Οταν κάποιος επιλέγει να παρακολουθήσει φάρσα στο θέατρο, ξέρει ότι η παράσταση θα έχει μερικά βασικά: ότι θα παρακολουθήσει ερωτικές ιστορίες που μπερδεύονται προκαλώντας κωμικές καταστάσεις, ότι σκηνογραφικά θα υπάρχουν οπωσδήποτε διάφορες πόρτες που θα ανοιγοκλείνουν, ότι συνήθως στο τέλος όλα ξεμπερδεύονται και μ’ έναν τρόπο αποκαθίστανται και, ότι σίγουρα θα περάσει ευχάριστα ο θεατής στη διάρκεια της παράστασης, χωρίς να προβληματιστεί ιδιαιτέρως.
Στην «Κωμωδία των παρεξηγήσεων», ένα από τα πρώιμα κείμενα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, γραμμένο το 1594, που σκηνοθετεί φέτος η Κατερίνα Ευαγγελάτου στο «Θέατρο Βασιλάκου», οι απολαύσεις ήταν πολύ περισσότερες. Υπήρχαν ασφαλώς οι μπερδεμένες κωμικές καταστάσεις, και μάλιστα εις διπλούν, αφού ο Σαίξπηρ θέλησε να μπλέξει περισσότερο την ιστορία του ανακατεύοντας δύο ζεύγη διδύμων -αδέλφια άρχοντες (ο Αντίφιλος που υποδύεται ο Νίκος Κουρής) και αδέλφια δούλοι (ο Δρόμιος, που υποδύεται ο Ορφέας Αυγουστίδης). Κάθε άρχοντας έχει και τον δούλο του, όμως αυτά τα τέσσερα παιδιά χωρίστηκαν από μικρά και βρίσκονται χωρίς να το γνωρίζουν στην ίδια πόλη. Ο κάθε ίδιος άρχοντας, με τον ίδιο δούλο του. Τα μπερδέματα και οι καταστάσεις που δημιουργούν είναι σπαρταριστές.
Υπήρχαν, βεβαίως, στη σκηνή του Θεάτρου Βασιλάκου πόρτες που ανοιγόκλειναν, αλλά αυτή τη φορά η Εύα Μανιδάκη έκανε κάτι απλό και γοητευτικό. Εφτιαξε ένα περιστρεφόμενο σκηνικό στο τετράγωνο. Αφού πάνω στην περιστρεφόμενη βάση, και στις κάθετες όψεις που στήριζε (κι εκεί υπήρχαν πόρτες που ανοιγόκλειναν), υπήρχε και μια περιστρεφόμενη πόρτα μεγεθύνοντας αυτομάτως τα μπερδέματα, και αντικαθρεφτίζοντας στις γυάλινες όψεις τους τα δίδυμα ζευγάρια.
Ομως αυτή τη φορά υπήρχαν κι άλλες παράμετροι, που έδωσαν πρόσθετα και ξεχωριστά στοιχεία σ’ αυτή την παράσταση. Με πρώτη την εξαίσια νέα μετάφραση του Διονύση Καψάλη, που μας έχει χαρίσει πολλά σαιξπηρικά κείμενα. Μια μετάφραση έμμετρη, λυρική όσο και θεατρική, σύγχρονη όσο και λόγια. Μία από τις βασικές απολαύσεις (και συστατικά) της παράστασης.
Δεύτερον υπήρχε η κίνηση και η χορογραφία που επιμελήθηκε η Πατρίτσια Απέργη και απέδωσαν με άψογη ακρίβεια όλοι οι ηθοποιοί, κίνηση που μαζί με τα ιδιαίτερα και έξυπνα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα έδιναν την εντύπωση ενός μεγάλου παιδικού παιχνιδιού και μιας κουρδισμένης, αλλά ξεκαρδιστικής κίνησης που παρέπεμπε σε μια παρέα κλόουν. Αλλά κι αυτά τα δύο θα ήταν μισά αν δεν υπήρχε η μουσική σύνθεση του Γιώργου Πούλιου, με τρεις μουσικούς επί σκηνής, που δεν ήταν απλώς μουσικοί αλλά παραγωγοί ήχων από ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Ηχων που μαζί με την κίνηση και τα κοστούμια -βασικά συστατικά της εικόνας και της αίσθησης της παράστασης- επέτειναν, με σωστές δόσεις και με φαντασία, το φαρσικό στοιχείο.
Οι ηθοποιοί της παράστασης υπηρέτησαν θαυμαστά την αντίληψη της παράστασης και το ύφος του έργου. Ξεκινώντας από τους τους δύο πρωταγωνιστές: τον έμπειρο Νίκο Κουρή, που όμως ξεδίπλωσε πολλές άγνωστες όψεις του και τον Ορφέα Αυγουστίδη -αποκάλυψη-, οι οποίοι επωμίστηκαν τις ερμηνείες των διδύμων, αλλά και την ευθύνη να παίζουν εναλλάξ δύο διαφορετικές προσωπικότητες ο καθένας -οι διαφορετικοί εαυτοί μας ήταν διαρκώς παρόντες κάθε φορά που στριφογύριζε μια πόρτα, κι ήταν αυτό από τα γοητευτικά αλλά και δύσκολα στοιχήματα της παράστασης. Αλλά και όλοι οι υπόλοιποι: Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Ερρίκος Μήλιαρης, Νίκος Πυροκάκος, Γιώργος Νούσης, Βαλάντης Φράγκος, Στέλιος Παυλόπουλος, Ελίζα Σκολίδη, Μαριάμ Ρουχάτζε. Ξεχώρισαν όμως ιδιατέρως η Αμαλία Νίνου, ως Λουκιανή και κουνιάδα του ενός Αντίφιλου και ο Πάνος Ζυγούρος, ο δόκτωρ, ιδίως σ’ εκείνη τη σπαρταριστή σκηνή «εξορκισμού».
Ολα αυτά τα εμπνεύστηκε, τα σχεδίασε, τα καθοδήγησε η Κατερίνα Ευαγγελάτου -ακόμα και τη μετάφραση εκείνη τη ζήτησε από τον Διονύση Καψάλη. Και δεν άφησε τίποτα στην τύχη. Υπήρχε ο σχεδιασμός που υπάρχει πάντα στις παραστάσεις της, αλλά σ’ αυτόν τον σχεδιασμό είχε χωρέσει, όχι σχεδιασμένα, το χιούμορ. Φάρσα είναι θα μου πείτε. Εχουμε δει και φάρσες που δεν γελάσαμε καθόλου. Αλλά υπήρχε και η εμβάθυνση στο βασικό ζητούμενο αυτού του σαιξπηρικού έργου, ανάλαφρα όμως, σχεδόν γλυκά. Οπως η σκηνή του φινάλε, από τις καλύτερες, όπου όλα αποκαλύπτονται και οι δύο Αντίφιλοι και οι δύο Δρόμιοι πρέπει να συναντηθούν επί σκηνής. Ε, εκεί υπάρχει η μαγεία του θεάτρου και των σκηνικών λύσεων.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου κατάφερε και κάτι ακόμα: να κάνει ελκτικό και διαφορετικό ένα είδος θεάτρου που έχει κακοπάθει πολλές φορές ως σήμερα. Δεν έδειξε μόνο την ψίχα της φάρσας με εύστοχο τρόπο, έδειξε και τις αναζητήσεις, εκείνες που στα τέλη του 16ου αιώνα είχε ο Σαίξπηρ για τις πολλαπλές ταυτότητες που φέρουμε, για τους διαφορετικούς μας εαυτούς, για όσα θα θέλαμε να είμαστε και δεν είμαστε, για τα είδωλά μας και τις φαντασιώσεις μας. Το έδειξε με τρόπο εύγλωττο, ρυθμικό, θεατρικό, απολύτως σχεδιασμένο. Και δημιούργησε μια συνθήκη απόλαυσης, γέλιου και θαυμασμού της θεατρικής διαδικασίας.