Όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη για να κανονίσουμε το πώς και το πού θα βρεθούμε με κάλεσε να παρακολουθήσω τις πρόβες του «Φιλοκτήτη» στη Σιβιτανίδειο Σχολή και εκεί να ξεκλέψουμε χρόνο για να κάνουμε τη συνέντευξη. Με είχε ρωτήσει αν ένα μισάωρο μου ήταν αρκετό, απάντησα κάπως αόριστα και τελικά βρέθηκα στον προαύλιο χώρο της σχολής ένα ζεστό απόγευμα του Ιουνίου. Ούτε κατάλαβα πως πέρασε ένα γεμάτο τρίωρο με τον Κωνσταντίνο να εκθέτει με καθαρότητα και συγκροτημένη σκέψη τις απόψεις του για την τραγωδία που ξεκινά σήμερα την περιοδεία της ανά την Ελλάδα, για την πολιτική κατάσταση στη χώρα αλλά και για την τρύπα που νιώθουν όλοι οι δημιουργικοί άνθρωποι, μια τρύπα που οφείλεις να φροντίζεις και να κρατάς ανοιχτή αν θες να είσαι καλλιτέχνης.
Ο «Φιλοκτήτης» δεν είναι μια παράσταση που ανεβαίνει συχνά γιατί δεν είναι σαν τον «Οιδίποδα Τύραννο» ή σαν την «Αντιγόνη» που είναι μια πλούσια τραγωδία, με την κλασική έννοια του όρου. Τελειώνει ήπια χωρίς πτώματα και κάθαρση. Το ενδιαφέρον της όμως έγκειται στη σύγκρουση δύο κόσμων. Από τη μια είναι ο κόσμος του Φιλοκτήτη, ένας κόσμος συναισθηματικός και ταυτοχρόνως ατομικός. Ο κόσμος αυτός μας γίνεται πολύ συμπαθής λόγω της απώλειας και του πόνου του, του χρόνου που έχει περάσει μόνος του ο χαρακτήρας αφού οι σύντροφοί του τον εγκατέλειψαν στη Λήμνο. Το αντίπαλο δέος είναι ο Οδυσσέας ο οποίος αποφασίζει να στήσει μια ψεύτικη ιστορία μέσω του Νεοπτόλεμου για να του αποσπάσουν το τόξο, αφού σύμφωνα με τον χρησμό χωρίς αυτό η Τροία δε θα πέσει. Το κίνητρό του είναι η κοινή ωφέλεια, δεν το κάνει για να κερδίσει κάτι ο ίδιος. Άρα από την αντίπερα όχθη έχουμε το κοινό καλό, αφού δεχόμαστε ότι για τον κόσμο του έργου το να κουρσέψουν την Τροία είναι το κοινό καλό. Το κοινό καλό υπερβαίνει το εγώ του καθένα μας έστω κι αν το μέσο για να το επιτύχεις είναι η εξαπάτηση ενός ανθρώπου.
Το θέμα λοιπόν είναι να ορίσεις κάθε φορά ποιο είναι το κοινό καλό και τι είδους μέσο είναι αυτό που χρησιμοποιείς για να το πετύχεις. Το γνωστό ηθικό δίλημμα «θα άξιζε να σκοτωθεί έστω κι ένα αθώο παιδί για να σωθούν όλα τα υπόλοιπα παιδιά του πλανήτη;» είναι ένα ερώτημα που απασχολεί τον πολιτισμό μας, τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες αιώνες τώρα. Έχει απαντηθεί κατά κόρον θετικά «ότι ναι, αξίζει» από ολοκληρωτικά καθεστώτα. Όλο αυτό το σκεπτικό περιέχεται στο «Μηδέν και το Άπειρον» του Arthur Koestler. Παρ’ όλα αυτά για να μη φτάσουμε στο ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» γιατί μοιάζει ότι είναι, και πολύ συχνά είναι, μια ανήθικη πολιτική στάση ο μόνος τρόπος είναι η κοινή ωφέλεια να υπερβαίνει το προσωπικό συναίσθημα. Το όλο πρόβλημα έγκειται στο ποιος θα κρίνει ποιο είναι το κοινό καλό και τι είναι αυτό που θα πρέπει να θυσιάσεις. Όλα αυτά τα έχουμε συζητήσει κατά κόρον στις πρόβες. Γιατί ο Οδυσσέας και σε αυτό το έργο αλλά και γενικώς είναι στιγματισμένος με μια αρνητική χροιά. Είναι πολυμήχανος, είναι καπάτσος, είναι πονηρός, φτιάχνει τεχνάσματα. Είναι μεν πολύ ικανός αλλά είναι δίπλα στην ηθική, αν θεωρήσουμε ως ηθική το σύνολο των κανόνων που μας ωφελεί να τηρούμε. Εγώ λοιπόν διαφωνούσα συχνά με τους υπολοίπους στις πρόβες καθώς υποστήριζα ότι ο Οδυσσέας κρατάει την μοναδική ενήλικη στάση μέσα στο έργο. Ο Φιλοκτήτης για εντελώς δικούς του λόγους κρατάει μια εντελώς ανήλικη στάση και ο Νεοπτόλεμος είναι ούτως ή άλλως ανήλικος σύμφωνα με το κείμενο. Ο Οδυσσέας λοιπόν είναι ο μόνος που κρατάει μια ενήλικη στάση κι αυτό σημαίνει ότι δε βρίσκει ηδονή στο να κοροϊδέψει κάποιον αλλά γνωρίζει, όπως οφείλει να γνωρίζει όποιος κυβερνά, ότι αποκλείεται να πιάσεις ψάρια αν δε βρέξεις τα χέρια σου. Δεν μπορείς να κυβερνήσεις θεωρώντας ότι όλες οι αποφάσεις θα είναι εύκολες, δεν μπορείς να είσαι δηλαδή ένας ευτυχισμένος πρίγκιπας όταν είσαι πραγματικός κυβερνήτης. Μου θυμίζει αυτό την ιστορία της ΔΗΜΑΡ, για κάποιο λόγο.
Θέλω να πω ότι όπου υπάρχει ομάδα υπάρχουν και σχέσεις εξουσίας ή ιεραρχίας, τις οποίες εγώ σε αντίθεση με τον μέσο αναρχικό δε βρίσκω κατακριτέες a priori, αφού θεωρώ ότι είναι φυσική οργάνωση της ζωής και γι’ αυτό τον λόγο παρατηρούνται και στα ζώα. Όταν είσαι γονιός ξέρεις ότι δεν μπορείς να είσαι πάντα δημοφιλής στα παιδιά σου και δεν είναι κι αυτός ο σκοπός. Τα αγαπάς αλλά πολλές φορές πρέπει να πάρεις μια απόφαση που είναι ενάντια στις επιθυμίες τους και είναι για το καλό τους. Υπάρχει μια περίφημη ρήση του Καναδού οικονομολόγου John Kenneth Galbraith που είχε πει ότι «Πολιτική είναι η τέχνη του να διαλέγεις μεταξύ του καταστροφικού και του δυσάρεστου». Το να έχεις την εντύπωση ότι μπορείς να ασκήσεις εξουσία, να λύσεις ένα θέμα, να εργαστείς προς την κοινή ωφέλεια χωρίς να πάρεις καμία δύσκολη απόφαση και χωρίς να αναγκαστείς να κινηθείς στη γκρι περιοχή είναι χάιδεμα, είναι πολύ ανήλικο γιατί όλη η ζωή μας έχει να κάνει με αποφάσεις που παίρνουμε στις γκρι περιοχές. Στην πραγματικότητα όποιος είναι επί της ουσίας ενήλικας αναγνωρίζει ότι η ζωή δεν έχει μόνο άσπρο μαύρο.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί που άσκησαν την εξουσία στη χώρα μας πολύ συχνά και για πάρα πολλά χρόνια δεν έπαιρναν τις αποφάσεις τους με γνώμονα την κοινή ωφέλεια. Έχω την αίσθηση ότι αν όλο αυτό το ακατάστατο χάος από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες που αποκαλούμε κατ’ ευφημισμόν λαό, αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήξεραν ότι οι αποφάσεις που παίρνονται, παίρνονται από μια ηγεσία που λειτουργεί για το καλό τους και για την κοινή ωφέλεια θα ήταν έτοιμοι για τόσες κι ακόμη μεγαλύτερες θυσίες, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν, πχ στην Ελλάδα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Τότε οι άνθρωποι υπέστησαν τα πάνδεινα, δηλαδή καταστάσεις που εμείς ούτε στους χειρότερους εφιάλτες μας δεν μπορούμε να δούμε. Αυτή είναι η αλήθεια κι όποιος την αγνοεί προσβάλλει τους ανθρώπους που έζησαν εκείνη την εποχή. Ήταν όμως νομίζω, τουλάχιστον σύμφωνα με την εικόνα που έχουμε εμείς γι’ αυτούς, πιο έτοιμοι να υποστούν θυσίες δεδομένου ότι υπήρχε ο εξωτερικός εχθρός, ο Γερμανός κατακτητής. Οι δικές μας πρώτες ανάγκες είναι τα πιο τρελά όνειρα των παππούδων μας αλλά αυτό δεν μπορείς να το αλλάξεις γιατί έτσι προχωράει ο κόσμος. Απλώς είναι καλό να το ξέρουμε, να το έχουμε πάντα κατά νου.
Όταν μιλάμε για ανθρωπιστική κρίση, για ανθρώπους που έχουν χάσει τη δουλειά τους, που ψάχνουν για χρόνια να βρουν δουλειά, εν γένει για μια πολύ δύσκολη κατάσταση που περνάει η χώρα σε σχέση πάντα με το τι συμβαίνει σε μια χώρα του α’ κόσμου θυμάμαι τη μάνα μου, που έμενε στο κέντρο της Αθήνας και το 1941 ήταν επτά χρονών, να μου λέει «Πηγαίνοντας στο σχολείο έβλεπα στους δρόμους πτώματα σε τυμπανιαία κατάσταση». Δε θεωρώ ότι δεν μπορείς να μιλήσεις για κρίση και για δυσκολία αν δε φτάσεις σε αυτό το όριο, απλώς είναι καλό, αν όχι αυτός που περνάει σήμερα άμεσα τη δυσκολία πάνω στο δικό του σώμα, τουλάχιστον οι υπόλοιποι που αντέχουμε να διατηρήσουμε μια ψυχραιμία στο να δίνουμε σωστές λέξεις στα πράγματα. Γιατί μόνο αν δίνουμε σωστές λέξεις στα πράγματα μπορούμε να πάρουμε σωστές θέσεις απέναντι τους. Το μόνο που λέω είναι ότι όσοι δεν έχουμε συντριβεί άμεσα από τα σημάδια της κρίσης, όσοι έχουμε βρει ένα τρόπο να ζούμε και πρέπει να νοιαστούμε και να φροντίσουμε και τους υπόλοιπους πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο πώς χρησιμοποιούμε τις λέξεις και τις έννοιες σε όλους τους τομείς. Είναι ένα γενικό πρόβλημα που έχουμε το να χρησιμοποιούμε απρόσεχτα τις λέξεις. Δεν μπορείς να μιλήσεις για χούντα όσο κακή κι αν είναι μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, άλλωστε δεν έχει ισχυριστεί κανείς ότι έχει γίνει νοθεία στις εκλογές από το 1980 κι ύστερα. Τους διαλέξαμε, δεν μας ήρθαν από την Ελβετία. Βασικό χαρακτηριστικό ενός καθεστώτος χούντας είναι ότι δεν μπορείς κατά τη διάρκεια που αυτό υπάρχει να λες ότι είσαι σε χούντα γιατί σε κλείνουν μέσα. Πες ότι αυτή και η προηγούμενη κυβέρνηση είναι κάκιστη γιατί διαφορετικά αδικείς τον άνθρωπο που έχει ζήσει τα βασανιστήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ γιατί αυτό που περνάς εσύ δεν έχει καμία σχέση με τα βασανιστήρια και τα σίδερα μέσα στις ουρήθρες. Ένας πολύ σπουδαίος δάσκαλος των αρχαίων που είχα στο σχολείο, ο Νέστωρ Μπούρας, αυτός πρώτος μας δίδαξε «Παρατηρήστε ότι δεν αισθανόμαστε με λέξεις αλλά σκεφτόμαστε με λέξεις». Άρα το να μη μπορείς να μιλήσεις σωστά πολύ συχνά σημαίνει μια δυσκολία στο να αντιληφθείς ένα θέμα.
Στην επόμενη σελίδα: «Κάποτε είχα μεγάλη επιθυμία για δημόσιο λόγο»
Page: 1 2