Έκανε μια εντυπωσιακή επιστροφή ο Μιχαήλ Μαρμαρινός με τη νέα του παράσταση. Πρώτα πρώτα επιστροφή κυριολεκτική, έπειτα από αρκετά χρόνια, στο θέατρο «Θησείον -Ένα θεάτρο για τις τέχνες», στο θέατρο που στέγασε τους αρχικούς σταθμούς της διαδρομής του. Μετά, επιστροφή σε μια περίοδο που όλο τελειώνει και όλο τη βρίσκουμε μπροστά μας και στα πολλά που κληροδότησε στους επόμενους: στην αισθητική, στις σχέσεις, στις αντιλήψεις, στις πολιτικές συμπεριφορές, στις αξίες, στη μουσική ασφαλώς. Μεταπολίτευση. Που είναι πια μέρος της ιστορίας (μας) και της Ιστορίας. Γιατί «Μονάδα μέτρησης της Ιστορίας είναι η καθημερινότητα», όπως λέει στο σημείωμά του.
Και γι’ αυτή την επιστροφή διοργάνωσε μια παράσταση-γιορτή, ένα μεγάλο πάρτι και, φυσικά, έβγαλε όλα τα έπιπλα από το σπίτι-θέατρο, τα έβαλε στις γωνίες για να χωρέσουμε όλοι Κι εκείνοι που έχουν (έχουμε) προσωπικά βιώματα και εκείνοι που δεν έχουν. Κυρίως αυτοί. Για να μοιραστεί μαζί τους αυτά που κράτησε, αυτά που χαρακτήρισαν, αυτά που σημάδεψαν την περιόδο που λέμε Μεταπολίτευση. «Κομμώτριες / Μεταπολίτευση. Τζιαγκ – Σιν – Μπι – Σιν. Φαντάσου την καρδιά μου δική σου» είναι ο πλήρης τίτλος αυτής της εντελώς πρωτότυπης παράστασης. Νέοι άνθρωποι (ηθοποιοί) ήταν στη σκηνή του «Θησείου» και δίπλα τους ένα τεράστιο τραπέζι με δεκάδες ποτήρια, κάθε είδους, μισογεμάτα. Έτσι όπως απομένουν μετά από ένα πάρτι. Στο οποίο μπήκαμε υπό τους ήχους της μουσικής του Διονύση Σαββόπουλου. Και η επιστροφή μας στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ξεκίνησε με τραγούδια αναγνωρίσιμα όχι μόνο σε όσους τα τραγούδησαν όταν πρωτοβγήκαν: «Ρωμιοσύνη», «Χρώματα κι αρώματα», «Σάββατο κι απόβραδο»…
Και μετά σειρά έχει η εικόνα, και στις δύο πλευρές της αίθουσα, πάνω στον τοίχο, βλέπαμε διαρκώς εικόνες, τη μία μετά την άλλη: του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, της Κύπρου τον καιρό της εισβολής, του Μάο, των πρώτων Αλβανών μεταναστών, των Δίδυμων πύργων, της Μελίνας, της πτώσης του τείχους, του Μίκη με τον Καραμανλή, της πλατείας Τιεν Αν Μεν. Και οι νέοι «καλεσμένοι» στο πάρτι σχολιάζουν τις εικόνες που περνούν στα… κινητά τους. «Είναι σα να ’χουν όλοι γενέθλια» λένε για τους πανηγυρισμούς της 24ης Ιουλίου 1974. «Βερολίνο: ίδια στιγμή, άλλη ημερομηνία», λένε για την πτώση του τείχους και τους πανηγυρισμούς, που παραλληλίζουν με την 24η Ιουλίου. «Όλοι νέοι τότε. Πολλές παραλλαγές του επιτέλους». Οι αναμνήσεις αρχίζουν και περπατούν στο χώρο, όπως και η νοσταλγία, την οποία υπογραμμίζει με τη «Νοσταλγία» του Ταρκόφσκι ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, που είναι, ασφαλώς, και προσωπική του νοσταλγία, που είναι μέρος αυτής της πινακοθήκης προσωπικών και συλλογικών αναμνήσεων. Και ασφαλώς δεν νοσταλγεί κανείς τα δυσάρεστα. Γι’ αυτό και το μόνο που απουσίαζε από αυτή τη γιορτή ήταν η τρομοκρατία και οι πληγές της.
Μια πλαστική σακούλα δεσπόζει στη μέση της σκηνής-διαδρομής: «Εδώ μέσα βρίσκεται ένας κόσμος vintage». Οι ηθοποιοί κινούνται γρήγορα, αλαφιασμένοι, έκπληκτοι. «Πότε αρχίζει η μεταπολίτευση;» «Πότε τελειώνει η μεταπολίτευση;».
Και μετά η καρέκλα ενός κομμωτηρίου, με την πασίγνωστη κάσκα που έψηνε το μαλλί. Ο προσωπικός εξωραϊσμός, ο εξωραϊσμός της καθημερινής ζωής. Η ελαφριά κουβέντα, «η κουβέντα στον αέρα, όταν δεν κοιτάς τον άλλο στα μάτια». Καθετί μερικό, κλείνει το μάτι στο γενικό. Με τον τρόπο του θεάτρου. Με τα μουσικά ακούσματα, μέρος της ιστορίας κι αυτά, αλλά πιο εύκολα προσβάσιμα από όλους. Με τον σαρκασμό αυτής της νέας γενιάς σε διάφορες εικόνες που βλέπουν. Με χιούμορ, όπως η σκηνή για την αποτέφρωση της Μαρίας Κάλλας, με «κάποιον υπουργό Νιανιά». Με τη στάχτη που έπεσε πάνω στους παρευρισκόμενους -«η εκδίκηση της βλαχιάς». Και τα τραγούδια συνεχίζονται: «Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό/ στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο…» και σιγοτραγουδάει όλη η αίθουσα. Και οι εικόνες συνεχίζονται: ο Λεωνίδας Κύρκος με τη φυσαρμόνικά του· η κηδεία του Ανδρέα Παπανδρέου -«με μια κηδεία γι’ αυτό που περιμένεις ν’ αρχίσει» είναι το σχόλιο που ακούγεται μέσα σ’ όλα. – «Πώς την αφηγείσαι τη μεταπολίτευση;»
Πώς την αφηγείσαι αυτή την παράσταση που έχει μνήμες, έχει σχόλια, έχει γεγονότα, έχει σύμβολα -πολλά σύμβολα-, έχει τραγούδια -πολλά τραγούδια («Δανείζονται ένα τραγούδι μπας και μιλήσει αυτό για πάρτη τους»)-, έχει γέλιο και συγκίνηση, έχει τη μελαγχολία της νοσταλγίας. Μια καταιγίδα γεγονότων με τον τρόπο του θεάτρου, που συνομιλούσε απολύτως -θα μπορούσε να ήταν μέρος της- με την έκθεση για τη δεκαετία του ’80 που είδαμε πριν λίγα χρόνια στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων. Υπήρχαν άλλωστε και τα playmobil που είχαν κεντρική θέση σ’ εκείνη την έκθεση, και εικονοποίησαν, και στην παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού, μερικούς από τους σταθμούς της Μεταπολίτευσης.
Μια παράσταση που είχε δράση, είχε ξαφάντωμα, είχε κίνηση -για την ακρίβεια είχε έναν αδιάκοπο στροβιλισμό μέσα στα γεγονότα και στη γεύση που άφησαν. Απαιτούσε και το θυμικό και το νου για τη θέαση. Ζητούσε να κολυμπήσει ο καθένας από τους θεατές στις δικές του αναμνήσεις και να επικοινωνήσει με όσα συνέβαιναν. Και είχε σπουδαίες ερμηνείες σε μια πολύ δύσκολη θεατρική συνθήκη. Είδα έναν συγκλονιστικό Χάρη Φραγκούλη (που μάλλον έχει βρει μια ιδιαίτερη χημεία με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό), είδα μια πάλλουσα Ηλέκτρα Νικολούζου στην καλύτερη στιγμή της. Χωρίς να υπολείπεται κανείς από τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Και είχε σκέψη αυτή η παράσταση. Ήταν σαν να θεατροποιήθηκε ένα δοκίμιο για όσα διαμόρφωσαν εμάς και τον τόπο που ζούμε τα τελευταία 45 χρόνια. Ήταν προσωπική και πολιτική, ακριβώς με τον τρόπο που το λέγαμε παλιά το σύνθημα («Το προσωπικό είναι πολιτικό»). Και σ’ εκείνα τα μισογεμάτα ποτήρια στο τεράστιο τραπέζι είδε ο καθένας γιορτές, φίλους, έρωτες, πάθη, συλλογικότητες που έμειναν μονάχες.