Κωνσταντίνος Ρήγος: «Η δημιουργία μιας παράστασης είναι πια επιτακτική ανάγκη»

Ο Κωνσταντίνος Ρήγος είναι ένας άνθρωπος που έχει αποδείξει πως μπορεί να τα κάνει όλα. Από το 2018 είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ενώ έχει σκηνοθετήσει και τα βίντεο κλιπ μερικών εκ των μεγαλύτερων ονομάτων της ελληνικής δισκογραφίας. Από το 1990, που ίδρυσε το Χοροθέατρο ΟΚΤΑΝΑ, μέχρι και σήμερα ανεβάζει παραστάσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με πολλές από αυτές να βραβεύονται σε διεθνή φεστιβάλ. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος όμως δεν επαναπαύεται, κι έτσι, φέτος, ανεβάζει τους «Ιππείς» του Αριστοφάνη, σε μια παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου.

Οι Ιππείς μιλούν για τους νέους της Αθήνας, που περνούν την μέρα τους στα γυμναστήρια, φροντίζουν την εμφάνισή τους, ασχολούνται με τα μαλλιά και τα ρούχα τους, διαμαρτύρονται, απογοητεύονται. Διαβάζοντας κανείς αυτή την περιγραφή του έργου, συνειδητοποιεί πως δεν έχουν τελικά και μεγάλη διαφορά από τους νέους του σήμερα και τις δικές τους ανησυχίες. Βέβαια, ο Αριστοφάνης τους έγραψε το 424 π.Χ, τότε που μαινόταν ο Πελοποννησιακός Πόλεμος. Πρόκειται για την πρώτη κωμωδία που ανέβηκε με το όνομα του μεγάλου συγγραφέα και περιγράφει τον «πόλεμο» του Παφλαγόνα και του αλλαντοπώλη Αγοράκριτου, οι οποίοι κομπάζουν ξεδιάντροπα και συναγωνίζονται σε φαυλότητα και κλεψιά. Σε όλο αυτό οι Ιππείς, όπως αποκαλεί τον χορό των νέων ο Αριστοφάνης, γίνονται μάρτυρες. 

Λίγο πριν οι Ιππείς του 2021, όμως, ραπάρουν στην Επίδαυρο, ο σκηνοθέτης τους, Κωνσταντίνος Ρήγος, μίλησε στην Popaganda για την διαχρονικότητα του έργου και όλα εκείνα που κάνουν την παράσταση μοναδική.

Τί ήταν αυτό που σε έκανε να επιλέξεις τους Ιππείς και όχι κάποιο άλλο έργο του Αριστοφάνη;  Ήθελα ένα έργο με ισχυρό αντίκρυσμα στο σήμερα. Δηλαδή, αυτή η συνθήκη της πολιτικής αντιπαράθεσης των δυο δημαγωγών, η οποία φτάνει μέχρις εσχάτων, και ταυτόχρονα η αίσθηση ότι οι ίδιοι οι Ιππείς είναι από την αρχή προσανατολισμένοι σε μια κατεύθυνση με στόχο να ρίξουν τον Κλέωνα τον δημαγωγό και να τον αντικαταστήσουν με τον οποιονδήποτε τυχαίο βρουν, ήταν κάτι που με ενδιέφερε, γιατί έχει να κάνει με μια συνθήκη, η οποία είναι διαχρονική. Το γεγονός ότι οι Ιππείς, οι οποίοι ουσιαστικά είναι ένας καθρέφτης της κοινωνίας, αποφασίζουν να έχουν παρωπίδες, με ενδιέφερε πολύ, ειδικά σε συνδυασμό με το ότι είναι ένα έργο σχετικά άγνωστο και δεν έχει παρουσιαστεί πολλές φορές. Έχει και έναν πολύ ενδιαφέροντα χορό. Είναι και ζωόμορφος και ανθρώπινος, γιατί ακριβώς είναι πάνω σε άλογα. Στην πρώτη τους εκδοχή εκείνης της εποχής, οι Ιππείς ήταν πάνω σε δούλους που αναπαριστούσαν τα ζώα. Είναι δηλαδή, ένας χορός, ο οποίος έχει αρκετές δυσκολίες στο πως θα τον παρουσιάσεις, αν θα κρατήσεις τον ζωομορφισμό του ή αν θα προχωρήσεις σε άλλες επιλογές. Είναι ένα έργο το οποίο δεν έχει αρκετά στοιχεία φαντασμαγορίας και αυτό με τράβηξε αρκετά, γιατί ήθελα να δημιουργήσουμε εμείς τις δικές μας συνθήκες μέσα σε αυτό. Ήταν όμως και ένα έργο άγνωστο και σε εμένα τον ίδιο και είχε μεγάλο ενδιαφέρον να το διαβάσω και να το ανακαλύψω.

Οι δικοί σου Ιππείς ραπάρουν. Πώς κατέληξες σε κάτι τέτοιο; Επιλέξαμε το ραπ, εξαιτίας και του τρόπου με τον οποίο είναι γραμμένο το ίδιο το κείμενο στην παράβαση από τον Αριστοφάνη. Μέσα στην ανάλυση του έργου, με τα μέρη του, παράβαση, αφηγηματικοί λόγοι κλπ, το μέρος αυτό το αποκαλεί ο Αριστοφάνης «πνίγος». Η εκφορά του λόγου πρέπει να είναι τόσο γρήγορη που να μοιάζει ότι οι ηθοποιοί πνίγονται. Έχει αυτήν την ταχύτητα που έχει και το ραπ, οπότε μου φαινόταν απολύτως ταιριαστό. Το ότι ραπάρουν 16 άτομα ταυτόχρονα, βέβαια, είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί όπως ξέρουμε, το ραπ είναι κάτι που το κάνει ένας, οπότε μπορούμε να φανταστούμε αυτή την ταχύτητα επί 16. Ήταν ένα πολύ εντυπωσιακό στοίχημα που βάλαμε με τους εαυτούς μας.

Στον χορό υπάρχει μόνο μια γυναίκα, η Στεφάνια Γουλιώτη. Αυτό ήταν μια συνειδητή επιλογή; Ήθελες να περάσεις κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα. Η Στεφάνια επιλέχθηκε ακριβώς επειδή το έργο είναι ένα έργο ανδρών. Δεν εμφανίζεται πουθενά γυναίκα στο κείμενο του Αριστοφάνη, παρά μόνο στο τέλος που εμφανίζονται οι Σπονδές, οι οποίες είναι βουβός ρόλος. Ήθελα με αυτό τον τρόπο να καταδείξω συμβολικά την θέση της γυναίκας μέσα στην ανδροκρατούμενη κοινωνία και εκείνης της εποχής, αλλά και της σημερινής. Ουσιαστικά, μια γυναίκα στους 15 άνδρες είναι μια ποσόστωση που ακόμα και σήμερα δυστυχώς ισχύει. Και στην πολιτική και στον στρατό, αλλά και γενικά στη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Κάλεσα τη Στεφάνια για να κάνουμε μαζί αυτή τη δήλωση.

Στο έργο του Αριστοφάνη, θα έλεγε κανείς πως οι νέοι της Αθήνας δεν διαφέρουν και πολύ από τους σημερινούς νέους, οι οποίοι όλο το προηγούμενο διάστημα της καραντίνας, κατηγορήθηκαν για πολλά από τα δεινά του κορωνοϊού. Πώς πιστεύεις ότι θα αντιμετώπιζε ο Αριστοφάνης αυτό το γεγονός; Θα ήταν επιεικής με την νεολαία; Δεν είμαι και πολύ σίγουρος. Ο Αριστοφάνης ήταν αρκετά συντηρητικός. Ήταν ενάντια στους δημοκρατικούς, πίστευε στην αριστοκρατία και θεωρούσε πως ένας δερματέμπορας σαν τον Κλέωνα, δεν μπορεί να γίνει πολιτικός και άρα δημαγωγός της Αθήνας. Ο Αριστοφάνης θεωρούσε ότι η πολιτική θα έπρεπε να ασκείται μόνο από του αριστοκράτες. Μέχρι και μετά τον θάνατο του Κλέωνα, ο Αριστοφάνης εξακολουθεί να τον διασύρει. Οι ίδιοι οι Ιππείς επίσης ανήκουν στην δεύτερη τάξη στην κάστα των τάξεων της Αθήνας. Ήταν δηλαδή εύποροι άνθρωποι. Είχαν την οικονομική άνεση να συντηρούν άλογα και να πηγαίνουν στον πόλεμο. Τους ενδιέφερε δηλαδή, η έννοια του έθνους, αλλά και η σωματική άσκηση και η ομορφιά. Μάλιστα, ο Αριστοφάνης τους έχει βάλει μέσα στο έργο να λένε «Μην σας ενοχλούν τα μακριά μαλλιά μας και των σωμάτων μας οι καλλωπισμοί». Κοιτούσαν λίγο αφ’ υψηλού και γι΄αυτό δεν είχαν την συμπάθεια των υπόλοιπων Αθηναίων. Οι Ιππείς είχαν μια σνομπ διάθεση, την οποία ο Αριστοφάνης προσπαθεί να δικαιολογήσει μέσα στο έργο. Εμείς βέβαια, από την μεριά μας, θέλαμε να δείξουμε ότι οι νέοι, αυτή η καλώς εννοούμενη «αλητεία», είναι αυτοί που μπορούν με έναν τρόπο να προκαλέσουν μια αλλαγή.

Στο έργο βλέπουμε ότι ο Παφλαγόνας και ο αλλαντοπώλης, είναι δυο άνθρωποι που λαϊκίζουν για να κερδίσουν την εύνοια των Αθηναίων. Αυτό πιστεύεις το συναντάμε και σε σύγχρονους πολιτικούς; Αυτό το βλέπουμε σε όλους τους πολιτικούς. Είναι μια «αναγκαία συνθήκη» για να γίνει αρεστός κάποιος. Όντας πολιτικός, επιλέγεις για τον εαυτό σου μια θέση μέσα στην κοινωνία, η οποία σε κάνει στόχο. Όντας στόχος λοιπόν, επιλέγεις κάποιες άμυνες για να μπορέσεις να επιβιώσεις και ουσιαστικά καταλαβαίνουμε ότι το να θέλει κάποιος να είναι πολιτικός, εμπεριέχει μια είδους μετατόπιση από το κανονικό. Δηλαδή, αναλαμβάνει ο ίδιος μια μεγάλη ευθύνη για την κοινωνία και με αυτή την έννοια, ο πολιτικός πρέπει να χρησιμοποιήσει μια μεγαλύτερη επικοινωνιακή φαρέτρα για να μπορέσει να «επιβιώσει» και αυτό μοιάζει αυτοσκοπός. Με αυτή την έννοια λοιπόν, δε νομίζω ότι διαφέρει η τωρινή περίοδος από άλλες. Αυτό που διαφέρει πια στην εποχή μας είναι η χρήση των social media. Είναι αυτά που ορίζουν και καθορίζουν ορισμένες στιγμές την λαϊκή συνείδηση.

Ένα κομμάτι του έργου είναι και η ανακαίνιση του μεγάρου του δήμου Αθηναίων. Είναι η Αθήνα μια πόλη που μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης; Η Αθήνα είναι μια πόλη μαγική. Αισθάνομαι ότι τα τελευταία χρόνια η Αθήνα είναι μια πόλη πολύ δημιουργική, πολύ εμπνευστική, είναι κοσμοπολίτικη πια και υπάρχουν ρεύματα που δημιουργούν νέες συνθήκες. Δεν έχει να ζηλέψει πια κάτι από τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Σε συνδυασμό με το περιβάλλον και το κλίμα της, καταλήγει να είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πρωτεύουσα. Είμαστε όμως, μια πόλη που ζει μέσα στον μύθο της. Δηλαδή, η νέα Αθήνα ζει μέσα στον μύθο της αρχαίας Αθήνας και αυτό είναι ένα βάρος πάντα, οπότε η συμβολική ανακαίνιση της συμβολικής μας μνήμης, με μια σκουριασμένη σκαλωσιά, είναι και αυτό που βιώνουμε και βλέπουμε καθημερινά. Μια πόλη μέσα στην πόλη.

Είσαι ένας άνθρωπος που έχει καταφέρει να συνδυάσει απενοχοποιημένα τόσο τα θεάματα της Λυρικής Σκηνής, όσο και εκείνα των νυχτερινών κέντρων διασκέδασης, έχοντας πολλές φορές ίσως, δεχτεί και κριτική. Πόσα κοινά έχουν τελικά αυτοί οι δύο χώροι; Το μουσικό θέαμα που έχει να κάνει με την νύχτα έχει μεγάλες διαφορές και μεγάλες ομοιότητες με την τέχνη. Το μεγαλύτερο κοινό που ίσως έχουν, είναι η ανάγκη για επικοινωνία. Όπως ένας ηθοποιός ή ένας χορευτής έχει ανάγκη να επικοινωνήσει με το κοινό, έτσι έχει την ίδια ανάγκη και ένας τραγουδιστής. Κάποιος δεν γίνεται ηθοποιός, χορευτής, τραγουδιστής, απλά επειδή θέλει να το κάνει ως επάγγελμα. Θέλει να έρθει σε επαφή με τον κόσμο. Νομίζω τελικά, πως εκτός από τα μέσα και τον τρόπο επικοινωνίας που είναι διαφορετικά, η ουσία είναι η ίδια. Η αίσθηση της ευχαρίστησης που σου προκαλεί καθετί που σου αρέσει να βλέπεις. 

Το φετινό Φεστιβάλ θα είναι πολύ διαφορετικό δεδομένης και της όλης κατάστασης που βιώνουμε. Πιστεύεις ότι το κοινό θα έχει μεγαλύτερη δίψα για τέχνη ή θα είναι πιο μαγκωμένο; Για να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι σίγουρος. Αυτό που αντιλαμβάνομαι και αυτό που ήταν ένα πολύ σημαντικό κέρδος που βγήκε μέσα από τις πρόβες, είναι το γεγονός πως οι ηθοποιοί βγήκαν από την περίοδο της αναγκαστικής καραντίνας και φέρουν μεγάλη ενέργεια στην παράσταση. Η δημιουργία μιας παράστασης είναι πια επιτακτική, μοιάζει να είναι αναγκαία. Πριν τον κορωνοϊό, κάτι τέτοιο δεν αποτελούσε ανάγκη, αλλά απλά μια κατάσταση. Θέλω να ελπίζω ότι την ίδια ανάγκη έχει και το κοινό να επιστρέψει στο θέατρο. Δεν είμαι πολύ σίγουρος ότι θα είναι τόσο εύκολο. Αυτή τη στιγμή, πρωταρχική ανάγκη του κοινού είναι να αισθανθεί ασφαλές και αυτό είναι κάτι πολύ προσωπικό. Οπότε, δεν είμαι σίγουρος ότι ο εγκλεισμός των προηγούμενων μηνών θα οδηγήσει σε μια μαζική απελευθέρωση. Δεν νομίζω ότι θα επιστρέψουμε πολύ εύκολα στην προηγούμενη συνθήκη. Θα πάρει λίγο χρόνο, διότι και ο χρόνος κατά τον οποίο παραμείναμε κλεισμένοι, ήταν μεγαλύτερος του κανονικού. 

Τους τελευταίους μήνες τόσο το Εθνικό Θέατρο, όσο και ο χώρος του θεάτρου γενικότερα, πέρασαν πολύ δύσκολες στιγμές με τις εξελίξεις του ελληνικού #MeToo. Πώς πιστεύεις ότι θα βγει το ελληνικό θέατρο μετά από όλο αυτό; Κερδισμένο, ενηλικιωμένο και πιο ειλικρινά τοποθετημένο απέναντι στον εαυτό του. Οι θεσμοί διοικούνται από ανθρώπους, που έχουν το δικαίωμα να είναι «καλοί ή κακοί», αλλά και οι θεσμοί διατηρούν το δικαίωμα να παραμένουν θεσμοί και δεν θίγονται. Τελικά αυτό που θα μείνει θα είναι μια καλύτερη περίοδος, που η αξία του κάθε ανθρώπου θα αποδεικνύεται ξεχωριστά.

Αριστοφάνη, Ιππείς
25, 26, 27 Ιουνίου, 21:00 | Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι

Γεννήθηκε στην Αλβανία, λίγο πριν την πτώση του κομμουνισμού. Ζει στην Αθήνα από το 1997, παράτησε με μεγάλη επιτυχία το τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Παντείου και από το 2017 ασχολείται με την δημοσιογραφία.

Share
Published by
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι