπολογισμό», «μπλοκάρουν το Λύκειο Αρχαίου Δράματος», και δίνουν εντολή να κοπεί το εταιρικό κινητό του! Σε επιστολή του στις 27/11 το επιλογής Μπαλτά Δ.Σ., που τελικά καρατόμησε η νέα υπουργός Λυδία Κονιόρδου, καρφώνει, μεταξύ άλλων τον Θεοδωρόπουλο, για τα υπέρογκα ποσά που δαπάνησε με συνεργάτες του σε ταξίδια.
Και οι σχέσεις του Στάθη Λιβαθινού με τον πρόεδρο του ΔΣ του Εθνικού Θεάτρου Θανάση Παπαγεωργίου είναι σε βαθιά κρίση, που περνάει φάσεις ύφεσης και όξυνσης, οπότε βγαίνει στην επιφάνεια με δημόσιες ανακοινώσεις. Για «διάθεση επιβολής» και «ανετοιμότητα» στις αλλαγές που θέλει να περάσει κατηγόρησε το ΔΣ ο Λιβαθινός σχεδόν εξαρχής. Το Νοέμβριο με επιστολή του ο Θανάσης Παπαγεωργίου αναγγέλει ότι «βόμβες θα σκάσουν στο Εθνικό», εγκαλώντας τον Αριστείδη Μπαλτά που έφυγε «αφήνοντάς το σε πλήρη ασυνεννοησία μεταξύ καλλιτεχνικού Διεύθυνσης και ΔΣ, με αποτέλεσμα να έχει χαθεί κάθε διαχωριστική γραμμή ευθύνης, να παρακάμπτεται το ΔΣ σε σοβαρά θέματα, να δυσχεραίνεται ο βάσει του καταστατικού έλεγχος της λειτουργίας του θεάτρου, να ελαττώνονται οι ελπίδες συνεργασίας.»